Κατευθυνόμουν προς την Μάνδρα μέσω Αττικής Οδού.
Μετά τα Λιόσια και όσο πλησίαζες στην (κλειστή) «Έξοδο 1», ο ουρανός θύμιζε αμερικάνικο blockbuster καταστροφής, είχε πάρει χρώμα συντέλειας.
Οι νεκροί μέχρι τότε ήταν 4, όλοι από τη γύρω περιοχή.
Στην γειτονιά «Παπακώστα» στην Αερογέφυρα Μάνδρας, χαμηλά, φτωχικά τα περισσότερα σπίτια και επαγγελματικοί χώροι, βιοτεχνίες κυρίως, εκτείνονται στο πλάι της παλιάς εθνικής οδού Αθηνών - Θηβών.
Τώρα, η βροχή έχει κοπάσει σε δυνατή ψιχάλα.
Το ίδιο πρωί, όμως, ένα πραγματικό ποτάμι είχε κατέβει από εκεί. Ακριβώς πριν την γέφυρα, επειδή ο δρόμος στο σημείο εκείνο παίρνει ανηφορική κλίση, το νερό βρήκε διέξοδο στον ίσιο παράδρομο της εθνικής. Η κατοικημένη περιοχή αντιμετώπισε ξαφνικά την ορμή ενός ποταμού λάσπης που το «ύψος» του ξεπέρασε τα δύο μέτρα.
Και ότι έβρισκε στο πέρασμά του, το παρέσυρε, καθιστώντας «φερτά υλικά» ένα αλλοπρόσαλλο, επικίνδυνο «σμάρι» αντικειμένων: σκουπίδια, μπάζα από λογής σπασμένα κομμάτια, μικροαντικείμενα, ολόκληρα βυτία και δεξαμενές, μηχανήματα από τις διάσπαρτες βιοτεχνίες, αυτοκίνητα, είχαν εναποτεθεί τυχαία, ανάκατα σε όλη την περιοχή απ’ το ξέσπασμα του νερού.
Ανοίγω το ίντερνετ στο κινητό.
Οι νεκροί είναι πέντε.
Στον παράδρομο της παλιάς εθνικής ο κ. Βαγγέλης προσπαθούσε με ένα μπουλντοζάκι να προστατεύσει το σπίτι του.
«Από τις 07:30 το πρωί ξεσηκωθήκαμε», λέει.
«Η μεγάλη ένταση κράτησε μέχρι τις 12.30- 13.00. Αντιμετωπίζουμε συνέχεια τέτοιες πλημμύρες από τότε που έφτιαξαν τη γέφυρα εδώ. Όλα τα νερά, ότι κατεβαίνει από το βουνό, από Άγιο Σωτήρα, Αγία Κατερίνη, από παντού, όλα έρχονται και φρακάρουν εδώ. Αυτό που συνέβη σήμερα δεν έχει προηγούμενο όμως».
«Χτες το βράδυ (Τρίτη) έβρεχε αλλά η στάθμη ήταν 30- 40 εκατοστά, ήταν καθαρό, διαυγές το νερό, έβρισκε ακόμα χώρο και «έφευγε». Σήμερα το πρωί, δεν ξέρω τι φράκαρε επάνω και κατέβασε δυο μέτρα λασπόνερο», λέει ο Θανάσης, κάτοικος κι αυτός της γειτονιάς. «Όταν ήρθε το πολύ νερό, εδώ δεν έβρεχε, είχε ήλιο», μου λένε.
Δίπλα μας μια βιοτεχνία λιπαντικών και πλαστικών. Το νερό έχει πλημμυρίσει τον ισόγειο χώρο, σμπαραλιάζοντας κυριολεκτικά τα πάντα. «Το νερό κατέβηκε από την παλιά εθνική και έσκασε πάνω στο κτίριο», λέει ο Δημήτρης Κλωνής, ιδιοκτήτης της βιοτεχνίας.
Ανεβαίνουμε σε ένα υπερυψωμένο γραφείο, πάνω από τον κυρίως χώρο. Η δύναμη του νερού έχει κάνει «φυσαρμόνικα» τα μεταλλικά πλαινά τοιχώματα του κτιρίου.
«Έσπασε η μάντρα και παρασύρθηκαν τα πάντα από τα νερά, 5 - 6 δεξαμενές του ενός τόνου η καθεμιά, με λάδια μέσα, αμάξια, εργαλεία, παλέτες με εμπορεύματα, όλα τα πήρε το νερό. Ένα βυτίο μας το είδα στην εθνική να πλέει. Όλο το μαγαζί σήμερα ήταν ξέχειλο από εμπορεύματα, παλέτες μέχρι την οροφή. Κολυμπάνε στο δρόμο τώρα. Κοίτα αυτό το μηχάνημα, καταστράφηκε, 40.000 ευρώ ζημιά μόνο αυτό».
Είναι μια οικονομικά υποβαθμισμένη περιοχή και αυτός ο χαλασμός, αν δεν υποστηριχθούν πραγματικά οι παραγωγικές της δομές, μπορεί να αποτελειώσει τους ανθρώπους της. Ανοίγω το ίντερνετ στο κινητό μου (το ρεύμα στο κτίριο είναι κομμένο) - Επτά πλέον οι νεκροί.
- «Εσείς κινδυνεύσατε;», τον ρωτάω.
Ευτυχώς δεν ήμασταν εδώ το πρωί- πρωί. Κανονικά έπρεπε να είμαι στο εργοστάσιο, από σπόντα δεν ήρθα. Αν ήμουν εκείνη την ώρα στην παραγωγή, μπορεί να ήμουν και νεκρός τώρα. Εδώ πήρε τις μηχανές... Και όταν ήρθα, φοβηθήκα μήπως με παρασύρει, αλλά δε με ένοιαζε, έπρεπε να μπω μέσα, με έπαιρναν τηλέφωνο οι γείτονες, «διαλύεται το μαγαζί σου, τρέχα μπας και σώσεις τίποτα». Και αυτή δουλειά είναι η ζωή μου και το μέλλον μου.
- Έχετε ξαναπλημμυρίσει;
Ναι, έχουν ξαναμπεί νερά, αλλά όχι σε αυτή την κλίμακα. Από το ’14 υπάρχει πρόβλημα και τελευταία φορά είχαμε πλημμυρίσει τον Ιούνιο του ’16 αλλά τώρα η καταστροφή είναι ολική, σχεδόν γκρεμίστηκε το κτίριο.
- Τι θα κάνετε;
Θα προσπαθήσουμε να περισώσουμε ότι μπορούμε, το βράδυ μάλλον θα κοιμηθούμε εδώ για να μην γίνει πλιάτσικο σε ότι έμεινε. Και όταν ηρεμήσουν τα πράγματα θα φωνάξουμε μια δημόσια υπηρεσία να εκτιμήσει τις ζημιές. Σε προηγούμενες πλημμύρες έχει έρθει η Πυροσβεστική να ελέγξει- δεν αποζημιωθήκαμε ούτε ένα ευρώ. Τώρα όμως η ζημιά είναι τεράστια, αν δεν αποζημιωθούμε τα προβλεπόμενα, θα κινηθούμε νομικά.
Οι νεκροί είναι 9 πλέον. Τον ρωτάω για τα συναισθήματά του.
«Θλίψη, απογοήτευση. Είμαστε χρόνια εδώ και η Μάνδρα είναι μικρή, μοιάζει με επαρχία, κάποιους (από τα θύματα) μπορεί να τους γνωρίζω κιόλας. Οργή νιώθω. Και αναρωτιέμαι ποιος θα αναλάβει την ευθύνη. Ο ίδιος φάνηκα τυχερός μέσα στην ατυχία μου».
Το σπίτι του κ. Βαγγέλη είναι στο ίδιο «τετράγωνο» με την βιοτεχνία. Το σπίτι της κ. Κατερίνας επίσης. Άνθρωποι που στα μάτια τους, στις εκφράσεις του προσώπου τους «γυαλίζουν» έντονα συναισθήματα- άνθρωποι που μια ώρα πριν, κόντεψε να πνιγούν μέσα στα σπίτια τους, ανακουφισμένοι που σώθηκαν, αποκαμωμένοι από τον κίνδυνο, με «τραυματισμένο» το βιός τους. Η βροχή έχει σταματήσει, ούτε ψιχάλα πλέον. Οι νεκροί έχουν φτάσει τους 11.
Η αυλή της κ. Κατερίνας έχει γίνει βούρκος. Το σπίτι της περικυκλώθηκε από νερά ενάμιση μέτρου και τα πλαινά τειχία έσπασαν. Το νερό μπήκε μέσα, όλα ρήμαξαν. Την ρωτάω τι θα κάνει τώρα.
«Δεν ξέρω τίποτα. Καταστράφηκε το σπίτι μου όλο, είναι όλα για πέταμα».
Είναι μια ήρεμη γυναίκα και πραγματικά θαυμάζω την αξιοπρέπεια και την ήρεμη απαντοχή της. Τα τελευταία όμως λόγια τα φωνάζει με ηχόχρωμα και ένταση απελπισίας, ακούγονται σαν ουρλιαχτό.
«Κάθε φορά που έβρεχε, ήμασταν επί ποδός. Και μόνοι μας, με δικές μας προαπάθειες και μέσα τα φέρναμε βόλτα, αποκαθιστούσαμε τις ζημιές. Αυτό το χάλι δεν ξανάγινε ποτέ», λέει ο σύζυγός της, κ. Θανάσης.
«Φταίει ο Δήμος που τους έδωσε το δικαίωμα στους εργολάβους να φτιάξουν αυτή τη γέφυρα. Να την γκρεμίσουν. Είμαστε φορολογούμενοι πολίτες και απαιτούμε ίση, δίκαιη αντιμετώπιση από το κράτος. Δεν έχουνε κάνει καμία υποδομή. Τα φρεάτια μπουκώνουν, εδώ δεν περνάει ούτε «σκούπα» να καθαρίσει τον δρόμο. Και όλα τα ποτάμια τα έχουνε κλείσει, η Αττική Οδός, οι βιομηχανίες, από που να περάσει το νερό; Μόνο από αυτόν τον δρόμο έχει διαφυγή».
«Χτες το βράδυ (σσ Τετάρτη) έδωσε εντολή η Αττική Οδός και ρίξανε μπάζα για να μη μπαίνει το νερό στον παράδρομο, αλλά μας κάνανε χειρότερα, μας έπνιξαν», λέει ο Βαγγέλης. Από το πρωί, αυτός με τον φορτωτή του, ένα μπουλντοζάκι, προσπαθεί να περισώσει ότι μπορεί, να προστατεύσει το σπίτι του.
«Ήρθαν τα συνεργεία, άνοιξαν τον κεντρικό δρόμο, τώρα κάθονται... Άφησαν τον παράδρομο της γειτονιάς, μες στην κατοικημένη περιοχή για να βοηθήσουν δε μπήκαν καν. Το δρόμο μοπροστά στο σπίτι μου εγώ τον καθάρισα, παλεύω μόνος από το πρωί με τον φορτωτή».
«Που να πάρεις τηλέφωνο για βοήθεια; Λέμε μεταξύ μας για να κάνουμε πλάκα ''πάρε την Πυροσβεστική για άντληση υδάτων, το 199''».
«Το πρωί ήταν όντως τέτοια η ορμή του νερού, τόσο μεγαλος ο όγκος του, που η Πυροσβεστική δε μπορούσε να κάνει κάτι. Αλήθεια είναι αυτό. Τώρα όμως; Που είναι; Εμένα τον ίδιο με φώναξε η Πυροσβεστική το πρωί για να μην πνιγούν δυο άνθρωποι στη γέφυρα. Είχανε εγκλωβιστεί στο αυτοκίνητο, τρομοκρατημένοι, το νερό ήταν μέχρι την κοιλιά- έφτασα δίπλα στο αμάξι με το μπουλντοζάκι και τους πήρα. Και γύρισα στο σπίτι μου, να σώσω ότι μπορώ».