Μάιος. Ο μήνας των Πανελλαδικών Εξετάσεων. Ο μήνας της αγωνίας και των ονείρων για χιλιάδες μαθητές. Ο μήνας των αναρίθμητων άρθρων για τα μυστικά της επιτυχίας στις εξετάσεις (sic), τα οποία εδώ και δεκαετίες γεμίζουν τα μυαλά υποψηφίων (και συναγωνιούντων οικογενειών βεβαίως-βεβαίως) με «χρησιμότατες» πληροφορίες σχετικά με τις καλύτερες πρακτικές μελέτης, τις «θαυματουργές» βιταμίνες και τροφές, τις σχολές που προσφέρουν τις καλύτερες προοπτικές απασχόλησης στην αγορά εργασίας, και τόσα άλλα.
Στο κείμενο που ακολουθεί σας διαβεβαιώ ότι δεν πρόκειται να βρείτε καμία πληροφορία τέτοιου τύπου. Αυτό που πρόκειται να βρείτε, είναι τρεις άβολες διαπιστώσεις σχετικά με την πανεπιστημιακή εκπαίδευση, καθώς και μια αισιόδοξη πρόταση για τους νέους υποψήφιους φοιτητές.
Μετρώντας 16 χρόνια πλέον μέσα σε αυτό το χώρο ως φοιτητής, υποψήφιος διδάκτορας, μεταδιδακτορικός ερευνητής και διδάσκων (εντός και εκτός Ελλάδας), πιστεύω ότι έχω κατασταλάξει σε κάποια ζητήματα ώστε να μπορώ να τα μοιραστώ. Και, προφανώς, τα όσα αναφέρω στη συνέχεια δεν αφορούν αποκλειστικά την Ελλάδα ή τα ελληνικά Πανεπιστήμια.
Ας ξεκινήσουμε λοιπόν...
Διαπίστωση 1η: Υπάρχει μία ουσιώδης παρανόηση σχετικά με το τι προσφέρει η πανεπιστημιακή εκπαίδευση.
(aka: To Πανεπιστήμιο δεν είναι ούτε supermarket ούτε ο τοπικός ΟΑΕΔ)
To Πανεπιστήμιο ως χώρος εκπαίδευσης έχει μία ιδιαίτερη θέση μέσα σε κάθε κοινωνική δομή. Η μετασχολική εκπαίδευση έχει διανύσει τεράστια απόσταση από τις τοπικές ενώσεις επιστημόνων, καλλιτεχνών και τεχνιτών (που ήταν πολυδιασπασμένες), στις πρώτες οργανωμένες δομές με συγκεκριμένο πρόγραμμα και τίτλους σπουδών* (που για μεγάλο διάστημα ήταν λίγες σε αριθμό και άρα απευθυνόταν σε ισχνή μειοψηφία του πληθυσμού), έως τα μοντέρνα ιδρύματα που ανέπτυξαν το πλαίσιο αντίληψης της πανεπιστημιακής εκπαίδευσης ως «κοινωνικό δικαίωμα» (και αναπτύχθηκαν και τα ίδια μέσω αυτού).
Ωστόσο, μαζί με την ανάπτυξη των ιδρυμάτων (σε πλήθος και προσφερόμενες ειδικότητες) ήρθε και η σταδιακή στρέβλωση του νοήματος της πανεπιστημιακής εκπαίδευσης, η οποία με τη σειρά της οδήγησε στη σημερινή - σχεδόν ολοκληρωτική σε πολλές χώρες - εμπορευματοποίηση των Πανεπιστημίων. Ο όρος εμπορευματοποίηση είναι αμφίσημος στην ουσία του και η χρήση του επιδέχεται μακράς συζήτησης, όμως στα πλαίσια αυτού του κειμένου θα μείνω μόνο στη διατύπωση της άποψης ότι - δυστυχώς - αυτή οδηγεί σταδιακά στη γενικότερη απαξίωση της πανεπιστημιακής εκπαίδευσης. Σίγουρα οι περισσότεροι από όσους ζουν και εργάζονται εντός του λεγόμενου academia θα αντιληφθούν τι εννοώ.
Η προαναφερθείσα πορεία και ο μετασχηματισμός της πανεπιστημιακής εκπαίδευση, λοιπόν, οδήγησαν και στην παρανόηση σχετικά με το τι αυτή προσφέρει - ή τι πρέπει να προσφέρει - στους δέκτες της και στο κοινωνικό σύνολο. Σήμερα η πλειοψηφία αντιλαμβάνεται το Πανεπιστήμιο ως κάποιου είδους supermarket ή ΟΑΕΔ, στο οποίο εισέρχεται προκειμένου να αποκτήσει έναν τίτλο (αυτόν τον οποίο επιθυμεί) που θα εξασφαλίζει άμεσα οφέλη στην αγορά εργασίας. Επιζητεί να αντικαταστήσει εξ ολοκλήρου την εμπειρία με τη διδασκαλία, τη γνώση με το εργαλείο εφαρμογής της, την προσπάθεια με τα δίδακτρα (ή - για την Ελλάδα - με το «δικαίωμα» του να αποφοιτήσει).
Σκοπός της πανεπιστημιακής εκπαίδευσης, ωστόσο, δεν είναι αυτός. Είναι να σου δίνει τις βάσεις ώστε να σκέφτεσαι ορθά για την αντιμετώπιση ενός συνόλου προβλημάτων επάνω στο εκάστοτε αντικείμενο σπουδών, να σου παρουσιάζει τα διαθέσιμα εργαλεία και το πως πρέπει να τα χρησιμοποιείς, και - για κάποια μειοψηφία - να σου εξάπτει την περιέργεια προκειμένου να επιθυμείς να συνεισφέρεις στο συγκεκριμένο πεδίο της επιστήμης.
Το πως καταλήξαμε από αυτό, στις χιλιάδες ειδικότητες και υποειδικότητες των διαφόρων επιστημών, στη συσσώρευση τίτλων σπουδών από τους νέους πτυχιούχους (σχεδόν εν είδει «αθλήματος» πια), και στην ταυτόχρονη υποβάθμιση της προσφερόμενης εκπαίδευσης με παράλληλη απαξίωση αυτών των τίτλων σπουδών, είναι άξιο απορίας. Όχι απορίας για το πως συνέβη (αυτό είναι ξεκάθαρο), αλλά για ποιο λόγο το αφήσαμε να συμβεί και γιατί φαίνεται να το υποστηρίζουμε ακόμη και τώρα. Κάποιες εξηγήσεις επί αυτού μπορούν να εντοπιστούν στην ανάλυση της 2ης και της 3ης Διαπίστωσης στη συνέχεια.
* Το Πανεπιστήμιο της Μπολόνια - στο οποίο τυχαίνει και να εργάζομαι τα τελευταία χρόνια - είναι το αρχαιότερο της Ευρώπης με έτος ίδρυσης το 1088
Διαπίστωση 2η: Καθηγητές και φοιτητές είναι συνυπεύθυνοι για την κατάσταση των Πανεπιστημίων.
(aka: It takes two to tango)
Είθισται σε συζητήσεις επάνω στα αίτια της κακής κατάστασης πολλών πανεπιστημιακών συστημάτων (ή μεμονωμένων ιδρυμάτων), οι συμμετέχοντες να εκφράζουν αμετακίνητες απόψεις με βάση τη θέση ή την ιστορία τους. Τα δύο «στρατόπεδα» που δημιουργούνται συνήθως είναι αυτό για το οποίο «φταίνε οι αδιάφοροι/ανεπαρκείς Καθηγητές» και αυτό για το οποίο "φταίνε οι αδιάφοροι/ανεπαρκείς φοιτητές".
Το πως κανείς μπορεί να υποστηρίζει ότι για την κατάσταση ενός συστήματος το οποίο βασίζεται στην αλληλεπίδραση των μελών του φταίει αποκλειστικά (ή σχεδόν αποκλειστικά) το ένα μέρος αυτών, με υπερβαίνει ως λογική. Έχοντας ο ίδιος περάσει και από τις δύο θέσεις, θα τολμήσω να διατυπώσω την άποψη ότι Καθηγητές και φοιτητές μοιράζονται την ευθύνη για την κατάσταση των Πανεπιστημίων σχεδόν εξ ημισείας. Προφανώς και η ευθύνη δεν είναι μετρήσιμο μέγεθος ώστε να τη μοιράσουμε στα δύο, είναι γεγονός, ωστόσο, ότι δεν πρόκειται να υπάρξει καμία μεταβολή στη συγκεκριμένη αλληλεπίδραση αν και τα δύο μέρη δε βελτιωθούν σημαντικά. Και για να γίνει αυτό, πρέπει αμφότερα να είναι διατεθειμένα να αλλάξουν.
Πώς δικαιολογείται άραγε το να κατηγορείς τους Καθηγητές για αναξιοκρατία όταν ο ίδιος έχεις στη λογική σου την αντιγραφή στις εξετάσεις ή την «προώθησή» σου μέσω κομματικών παρατάξεων και γνωριμιών; Και από την άλλη, πως δικαιολογείται το να κατηγορείς τους φοιτητές για ανεπάρκεια όταν ο ίδιος ως φοιτητής λειτουργούσες αντίστοιχα και αρνείσαι συστηματικά να λάβεις μέρος σε μία σοβαρή διαδικασία αξιολόγησης;
Πώς δικαιολογείται άραγε το να κατηγορείς τους Καθηγητές για έλλειψη ενδιαφέροντος όταν ο ίδιος σπουδάζεις κάτι που δε σε ενδιαφέρει ως επιστήμη, το κάνεις απλά για να ικανοποιήσεις τους γονείς σου ή να αναλάβεις τη σίγουρη θέση στην οικογενειακή επιχείρηση, ή όταν συσσωρεύεις πτυχία ως απλά «χαρτιά» για να κερδίσεις μόρια και μια μόνιμη θέση στο Δημόσιο;
Και από την άλλη, πώς δικαιολογείται το να κατηγορείς τους φοιτητές για έλλειψη ενδιαφέροντος όταν ο ίδιος βλέπεις τη θέση σου απλά και μόνο ως εξασφάλιση εργασιακής μονιμότητας και δε φροντίζεις να εξελίσσεσαι στην επιστήμη σου, να διακρίνεσαι, να καινοτομείς;
Πως δικαιολογείται άραγε το να κατηγορείς τους Καθηγητές για έλλειψη προσπάθειας στη διδακτική διαδικασία όταν ο ίδιος έχεις αντικαταστήσει την προσπάθεια με τα δίδακτρα (που πρέπει να σου εγγυώνται ένα πτυχίο) ή με τη λογική του «ας μπεις εσύ σε ένα τμήμα και όλοι βγαίνουν κάποια στιγμή;».
Και από την άλλη, πως δικαιολογείται το να κατηγορείς τους φοιτητές για έλλειψη προσπάθειας όταν αυτοί εισέρχονται στο Πανεπιστήμιο μέσω ενός συστήματος που δεν τους έχει προσφέρει την παραμικρή ιδέα για το τι σημαίνει τριτοβάθμια εκπαίδευση ή επαγγελματικός προσανατολισμός, που τους έχει προετοιμάσει ανεπαρκώς, και έχουν επιπλέον να αντιμετωπίσουν ένα - σε πολλές περιπτώσεις - ανομοιογενές και ανοργάνωτο πρόγραμμα σπουδών;
Όπως ανέφερα και στον υπότιτλο...It takes two to tango.
Διαπίστωση 3η: Ποσότητα και ποιότητα πηγαίνουν σπάνια μαζί.
(aka: Είμαστε ήδη πολλοί)
Οι των ηλικιών 25-40 ανήκουμε στη γενιά των μεγάλων διαψεύσεων σχετικά με το τι ονειρευόμασταν ότι σημαίνει η πανεπιστημιακή εκπαίδευση και το τι συνεπαγόταν ένα πτυχίο στην αγορά εργασίας.
Σε κοινωνικό επίπεδο, ιστορικά, η πραγματική πείνα και ανάγκη για επιβίωση έδωσε μεταπολεμικά τη θέση της σε μια ιδιότυπη «πείνα» για τη βελτίωση των συνθηκών διαβίωσης (με τη βοήθεια πάντα του καταναλωτικού προτύπου που επικράτησε), η οποία με τη σειρά της οδήγησε στην αντίληψη ότι ο τρόπος για να επιτευχθεί αυτό ήταν η μαζική στροφή προς την τριτοβάθμια εκπαίδευση. Αυτό παρατηρείται στις περισσότερες «δυτικές κοινωνίες» και προκάλεσε μία πρωτοφανή ανάπτυξη των Πανεπιστημιακών Ιδρυμάτων λόγω της αυξανόμενης ζήτησης.
Περισσότερα ιδρύματα, περισσότερα τμήματα, περισσότερες ειδικότητες, περισσότερα μεταπτυχιακά, περισσότερα διδακτορικά... Ακόμη και με την έξαρση των τελευταίων 15-20 ετών η αγορά έδειχνε να προσαρμόζεται, ή τουλάχιστον να μπορεί να απορροφά τον τεράστιο αυτό όγκο νέων πτυχιούχων. Ωστόσο, όπως αναφέρεται και στη συγκεκριμένη διαπίστωση, ποιότητα και ποσότητα πηγαίνουν σπάνια μαζί.
Ο υπερπληθυσμός στη βασική πανεπιστημιακή εκπαίδευση έφερε αναπόφευκτα και την υποβάθμιση της μέσης ποιότητάς της, ενώ δημιούργησε πρόσθετη ζήτηση για περισσότερη εξειδίκευση (ως μέσο διάκρισης). Αποτέλεσμα αυτού ήταν η μεταπτυχιακή εκπαίδευση να μετατραπεί σταδιακά στο νέο standard στην αγορά εργασίας, να υπάρχει ήδη υπερπληθυσμός κατόχων μεταπτυχιακών τίτλων σπουδών, και να οδηγούμαστε στον υπερπληθυσμό κατόχων δεύτερων μεταπτυχιακών ή και διδακτορικών.
Η ψευδαίσθηση σημαντικότητας που δημιουργήθηκε για την κατοχή ενός τίτλου σπουδών - εντός του στρεβλού συστήματος που περιέγραψα στα προηγούμενα - εδώ και κάποια χρόνια έχει ήδη αρχίσει να καταρρίπτεται. Η γενιά των 25-40 βρίσκεται (σε διεθνές επίπεδο) μονίμως διαμαρτυρόμενη για τις συνθήκες εργασίας και τους μισθούς που λαμβάνει, κάτι που στην ουσία του πηγάζει από τη μη αναγνώριση της αξίας των δεξιοτήτων της από την αγορά εργασίας. Και αυτό, βέβαια, μόνο για όσους βρίσκουν απασχόληση επάνω στο αντικείμενο των σπουδών τους και δεν ετεροαπασχολούνται εξ ανάγκης.
Το προηγούμενο φαινόμενο, ωστόσο, είναι αυτό που προκαλεί και τη μεγαλύτερη εντύπωση όσον αφορά την αντιμετώπισή του από τους νέους πτυχιούχους, αλλά και από το ίδιο το σύστημα τριτοβάθμιας εκπαίδευσης. Πώς μπορεί κανείς να μην αναγνωρίζει ότι όταν υπάρχει υπερπροσφορά σε κάτι η αξία του αναπόφευκτα θα μειωθεί; Τι ουσία έχουν οι διαμαρτυρίες για τις «στρατιές άνεργων πτυχιούχων» όταν πραγματικά πρόκειται για «στρατιές» με ανάλογα προσόντα; Και με ποια λογική ο στρατηγικός σχεδιασμός της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης σε ολόκληρο το δυτικό κόσμο φαίνεται να αγνοεί επιδεικτικά το γεγονός ότι επιδεινώνει το πρόβλημα συντηρώντας το παρόν καθεστώς;
Όπως αναφέρω και στον υπότιτλο, λοιπόν, είμαστε ήδη πολλοί. Και αυτό μπορεί να αλλάξει - προς όφελος όλων - μέσω: (α) της αλλαγής της αντίληψης στην κοινωνία για το νόημα της πανεπιστημιακής εκπαίδευσης (βλ. 1η Διαπίστωση), και (β) της αλλαγής κατεύθυνσης των βασικότερων συστημάτων τριτοβάθμιας εκπαίδευσης προς ένα πιο βιώσιμο μοντέλο (ο αγγλικός όρος sustainable ίσως εκφράζει σαφέστερα το νόημα εδώ), το οποίο θα λαμβάνει υπόψη τις συνθήκες στην αγορά εργασίας, θα τις προβλέπει και θα εξελίσσεται αλληλεπιδρώντας με αυτές.
Πρόταση: Μη στηρίζεις το μέλλον σου επάνω σε αποφάσεις άλλων.
(aka: The key is to enjoy your work)
Η επιλογή αντικειμένου σπουδών, πέρα από τα όσα αναφέρθηκαν στις 3 Διαπιστώσεις του κειμένου, έχει εξελιχθεί σε ένα από τα πιο «προβληματικά» ζητήματα της εποχής μας.
Για τη γενιά των γονιών μας, η οποία στην πλειοψηφία της προερχόταν από οικογένειες που δεν είχαν λάβει πανεπιστημιακή εκπαίδευση, η απόφαση έμοιαζε πιο εύκολη. Άλλωστε, τα πανεπιστημιακά ιδρύματα εκείνα τα χρόνια ήταν σχετικά λίγα, οι πτυχιούχοι το ίδιο (επιπροσθέτως διότι οι σπουδές συνεπαγόταν οικονομικά βάρη που δεν μπορούσαν να υποστηρίξουν πολλές οικογένειες), και η τριτοβάθμια εκπαίδευση πράγματι εξασφάλιζε μια καλύτερη ποιότητα ζωής για τους δέκτες της.
Φτάνοντας στη δική μας γενιά, η συγκεκριμένη επιλογή είχε ήδη μετατραπεί σχεδόν αποκλειστικά στο κυνήγι της επαγγελματικής απασχόλησης-επιτυχίας. Η οποία, εντελώς άστοχα όπως φαίνεται και εκ του αποτελέσματος, στηρίχθηκε στις ιδέες και τις εμπειρίες της γενιάς των γονιών μας. Τις περισσότερες φορές δε, χωρίς να λαμβάνει ούτε κατ' ελάχιστον υπόψη τις επιθυμίες ή τις δεξιότητες των υποψηφίων φοιτητών-μελλοντικών εργαζομένων. Παραδείγματα επί αυτού μπορεί εύκολα να αναγνωρίσει ο καθένας στον κοινωνικό του περίγυρο (ή και στον ίδιο του τον εαυτό) και δε θα είχε νόημα να επαναληφθούν.
Με βάση τα σημερινά δεδομένα, καθώς και τις όποιες προβλέψεις για το μέλλον, η κατοχή ενός (ή περισσοτέρων) πτυχίων από μόνη της δεν εξασφαλίζει τίποτα και σε κανέναν. Δεδομένης της ρευστότητας που επικρατεί στην αγορά εργασίας και του υπερπληθυσμού πτυχιούχων, απαιτούνται πλέον: και διαρκώς εξελισσόμενες δεξιότητες από τους εργαζομένους, και υψηλοτέρου επιπέδου δεξιότητες από ότι στο παρελθόν. Κάτι τέτοιο, για να φτάσουμε και στην ουσία της πρότασης, δεν είναι δυνατόν να αναζητηθεί σε ανθρώπους οι οποίοι δε θα αντλούν καμία ικανοποίηση από την εργασία τους.
Όταν αυτό που σπουδάζεις, αυτό επάνω στο οποίο εξειδικεύεσαι, και αυτό επάνω στο οποίο στη συνέχεια εργάζεσαι δε σε ενδιαφέρουν, είναι σχεδόν αδύνατο να τα κάνεις καλά.
Δεν πρόκειται ποτέ να προσπαθήσεις περισσότερο για να τα εξερευνήσεις, δεν πρόκειται ποτέ να αφιερώσεις χρόνο για να βελτιωθείς, δεν πρόκειται ποτέ να ξεχωρίσεις. Το τελευταίο όμως είναι και το ζητούμενο στην εποχή μας, με εξαίρεση όσους «κληρονομούν» μια ασφαλή εργασία ή την άνεση να μη βιοπορίζονται από το επάγγελμά τους, όπως και όσους χρησιμοποιούν πλάγια μέσα (sic) για να επιβιώνουν εις βάρος των άλλων. Αυτοί θα υπάρχουν πάντα.
Το να απολαμβάνεις, λοιπόν, αυτό με το οποίο επιλέγεις να ασχοληθείς είναι καίριας σημασίας. Και αυτήν την επιλογή δεν πρέπει κανένας να τη στηρίζει στις αποφάσεις άλλων. Αν το κάνει και παρ' όλα αυτά καταφέρει να «επιτύχει», θα βρεθεί σύντομα εγκλωβισμένος σε ένα περιβάλλον που δε θα τον ικανοποιεί και θα δυστυχήσει. Αν το κάνει και «αποτύχει», θα έχει πάντα κάποιον άλλον να κατηγορεί για τη δική του αδυναμία να αποφασίσει για τον εαυτό του, και εκτός από δυστυχής θα γίνει και μνησίκακος.
Θα κλείσω με δύο σύντομες ιστορίες από την προσωπική μου εμπειρία.
Ιστορία 1η: Το περασμένο καλοκαίρι φιλικό μου ζευγάρι με γιο στην εφηβεία μου ζήτησε να συζητήσουμε, προκειμένου - ως καταλληλότερος κατά την άποψή τους - να τους βοηθήσω να αποφασίσουν σχετικά με την κατεύθυνση που θα ήταν καλύτερο να ακολουθήσει ο γιος τους σε επίπεδο σπουδών.
Ιστορία 2η: Πριν 2-3 χρόνια είχα μια ανάλογη κουβέντα με Καθηγητή μου από την Ελλάδα, του οποίου ο γιος ήταν στις τελευταίες τάξεις του Λυκείου και - σε αντίθεση με το γεγονός ότι και οι δύο γονείς του ήταν Πολιτικοί Μηχανικοί - ήθελε να ακολουθήσει τη Θεωρητική Κατεύθυνση και να προσπαθήσει να εισαχθεί στη Φιλοσοφική.
Και στις δύο περιπτώσεις η άποψή μου ήταν η ίδια: πως θα ήταν ό,τι καλύτερο, δηλαδή, να αφήσουν το ίδιο το παιδί να επιλέξει αυτό με το οποίο θέλει να ασχοληθεί, είτε περνώντας μέσα από την πανεπιστημιακή εκπαίδευση είτε παρακάμπτοντάς την. Για όλους τους λόγους που ανέφερα στα προηγούμενα και για τη μελλοντική του ευτυχία. Ο Καθηγητής μου, παρόμοιας αντίληψης με εμένα, το έπραξε. Ελπίζω να το πράξει και το φιλικό μου ζευγάρι στη συνέχεια.
The key is to enjoy your work. Και αυτό είναι καθαρά προσωπική υπόθεση του καθενός.
Δεν κατευθύνεται. Δεν συναποφασίζεται. Δεν κληροδοτείται.-
Αναδημοσίευση από το blog Mind Pieces