Κι αποχαιρέτα το, το Μάαστριχτ που χάνεις

H συνθήκη ήταν απόρροια των αμοιβαίων προσποιήσεων των ηγέτιδων δυνάμεων Γαλλίας και Γερμανίας, αλλά και της πολιτικής μπλόφας του οξυδερκή Γάλλου προέδρου Φρανσουά Μιτεράν. Στην ουσία ο Μιτεράν είχε απειλήσει, με μια μπλόφα, τη Γερμανία, ότι εάν δε δεχθεί την νομισματική ενοποίηση είναι έτοιμος να θέσει σε εφαρμογή κοινό μέτωπο Γαλλίας - Βρετανίας - Σοβιετικής Ένωσης μέσω νομισματικών υποτιμήσεων ενάντια του Γερμανικού μάρκου, το οποίο είχε επικρατήσει όλη τη δεκαετία του '80 ως νόμισμα- άγκυρα όλης της Ευρώπης, αντικαθιστώντας το δολάριο.
|
Open Image Modal
inakiantonana via Getty Images

Φέτος κλείνουν 25 χρόνια από τις 7 Φεβρουαρίου 1992, ημέρα που υπογράφηκε η πιο γνωστή και συνάμα αμφιλεγόμενη συνθήκη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, της οποίας η επίσημη ονομασία είναι «Συνθήκη για την Ευρωπαϊκή Ένωση». Ωστόσο έχει μείνει στην καθομιλουμένη ως «Συνθήκη του Μάαστριχτ», καθώς υπογράφηκε στην ομώνυμη Ολλανδική πόλη της επαρχίας της Λιμβουργίας με τη πλούσια μεσαιωνική ιστορία.

Ο κύριος σκοπός της συνθήκης ήταν να αποτελέσει το θεσμικό όχημα που θα οδηγούσε την τότε Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα (Ε.Ο.Κ) στην Οικονομική ενοποίηση μέσω τριών σταδίων, τα οποία ήταν το αποτέλεσμα συνέργειας της Λειτουργικής και Διακυβερνητικής μεθόδου ολοκλήρωσης της ένωσης.

Το Πρώτο Στάδιο (1990-1993) προέβλεπε την κατάργηση των εσωτερικών φραγμών των μελών της κοινότητας. Το Δεύτερο Στάδιο (1994-1998) περιείχε την τεχνική προετοιμασία για τη δημιουργία του ενιαίου νομίσματος και τους κανόνες δημοσιονομικής πειθαρχίας. Και το Τρίτο Στάδιο (1999) ήταν ο τελικός στόχος την εισαγωγής του νέου νομίσματος.

Πέρα από τη θεσμοποίηση της ελεύθερης κίνησης των κεφαλαίων (Άρθ. 73β) και της υιοθέτησης της αρχής της οικονομίας της ανοιχτής αγοράς (Άρθ. 102α) οι κύριες θεσμικές καινοτομίες που εισήχθησαν με την νέα Συνθήκη σε νομοθετικό επίπεδο ήταν η Διαδικασία της Συναπόφασης η οποία ορίζει την από κοινού έκδοση νομοθετικών πράξεων από το Συμβούλιο και το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, σήμερα πιο ισχυρή και γνωστή ως Συνήθη Νομοθετική Διαδικασία. Και στο επίπεδο της Οικονομικής Διακυβέρνησης, τους θεμελιώδεις κανόνες της Σταθερότητας των Τιμών και της Αποφυγής Υπερβολικών Ελλειμμάτων οι οποίες θα προετοίμαζαν τα κράτη μέλη για τη υιοθέτηση του κοινού νομίσματος.

H συνθήκη ήταν απόρροια των αμοιβαίων προσποιήσεων των ηγέτιδων δυνάμεων Γαλλίας και Γερμανίας αλλά και της πολιτικής μπλόφας του οξυδερκή Γάλλου προέδρου Φρανσουά Μιτεράν.

Στην ουσία ο Μιτεράν είχε απειλήσει, με μια μπλόφα, τη Γερμανία, ότι εάν δε δεχθεί την νομισματική ενοποίηση είναι έτοιμος να θέσει σε εφαρμογή κοινό μέτωπο Γαλλίας - Βρετανίας - Σοβιετικής Ένωσης μέσω νομισματικών υποτιμήσεων ενάντια του Γερμανικού μάρκου, το οποίο είχε επικρατήσει όλη τη δεκαετία του '80 ως νόμισμα άγκυρα όλης της Ευρώπης αντικαθιστώντας το δολάριο. Με τη σειρά του εννοείται και ο Γερμανός Καγκελάριος Χέλμουτ Κολ έθεσε τους όρους του. Την επανένωση της Γερμανίας, τη δογματική σταθερότητα των τιμών και τον έλεγχο της νομισματικής πολιτικής συστήνοντας λίγο αργότερα την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα στα πρότυπα της Bundesbank.

Υπό αυτές τις συνθήκες ο Γερμανός καγκελάριος θυσίασε το Μάρκο με αντάλλαγμα τη Γερμανική ενοποίηση.

Με την ανακοίνωση της συνδιάσκεψης στο Μάαστριχτ, ο μέχρι τότε μεγάλος πολέμιος της γερμανικής ενοποίησης Φρανσουά Μιτεράν, έδωσε την υποστήριξη του στο εγχείρημα επανένωσης της Γερμανίας. Το ίδιο το κείμενο της συνθήκης το επεξεργάστηκε επιτροπή με επικεφαλής τον Ζακ Ντελόρ.

Με έναρξη τα ανωτέρω γεγονότα, η ιστορία συνεχώς επαναλαμβάνεται καθώς η πορεία της Ευρωπαϊκής Ενοποίησης προχώρησε στο πέρασμα των χρόνων με τις ίδιες αμοιβαίες προσποιήσεις. Η Γερμανία προσπαθεί συνεχώς να κρύβει τη δύναμη της, προσποιούμενη ότι είναι ίση μεταξύ ίσων, και η Γαλλία ότι αποτελεί μια δύναμη στο Ευρωπαϊκό πεδίο, γεγονός που δεν ισχύει. Ωστόσο σήμερα λείπει πολύ έντονα από τη Γαλλική πολιτική σκηνή η οξυδέρκεια ενός Μιτεράν και ενός Ντελόρ που θα μπορούσε να μετριάσει τη Γερμανική προέλαση.

Ωστόσο η Συνθήκη του Μάαστριχτ ήταν μια συνέργεια της νεολειτουργικής και της διακυβερνητική μεθόδου ενοποίησης.

Η νομισματική πολιτική είχε νεολειτουργικά στοιχεία και υπερεθνικά χαρακτηριστικά ενώ η οικονομική πολιτική διακυβερνητικά στοιχεία και υπό τη σκέπη των κρατών μελών με την προσθήκη του συντονισμού. Η πορεία ολοκλήρωσης με αυτόν τον τρόπο έδειχνε ότι μπορεί να επιτύχει ως ένα βαθμό παρά τις γνωστές παθογένειες της ένωσης και της ίδιας της Συνθήκης.

Σήμερα, με την επικράτηση του διακυβερνητισμού φτάνουμε σε αυτό που ονοματίζει ο Mark Leonard, ασύμμετρη ολοκλήρωση μέσω διακυβερνητικών διαδικασιών.

Οι πασιφανείς παρεμβάσεις στην Ε.Κ.Τ. και ο πολιτικός ρόλος που πολλές φόρες λαμβάνει, οι ελεγχόμενοι μηχανισμοί από τη Γερμανική πολιτική και του δορυφόρους της όπως ο EFSF και ο ESM, οι διμερείς συναντήσεις της Μέρκελ με τον εκάστοτε Γάλλο Προέδρο, η πρωτοκαθεδρία του Συμβουλίου των Αρχηγών Κρατών και η δύναμη που απέκτησε ένα μη θεσμοποιημένο όργανο της ένωσης όπως το Eurogroup δείχνουν τη ροπή της ευρωπαϊκής «από-ενοποίησης». Η Γερμανία προσποιούμενη ότι είναι ίση μεταξύ ίσων κινεί τα νήματα σε όλες τις ανωτέρω διεργασίες διαφεντεύοντας την Ευρώπη. Έχουμε τη μετατροπή της διαδικασίας ενοποίησης της Ευρώπης σε μια διαδικασία υπερίσχυσης της ηγέτιδας δύναμης, που είναι η Γερμανία, έναντι των λοιπών κρατών μελών.

Ορμώμενος από τον τίτλο και με την απόλυτο σεβασμό παραποίηση του Καβαφικού ποιήματος «Απολείπειν ο Θεός Αντώνιον», θα πρέπει στο πεδίο της Ευρωπαϊκής Ενοποίησης να αποδεχτούμε ότι ήρθε η στιγμή της ευρύτερης παραδοχής ότι το εγχείρημα απέτυχε. Όπως ο Αντώνιος χαιρετά την Αλεξάνδρεια που χάνει (ό,τι δηλαδή απέκτησε με κόπο στη ζωή του), έτσι και τα κράτη μέλη της Ευρώπης να αποχαιρετήσουν τη συνέργεια που επέτυχαν με τη Συνθήκη του Μάαστριχτ για την ενοποίηση της Ευρώπης των λαών, ακριβώς 25 χρόνια μετά.