Το σλόγκαν «Στην υπηρεσία του πολιτισμού και του αθλητισμού», συνυφασμένο με τη δραστηριότητα του ΟΠΑΠ από τα τέλη της δεκαετίας του 1980, συμπύκνωσε σε λίγες λέξεις -ως οφείλουν τα επιτυχημένα σλόγκαν- ένα μείζον ζητούμενο για τον φορέα: τη νομιμοποίηση των τυχερών παιχνιδιών ως μέσου που, πέρα από την αυτονόητη υπόσχεση καλύτερων ημερών για τον παίκτη, συμβάλλει σε έναν κοινώς αποδεκτό σκοπό. Γνωστό στο περί αθλητισμού σκέλος του ήδη από το 1959, το σλόγκαν με τον εμπλουτισμό του σηματοδότησε μια νέα εποχή για τον οργανισμό, δηλώνοντας πως τα διόλου ευκαταφρόνητα έσοδα από το κυνήγι της τύχης δεν χρηματοδοτούν πλέον μόνον αθλητικές δραστηριότητες, αλλά και δράσεις στο χώρο του πολιτισμού.
Η αξιοποίηση των εσόδων από τα τυχερά παιχνίδια για τον πολιτισμό δεν αποτελεί νέα ιδέα. Αντίθετα, ξεκινά λίγο μετά τα μέσα του 19ου αιώνα, υποκινημένη από την ανάγκη εξεύρεσης πόρων για τις αρχαιότητες.
H σύσταση του πρώτου Εθνικού Μουσείου στην Αίγινα το 1829 και η ίδρυση της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας το 1834 έθεσαν τις βάσεις για την περισυλλογή, προστασία και μελέτη των αρχαιοτήτων. Ωστόσο, οι δυνατότητες του κράτους ήταν περιορισμένες, υπονομευμένες από το λιγοστό προσωπικό και τα πενιχρά οικονομικά μέσα. Η ίδρυση της Αρχαιολογικής Εταιρείας λίγο αργότερα ενίσχυσε σημαντικά το έργο της πολιτείας. Μα, καθώς οι ανάγκες ήταν πολλές και τα οικονομικά στον πολιτισμό πάντοτε ελλιπή, η αναζήτηση πόρων ήταν επιβεβλημένη.
Το 1862, μια ομάδα στελεχών της Εθνικής Τράπεζας με επικεφαλής τον «ἥκιστα ἀρχαιογνώστη» Διοικητή της Γεώργιο Σταύρου ίδρυσαν στην Αθήνα την Επιτροπή των Φιλαρχαίων, με στόχο την καλλιέργεια της επιστήμης της αρχαιολογίας στην Ελλάδα και τη διενέργεια ανασκαφών. Επιδίωξη της Επιτροπής ήταν να ενισχύσει, με τις συνδρομές των μελών και τα λοιπά της έσοδα, τις κρατικές υπηρεσίες, επιδιώκοντας μεγάλα και πολυδάπανα έργα. Ένα από τα βασικά της μέσα ήταν το «Λαχείον των Φιλαρχαίων», το οποίο στόχευε στη συλλογή χρημάτων από «ομογενείς και αλλογενείς αρχαιοφίλους υπέρ μνημείων της ελληνικής καλλιτεχνίας». Αξιοποιώντας τα μέσα της Εθνικής Τράπεζας, η Επιτροπή προσπάθησε να διαθέσει όσο περισσότερους κλήρους μπορούσε. Όμως το λαχείο δεν βρήκε την αναμενόμενη υποδοχή στο εξωτερικό και τα έσοδα δεν ήταν τα απαιτούμενα για την πραγματοποίηση μεγάλων έργων. Έτσι, το 1869 η επιτροπή διαλύθηκε παραδίδοντας την περιουσία της -ακίνητα, αρχαία, ομόλογα και τα έσοδα από το λαχείο- στην Αρχαιολογική Εταιρεία.
Λίγα χρόνια αργότερα, μια νέα πηγή εσόδων προστέθηκε στα διαθέσιμα για την ενίσχυση της αρχαιολογίας. Το «Λαχείον Υπέρ των Αρχαιοτήτων», το πρώτο επίσημο λαχείο στην ιστορία του νεοελληνικού κράτους, ιδρύθηκε με διάταγμα του βασιλέως Γεωργίου Α' στις 19 Νοεμβρίου 1874, στα χρόνια της διακυβέρνησης του Δ. Βούλγαρη. Την πρωτοβουλία για το λαχείο είχε ο Υπουργός Παιδείας Ιωάννης Βαλασσόπουλος. Όπως μαρτυρά ο τίτλος του, επρόκειτο για ένα λαχείο ειδικού σκοπού που αποσκοπούσε κυρίως στην εξεύρεση πόρων για τη διενέργεια ανασκαφών.
Η αξία του λαχείου ήταν 1.000.000 νέες δραχμές ή φράγκα. Κάθε κλήρος αντιστοιχούσε σε 3 νέες δραχμές και έδινε στον πρώτο τυχερό 22.000 δρχ. Οι λαχνοί θα κληρώνονταν σε διαδοχικές κληρώσεις μέχρι να εξαντληθούν. Από τα έσοδα, το ένα τρίτο θα μοιραζόταν στους τυχερούς, το 10% θα δινόταν ως προμήθεια στους λαχειοπώλες και τα υπόλοιπα θα αξιοποιούνταν για την επίτευξη των σκοπών της Εταιρείας. Την προώθηση του λαχείου ανέλαβαν πολλοί αρχαιόφιλοι, ανώνυμοι και επώνυμοι. Χαρακτηριστική είναι μια αναφορά του Παναγιώτη Σταματάκη, Εφόρου Αρχαιοτήτων των Μυκηνών, ο οποίος σε τηλεγράφημα προς τον Πρόεδρο της Αρχαιολογικής Εταιρείας στις 11 Ιανουαρίου 1878 ενημερώνει για την πρόοδο των ανασκαφικών εργασιών και, παρεμπιπτόντως, αναφέρει πως παρέλαβε 50 γραμμάτια του λαχείου των αρχαιοτήτων και τα πούλησε όλα.
Η επιτυχία του λαχείου ήταν μεγάλη. Στο διάστημα 1876-1880 έγιναν τέσσερις κληρώσεις και πουλήθηκαν συνολικά 135.835 κλήροι. Με τους πόρους που απέκτησε, η Αρχαιολογική Εταιρία άρχισε τις ανασκαφές του Διονυσιακού Θεάτρου και της Στοάς του Αττάλου. Επιπλέον, ανέλαβε να βοηθήσει στην οικοδόμηση Μουσείων στην επαρχία, συμπληρώνοντας το έργο της πολιτείας. Έτσι έγινε δυνατή η δημιουργία μουσείων στην Αρχαία Κόρινθο, στο Ναύπλιο, στη Χαλκίδα, στους Δελφούς, στη Δήλο και αλλού.
Οι κληρώσεις του λαχείου συνεχίστηκαν κανονικά μέχρι το τέλος του 1887. Στις 30 Δεκεμβρίου, λίγο πριν εκπνεύσει το έτος, το Λαχείο έγινε με νόμο προνομιούχο και καταργήθηκε η έκδοση κάθε άλλου. Την πρωτοβουλία αυτή πήρε ο Χαρίλαος Τρικούπης, ο οποίος ήθελε να αυξήσει τους πόρους της Εταιρείας για να μπορέσει να αποκαλυφθεί η αρχαία Αθήνα. Συγκεκριμένα, επιδίωξη του Τρικούπη ήταν με τα έσοδα από το λαχείο να απαλλοτριωθούν οι οικίες βόρεια της Ακρόπολης, μέχρι τον Πύργο των Ανέμων, καθώς και να αποκτηθεί η έκταση στα νότια και δυτικά της Ακρόπολης ως το Μνημείο του Φιλοπάππου και την Πνύκα, για να μεταβληθεί η περιοχή σε δάσος.
Σε εκτέλεση της απόφασης Τρικούπη, στις 7 Δεκεμβρίου 1888 εκδόθηκε νέο Βασιλικό Διάταγμα το οποίο καθόριζε τον τρόπο έκδοσης του «Υπέρ της Αρχαιολογικής Εταιρείας» λαχείου. Το νέο λαχείο το εξέδιδε η Κυβέρνηση και τα καθαρά έσοδά του διαθέτονταν στην Αρχαιολογική Εταιρεία για την ανακάλυψη και συντήρηση μνημείων, τη συμπλήρωση αρχαιολογικών μουσείων, την αγορά νομισμάτων, αγαλμάτων, επιγραφών κτλ. Ωστόσο, η πλειοψηφία των μελών της Αρχαιολογικής Εταιρείας θεώρησε πως το διάταγμα προσέκρουε στην αυτοτέλεια της Εταιρείας και την ενέπλεκε σε έργα μη συμβατά με τον προορισμό της. Ως εκ τούτου, η Κυβέρνηση το ανακάλεσε, επανέφεροντας τα ισχύοντα από το 1874. Με τα έσοδα που προέκυψαν, η Εταιρεία μπόρεσε να πραγματοποιήσει ανασκαφές, να υποστηρίξει μνημεία που κινδύνευαν, να διαθέσει κάποιο ποσόν για την αγορά αρχαιοτήτων αλλά και να ιδρύσει Μουσείο και Βιβλιοθήκη.
Στο ίδιο διάστημα, η Union Bank της Βιέννης πρότεινε στην Αρχαιολογική Εταιρεία τη σύναψη ενός λαχειοφόρου δανείου. Σύμφωνα με την πρόταση, η Αρχαιολογική Εταιρεία θα λάμβανε εφάπαξ το ποσόν των 4.000.000 φράγκων που θα καταθέτονταν στο δημόσιο ταμείο με τόκο 5%, αποφέροντας ετήσιο εισόδημα 200.000 φράγκων για χρήση υπέρ των σκοπών της. Από μέρους της η Union Bank θα καρπωνόταν το αποκλειστικό δικαίωμα διακίνησης του λαχείου στο εξωτερικό. Το σχέδιο προχώρησε, ψηφίστηκε μάλιστα ειδικός νόμος στην Ελλάδα, αλλά η Κυβέρνηση της Αυστροουγγαρίας απαγόρευσε την κυκλοφορία του λαχείου στην επικράτειά της, με αποτέλεσμα να ναυαγήσει μια προσπάθεια φαινομενικά επωφελής για την προστασία των ελληνικών μνημείων.
To 1895, με νέο Βασιλικό Διάταγμα, επιτράπηκε στην Αρχαιολογική Εταιρεία η σύσταση διαρκούς λαχείου υπέρ των αρχαιοτήτων, με δικαίωμα έκδοσης 150.000 γραμματίων ετησίως. Το 1896 ο αριθμός των λαχείων αυξήθηκε σε 225.000 για να γίνει δυνατή η αναστήλωση του Παρθενώνα, ενώ το 1901 ανέβηκε σε 300.000 για να καλυφθούν έκτακτα αρχαιολογικά έργα. Το 1904 κυκλοφόρησαν 600.000 γραμμάτια της 1 δραχμής, δείχνοντας τη δυναμική του λαχείου. Ωστόσο, την ίδια χρονιά ιδρύθηκε το Λαχείο του Στόλου, με αποτέλεσμα η πώληση των λαχείων της Εταιρείας να πέσει δραματικά. Έτσι, η Κυβέρνηση αποφάσισε τη συγχώνευση των δύο.
Το νέο «Λαχείον Υπέρ του Εθνικού Στόλου και των Αρχαιοτήτων της Ελλάδος», αποκαλούμενο διαφημιστικά το «ενιαίον και μοναδικόν εθνικόν λαχείον», λανσαρίστηκε με μια επιτυχημένη καμπάνια, βασισμένη στο αίσθημα πατριωτισμού. Η ιδέα πως με μία δραχμή μπορούσε κάθε πολίτης να συμβάλλει στην κατασκευή αντιτορπιλικών περιέβαλε την αγορά λαχνών με μεγάλο ενθουσιασμό που αντικατοπτρίστηκε στα σημαντικά έσοδα. Ο απολογισμός της πρώτης τριετίας ήταν 5,2 εκατομμύρια, από τα οποία 1,2 εκατ. διανεμήθηκαν στους τυχερούς, 2,9 εκατ. στον στόλο και 600.000 στην Αρχαιολογική Εταιρεία. Η κατανομή κατέδειξε μια πραγματικότητα που έμελλε να επιβεβαιωθεί συχνά στα επόμενα χρόνια: πως η προστασία και ανάδειξη των αρχαιοτήτων ήταν ενδιαφέρουσα, κάποτε θελκτική, αλλά ουδέποτε προτεραιότητα -ακόμα κι όταν οι αρχαιότητες αξιοποιούνταν για την επίτευξη εθνικών στόχων. Και κάπως έτσι έφτασε το τέλος των αρχαιολογικών λαχείων.
Βιβλιογραφία
Ντ. Βασιλικού, Το χρονικό της ανασκαφής των Μυκηνών 1870-1878 (Αθήνα 2011)
Π. Καββαδίας, Ιστορία της Αρχαιολογικής Εταιρείας από της εν έτει 1837 ιδρύσεως αυτής μέχρι του 1900 (Αθήνα 1900)
Ευθ. Καστόρχης, Ιστορική Έκθεσις των πράξεων της Εν Αθήναις Αρχαιολογικής Εταιρείας από της ιδρύσεως αυτής το 1837 μέχρι του 1879 τελευτώντος (Αθήνα 1879)
Α. Κόκκου, Η μέριμνα για τις αρχαιότητες στην Ελλάδα και τα πρώτα Μουσεία (Αθήνα 1977)
Σ. Ματθαίου, «Στ. Α. Κουμανούδης- Αλ. Ρ. Ραγκαβής. Μια συγκριτική προσέγγιση», Μνήμων 28 (2006-2007), σελ. 169-208.
Β.Χ. Πετράκος, Η Εν Αθήναις Αρχαιολογική Εταιρεία. Η Ιστορία των 150 χρόνων της 1837-1987 (Αθήνα 1987)
Β.Χ. Πετράκος, Η Εν Αθήναις Αρχαιολογική Εταιρεία. Η Ιστορία των 150 χρόνων της 1837-1987 (Αθήνα 1987)
Β.Χ. Πετράκος, «Τα οικονομικά της Εταιρείας και το λαχείο», Μέντωρ 70 (2004), σελ. 60-65.
Τ. Κατσιμάρδος, «Σήμερα κληρώνει... «υπέρ του εθνικού στόλου και των αρχαιοτήτων», Ημερησία Online (5 Ιαν. 2002)
www.opap.gr/web/corporate.opap.gr