Ενας είναι ο αδιαμφισβήτητος «νικητής» των εκλογών: Η αποχή, η οποία άγγιξε το 45% και αναδείχθηκε στη μόνη αυτοδύναμη οντότητα από την κάλπη της 20ής Σεπτεμβρίου.
Δεν ξέρω πραγματικά πώς αισθάνεται αυτός ο οποίος απείχε βλέποντας τον Αλέξη Τσίπρα να αγκαλιάζει τον Πάνο Καμμένο και να χαμογελούν πλατιά υπό τους ήχους τραγουδιών και επευφημιών από τους φίλους του ΣΥΡΙΖΑ σε μία επανάληψη εικόνων της 25ης Ιανουαρίου.
Δεν ξέρω πώς νιώθει αυτός που δεν ψήφισε, όταν στις δηλώσεις των πολιτικών αρχηγών το 45% της αποχής ή δεν θίχτηκε καθόλου ή απλά αναφέρθηκε σαν «πρόβλημα προς επίλυση». Και κυρίως δεν μπορώ να φανταστώ τι αισθήματα δημιουργούνται στον απέχοντα, όταν σήμερα η χθεσινή του «νίκη» σχεδόν ξεχάστηκε και σε μία εβδομάδα θα έχει σβηστεί από τη συλλογική μνήμη υπό το βάρος των μνημονίων, του ΕΝΦΙΑ και των δεκάδων προβλημάτων που ζητούν άμεσα λύση.
Μπορεί, λοιπόν, και πρέπει ο νομοθέτης να ορίσει ένα όριο αποχής πάνω από το οποίο οι εκλογές θα είναι άκυρες ή θα υφίστανται συνέπειες για όσους συμμετείχαν σε αυτές;
Δεν θα πρέπει να εκπλήσσεται με αυτή την εξέλιξη ο «ψηφοφόρος» της αποχής. Οι πολιτικές δυνάμεις ανέκαθεν ήταν κουφές απέναντι στη σιωπή. Γιατί η σιωπή έχει πολλές ερμηνείες και ουδείς πολιτικός θα μπει στον κόπο να τις αναζητήσει, αφού ακόμη και την εκπεφρασμένη βούληση των πολιτών τη μεθερμηνεύει σύμφωνα με το συμφέρον του κρατώντας βέβαια και τα προσχήματα της λογικής.
Επομένως, έχει κάποια αξία η αποχή; Κατ' αρχάς, δεν μπορούμε να προσδώσουμε μια ομοιομορφία στο 45% που δεν πήγε στην κάλπη. Υπάρχουν άνθρωποι πραγματικά πολιτικοποιημένοι που με τα δικά τους σοβαρά επιχειρήματα δεν ψήφισαν. Υπάρχουν και οι εντελώς απολιτίκ που δεν ξέρουν τον Υπουργό Οικονομίας της χώρας και τους απασχολούν άλλα προβλήματα, όπως το i-phone 6, η πορεία του Ολυμπιακού στην Ευρώπη και άλλα μεγαλόσχημα. Αυτοί έχουν ως μόνιμη επωδό τη φράση «είναι όλοι ίδιοι» και τελειώνουν με την πολιτική διά παντός.
Αυτή η δεύτερη κατηγορία έχει σαφέστατο έλλειμμα παιδείας, αφού η μη πολιτικοποίηση αντιβαίνει στη φύση του ανθρώπου και δεν επιδέχεται αντεπιχειρημάτων. Όμως, η πρώτη κατηγορία καταλήγει με μία κάποια πολιτική σκέψη στο «όλοι ίδιοι είναι» και εντέλει έχει μια -ονειρική κατά τη γνώμη μου -στόχευση να αλλάξει το πολιτικό σύστημα μέσα από την εκλογική απραξία.
Όμως, η άρνηση της εκλογικής διαδικασίας στέκεται μεν σαν αποδοκιμασία, αλλά δεν γίνεται να παραγάγει αλλαγή. Για την ακρίβεια, αυτό θα μπορούσε να συμβεί μόνο αν ο νόμος έλεγε ότι το Χ ποσοστό αποχής οδηγεί σε κάποιες κυρώσεις απέναντι στο υπάρχουν κομματικό σύστημα ή αν το ίδιο το σύστημα λάμβανε τα σχετικά μηνύματα και εξυγιαινόταν, πράγμα που δεν συμβαίνει, όπως είπαμε πριν.
Μπορεί, λοιπόν, και πρέπει ο νομοθέτης να ορίσει ένα όριο αποχής πάνω από το οποίο οι εκλογές θα είναι άκυρες ή θα υφίστανται συνέπειες για όσους συμμετείχαν σε αυτές; Το να «τιμωρήσεις» όσα κόμματα κατέβηκαν σε μία μάχη που άφησε το λαό ασυγκίνητο συνιστά αφέλεια, αλλά και μέγιστη φασιστική λογική. Αφέλεια, αφού άνετα τα κόμματα θα άλλαζαν κοστούμι και θα επέστρεφαν δριμύτερα στην πολιτική σκηνή και φυσικά φασισμό, γιατί σε μια δημοκρατική κοινωνία δε νοείται ποινή για την ενάσκηση ενός νομίμου δικαιώματος.
Επιπλέον, η ακύρωση της εκλογικής διαδικασίας για λόγους «έλλειψης απαρτίας» δεν μπορεί να οδηγεί σε αδιέξοδο. Ακόμη και στο μικρότερο σύλλογο, προβλέπεται η μείωση των αναγκαίων παρόντων στη δεύτερη ψηφοφορία, ακριβώς γιατί εντέλει στόχος είναι η λύση, όχι η ακυβερνησία. Πόσο μάλλον όταν μιλάμε για εθνικές εκλογές....
«Μα θα μπορούσε να είναι ένα ηχηρό μήνυμα για τα κόμματα η επανάληψη των εκλογών» αντιτείνει ενδεχομένως κάποιος. Πέραν του σοβαρού οικονομικού και κοινωνικού κόστους που θα επέφερε μια τέτοια εξέλιξη, ερωτώ: «Και τι στο καλό θα συμβεί αν στη δεύτερη αναμέτρηση η αποχή αυξηθεί κι άλλο, πράγμα ιδιαίτερα πιθανό στην χαβαλετζίδικη εποχή που ζούμε;». Μια τέτοια αλληλουχία γεγονότων δεν ανοίγει την πόρτα στο καλύτερο, αλλά στο λύκο που περιμένει την αναμπουμπούλα. Και, όπως φάνηκε, ο λύκος είναι εδώ...
Για ένα κοινό νου, όλα αυτά είναι σχεδόν δεδομένα. Όμως, με το 45% αποχής, φαίνεται πως η ανάλυση του αδιεξόδου που δημιουργεί η αδιαφορία συνιστά μια αναγκαία πράξη για να επαναπροσδιορίσουν τις πυξίδες τους όσοι πραγματικά νοιάζονται για την ψήφο τους.
Ο εξορθολογισμός του πολιτικού συστήματος έρχεται μέσα από τη δημοκρατία. Οι πολίτες είναι ελεύθεροι να σχηματίσουν νέους φορείς πολιτικού λόγου και να πάψουν να νιώθουν εγκλωβισμένοι. Αν αυτό δεν συμβαίνει (και απορώ γιατί δεν μας ένοιαζε στην εποχή του κραταιού δικομματισμού...), η απαξίωση των εκλογών με απλοϊκά επιχειρήματα εξαϋλώνει κάθε ίχνος ενδιαφέροντος του ανθρώπου για τα κοινά, δηλώνει την αποποίηση ευθυνών που ενυπάρχει στην ψήφο και εν κατακλείδι συνιστά μια οικειοθελή μετάλλαξη του πολιτεύματος σε «διευρυμένη ολιγαρχία». Αυτό θέλουν όσοι απέχουν;