58 ποιήματα γραμμένα ως επί το πλείστον στο εξωτερικό, κυρίως στις Βρυξέλλες και στο Βερολίνο, αλλά και αλλού. 58 ποιήματα, γραμμένα από το 2007 έως το 2012. «Έλεος», με αυτή τη λέξη κλείνει το πρώτο αυτοαναφορικό ποίημα αυτού του βιβλίου ο Χουρμουζιάδης - ένα ποίημα με τίτλο το όνομά του -- «Στέλιος» . «...στέλεχος δυνητικών απωλειών» αυτό-συστήνεται. Και σαν προφητικό το ποίημα αυτό του 2007, σαν προμετωπίδα σε γράμματα πλάγια μιας συλλογής αφιερωμένης «στους γονείς μου» - λέει - «Αθηνά και Τάκη, το Άλφα και το Ωμέγα μου, Στον Charles, Στον Luis» εισάγει στην απαρίθμηση των απωλειών, στη σταδιακή συνειδητοποίηση της έλλειψης, στη βαθμιαία μετατροπή της υπέροχης στιγμής σε ανάμνηση, στο «της θλίψεως εγκώμιον», που θα μπορούσε να αποτελέσει την μετωνυμία αυτής της συλλογής.
Για ποιον λόγο γράφει ο Χουρμουζιάδης; «Πόθος-Πάθος-Πένθος»; Δεν είναι μόνο η πρώτη, λακωνική αναγγελία του κύκλου του Βερολίνου αυτές οι τρεις λέξεις. Είναι η συνοπτική περιγραφή μιας αναπόφευκτης διαδικασίας που λαμβάνει χώρα σε όλους τους τομείς της ζωής όσων ανθρώπων ζουν, και όχι μόνο τον έρωτα. Αυτές οι τρεις λέξεις περιγράφουν επακριβώς το περιεχόμενο της ποίησης του Χουρμουζιάδη. Την έσω απόκριση στη ζωή. Μία, δυο, τρεις, τέσσερις στροφές το πολύ.
Πρωτοπρόσωπο το ποιητικό υποκείμενο, το «εγώ» πανταχού παρόν, κι όμως, τις περισσότερες φορές απέναντι σε ένα επίσης πανταχού απόν, άφαντο πλέον «εσύ». Τα ποιήματα, πενθούν, πενθούν εκ των υστέρων ή και προληπτικά τον ανεκπλήρωτο ή και πληρωθέντα πόθο, δεν έχει σημασία, το πάθος που έχει γίνει ανάμνηση ή που θα γίνει λήθη, τα νιάτα που χάνονται. Πενθούν συχνά σε β' ενικό τα ποιήματα, στο πρόσωπο και τον αριθμό που είναι ο πιο ανθρώπινος, ο πιο ευάλωτος απ' τους δυο. Το «εγώ» του ποιητή σπάνια υπάρχει χωρίς τον σιωπηρό, απόντα στο τώρα, παρόντα στη μνήμη «άλλον».
Εγώ... και πάλι εγώ...
Κι εσύ, εγώ.
Εγώ. Κλαίω.
Εγώ. Λέω.
Και η απεύθυνση στον άλλον, πολύ συχνή, το «εσύ» εκεί, ν' ακούει, ν' ακούσει την κραυγή. Θ΄ ακούσει; Απ' αυτή την άποψη τα ποιήματα είναι ερωτικά. Και αποτυπώνουν τη μοναξιά του πριν και του μετά του έρωτα. Παρακολουθούν βήμα βήμα, δρόμο δρόμο, πόλη πόλη, χώρα χώρα τη μοναξιά και τη νοσταλγία. Την ευτυχία, τη θύμησή της, τον πόνο της.
Τα τοπία είναι σπάνια κι όταν υπάρχουν είναι ελληνικά, καλοκαιρινά, καθρεφτίζουν την ευδαιμονία, πάντα παρελθοντική, πάντα χαμένη.
Σε πρόποδες ναού
ελιές με συνοδεύουν
μα πιο πολύ κι απ' αυτό
το φυλλωμένο ασήμι
είναι το φως εκείνων των ματιών,
που μέσα του γεννήθηκα
δίχως ν' ανδρωθώ
π' ολούθε με τυλίγει.
Ή πάλι:
Απόλλωνες... πιο πολλοί
Και λίγες Αφροδίτες...
Κι όλοι ανάλαφρα
Λικνίζονται κάτ' απ' τον ήλιο
Τον καυτό.
Τέτοιοι που είναι
Μήτε αφρός,
Μήτε αλάτι,
Μήτε το φως
Την ομορφιά τους μαγαρίζει...
Το τώρα τους είναι πιο δυνατό
Ακόμα κι απ' τη βεβαιότητα
Του πτωτικού μετά τους!
Και βέβαια, πάντα η θάλασσα:
Αφρός πλατύς.
Γιαλός ανάλαφρος.
Και γι' αποτύπωμα
Το γλιστερό κοχύλι
Και σαν επιβεβαίωση, απ' τον ίδιο:
Δε βαριέσαι...
Εγώ Καλοκαίρι διάλεξα
Για προσάναμμα λεπτής ανησυχίας.
Τι κι αν μαζί του έλαβα
Για ηχητικό συμπλήρωμα
Ακόρεστα τζιτζίκια;
Δεν γνωρίζω αν ο ίδιος ο Χουρμουζιάδης έχει προσέξει την απουσία αυτή άλλων πέρα των ελληνικών τοπίων. Όπου έρωτας κι ευτυχία στην ποίησή του, παφλάζει το κύμα. Αλλού, κλειστοί χώροι, δωμάτια, κρεβάτια, καθρέφτες, καφέ - κι αυτά αχνά περιγραμμένα, σχεδόν ανύπαρκτα, σκηνικό μίνιμαλ, σαν με πινέλο ακουαρέλας ζωγραφισμένα, επίτηδες θολά:
Θολά τα οράματα που ακόμα αχνοφέγγουν,
υπόμνηση ευτυχίας
ψευδαισθήσεις που χρόνια με κατατρέχουν
μέχρι ν' ανοίξω τα μάτια, ν' αποδεχτώ
και να γελάσω
να με ξεγελάσω...
Τα τοπία υφίστανται μόνο στην Ελλάδα. Στις Βρυξέλλες, στο Βερολίνο κι αλλού, δεν υπάρχουν. Κι αυτοί ακόμα οι δρόμοι των ξένων πόλεων, θολοί, μιας και διαλέγει να τους αντικρίσει «χωρίς γυαλιά». Δυο και τρεις φορές επιστρέφει σαν μοτίβο, η ηθελημένη οπτική αβεβαιότητα, η απόφαση να μη δει τα πράγματα καθαρά: «Βγαίνω δίχως γυαλιά μήπως και μπερδευτώ/ στο βλέμμα του περαστικού μήπως σ' αναγνωρίσω» ή: «Γυμνός/ αποφάσισα γυαλιά να μη φορέσω/ έτσι από πείσμα κι αποστροφή/ για την πραγματικότητα/ που ολόγυρα πληγώνει». Έπιπλα, χρώματα, ελάχιστα. Ήχοι; Κι αυτοί λίγοι. Το ποιητικό εγώ, κλειστό κατά τ' άλλα, μοναχικό ανοίγεται μόνο προς μια πλευρά. Προς την πλευρά του «εσύ».
Λέξεις που επιστρέφουν ξανά και ξανά στα ποιήματα του Χουρμουζιάδη: ανάμνηση, μνήμη, υπόμνηση, υπενθύμιση, λήθη. Το ρήμα «ξεχνάω» άλλοτε ανεπιθύμητο, άλλοτε ζητούμενο. «Σε ξεχνάω έναν χρόνο τώρα» - το ρήμα σε ενεστώτα ως μακρά και επίπονη διαδικασία, «Η γύμνια μοναχά πανεύκολα ξεχνιέται,/ καλύπτεται ευπρόσδεκτα φτηνή αδιαφορία»
Έρωτας-Θάνατος, το αχώριστο ζεύγος. Όπου έρωτας, ελλοχεύει ο θάνατος. Η φθορά, το γήρας. Το εφήμερο. Του ίδιου του έρωτα; Του ποιητικού υποκειμένου; Της ανάμνησης; «πρόγευση αποτέφρωσης», «με λευκά γένια/κουρασμένο σώμα/και χρώμα πολύ/να καλύπτει/υποβόσκουσα σήψη», για τους Απόλλωνες και τις Αφροδίτες: «Το τώρα τους είναι πιο δυνατό/ακόμα κι απ' τη βεβαιότητα/του πτωτικού μετά τους!». Το προαίσθημα του χωρισμού, της απώλειας, της νοσταλγίας στοιχειώνει κάθε στιγμή χαράς, την όποια εγγύτητα: «Προσεχώς κιτρινισμένη φωτογραφία/από επέκεινα δάκρυα/το χαμό πριν το θάνατό σου/Ζω» ή, πάλι: «Α, και να μην ξεχάσω, ζάχαρη πολύ/γιατί στο τέλος που η διακινδύνευση/ θα μ' έχει συνεπάρει/ κάπως θα πρέπει να γλυκάνω/ του σκότους την αλήθεια». Δεν υπάρχει πουθενά στα ποιήματα του Χουρμουζιάδη η τέλεια απογείωση. Είναι μελαγχολικό του βλέμμα του επειδή είναι σοφό. Υπάρχει η γνώση του θανάτου, αληθινού ή μεταφορικού, όπου κι η λήθη θάνατος είναι.
Τα άλλα αντώνυμα του έρωτα, πέρα απ' το γήρας, τη σήψη, τη λήθη, - η λογική.
Ρωτάς, αυτός είν' έρωτας;
Τι ν' απαντήσω άραγε.
Μίας κι έκανα επιλογή
Με βάση έλλειμμα και λογική
Αμφότερα αντώνυμα έρωτα...
Διαβάζοντας δυνατά τα ποιήματα του Χουρμουζιάδη, ακούς την προσωδία. Οι τόνοι δεν πέφτουν τυχαία, ο ρυθμός σαφής όπως στην παραπάνω, εμβληματική, θα έλεγα, στροφή. Παρηχήσεις και λεξιπαίγνια στην πρώτη γραμμή πλέκουν μια ατμόσφαιρα ειρωνικού παιγνίου, αυτοσαρκασμός και σοφιστεία δεν αφήνουν τον αναγνώστη να επαναπαυθεί σε ασφαλή νοήματα και σίγουρα συμπεράσματα. Συλλαβές που αντικαθιστούν κάποιες άλλες, λέξεις που μεταμφιέζονται με ελάχιστες αλλαγές γραμμάτων, με μέρη τους κλεισμένα σε παρενθέσεις ή ξαναειπωμένα λίγο αλλιώτικα, με ορθογραφική και νοηματική ποικιλομορφία:
«Εσένα που χαϊδευτικά αποκαλούσα φθόνο (...) Αφθονία» «μεσ-τη σιγή», «Γ(ε)ια μας πάλ(η)ι!», «Καμπύλη παρα-βολική», «και σ(')ένα σκοτάδι, σε βλέπω», «σύμπτωση πτώσης», «Αναβολή... όπως βολή», «μήνυμα ... - μνήμα»
Στο «Επίμετρο» της ποιητικής του συλλογής έχει αναμετρηθεί και μ' άλλες γλώσσες: ένα γαλλικό, ένα αγγλικό, ένα ιταλικό, τρία γερμανικά και τρία ισπανικά ποιήματα περιλαμβάνονται στον τόμο. Το γαλλικό ποίημα παίζει (μοναδικό στη συλλογή) με την ομοιοκαταληξία και διαβασμένο δυνατά σε παρασύρει σε ρυθμούς αλλοτινούς. Τα γερμανικά σε στακάτο, το «Sei umarmt!» (Ας σε αγκαλιάσουν!) τρυφερές προστακτικές, δίπλα σε ερωτηματικά, πάντα στο αγαπημένο β' ενικό πρόσωπο του ποιητικού υποκειμένου, θαυμαστικό της προσταγής, ερωτηματικό, αποσιωπητικά.
Οι άλλες γλώσσες δεν είναι σνομπισμός πολυμαθούς, γλωσσομαθούς. Ο Χουρμουζιάδης επικοινωνεί, και επικοινωνεί με τον κόσμο όλο. Αν μπορούσε θα έγραφε ποίηση και στα πορτογαλικά, στα κινέζικα, στα σουαχίλι. Έτσι περιδιαβαίνει τον κόσμο, τις γλώσσες, τις κουλτούρες με τη χαρά ενός παιδιού ανοιχτού στη ζωή, απευθύνεται στον άλλον αδιακρίτως γλώσσας. Διάλεξε ένα επάγγελμα όλο κόσμο, μέσα στον κόσμο, αλλά και στη μοναξιά, στην συνεχή αλλαγή. Ο διπλωμάτης, αν βλέπει κι ακούει με την ψυχή, αν δεν έχει αφήσει την «πολλή συνάφεια του κόσμου» «τις πολλές κινήσεις κι ομιλίες» καθώς έλεγε κι αυτός ο άλλος ποιητής, να του πάρουν τη φωνή, θα στραφεί στην ποίηση. Αυτός είναι ο κανόνας του. Και η ευκαιρία του, για έκφραση. Γνώρισα τον Στέλιο σε αυτή τη διπλωματική «πολλή συνάφεια» του κόσμου. Και αναγνώρισα αμέσως, με την πρώτη μας γνωριμία, το θάρρος ενός ανθρώπου δεκτικού στα ερεθίσματα του κόσμου, γι' αυτό κι ευάλωτου. Ο Στέλιος είναι πρόσχαρος, γελαστός, οργιαστικός, όλο χιούμορ. Διαβάζοντας την ποίησή του ανακαλύπτεις τις πληγές που με τόλμη αποκαλύπτει. Τον φόβο, την τρυφερότητα, τη μοναξιά, την αγάπη. Πρωτίστως την αγάπη για τη ζωή και τον άνθρωπο. Γυμνό, ερωτευμένο, σε συνεχή φθορά, τον άνθρωπο όχι ως στέλεχος της διπλωματικής υπηρεσίας, όχι ως καλοντυμένο εκπρόσωπο μιας χώρας, αλλά ως «στέλεχος δυνητικών απωλειών», γυμνό, χωρίς γυαλιά, χαμένο στο θολό τοπίο του έρωτα και του θανάτου.
Ο Στέλιος Χουρμουζιάδης ΔΕΝ. Δεν μιμείται, δεν κομπάζει, δεν κραυγάζει, δεν...
Ο Στέλιος Χουρμουζιάδης ΔΕΝ είναι τάχα. Δεν διανοουμενίζει. Δεν τριγυρνάει από ποιητικό φόρουμ σε ποιητικό φόρουμ, δεν μιμείται, δεν υποκρίνεται, δεν υποδύεται, δεν πασχίζει να χωθεί σε κανέναν κύκλο, σε καμιά ομάδα. Δεν ενδιαφέρεται να ανήκει, να συζητηθεί, να ενταχθεί, να δώσει στίγμα. ΔΕΝ. ΔΕΝ παριστάνει τον διανοούμενο ποιητή.
Ο Στέλιος Χουρμουζιάδης γράφει ποίηση επειδή, είναι ολοφάνερο, από αυτή την πρώτη του κιόλας τυπωμένη συλλογή ΔΕΝ μπορεί να κάνει αλλιώς. ΔΕΝ γίνεται να μην γράψει. Ο Στέλιος Χουρμουζιάδης είναι ποιητής, επειδή ΔΕΝ μπορεί αλλιώς. ΔΕΝ δύναται αλλιώς.
«Εμένα ποιος μου έκλεψε αυτή την εφηβεία;» αναρωτιέται σε ένα του ποίημα.
Κανείς δεν δύναται να σου κλέψει την εφηβεία, Στέλιο, είναι η απάντηση. Επειδή η ψυχή σου παραμένει πάντα εφηβική. Ποιητική. Τρωτή κι αγαπημένη, να μετουσιώνει την πληγή σε ποίηση. Αυτή η ποιητική συλλογή είναι μόνο η αρχή. Μακάρι να μας παρασέρνεις για χρόνια ακόμα και με άλλα ποιήματα, στα όμορφα ταξίδια της ψυχής σου.
Παρουσίαση που διαβάστηκε στην εκδήλωση για την έκδοση της συλλογής του Στέλιου Βερολίνο-Βρυξέλλες. Αθήνα: εκδ. «Περισπωμένη» 2017, στο βιβλιοπωλείο «Ιανός», στις 7.6.2016