Η Διοίκηση λειτουργεί με κανόνες συνταγματικούς και νομοθετημένους. Αυτοί είναι προϊόντα συμφωνίας κράτους - πολίτη με βάση τη θεωρία του κοινωνικού συμβολαίου. Η νομοθεσία προβλέπει τις διοικητικές διαδικασίες και τον προορισμό της εργασίας του δημοσίου υπαλλήλου. Ποιος είναι, όμως, ο δημόσιος υπάλληλος κατά το Σύνταγμα της χώρας μας; Σύμφωνα με το άρθρο 103 παρ. 1 του Συντάγματος «οι δημόσιοι υπάλληλοι είναι εκτελεστές της θέλησης του Κράτους και υπηρετούν το Λαό, οφείλουν πίστη στο Σύνταγμα και αφοσίωση στην Πατρίδα. Τα προσόντα και ο τρόπος διορισμού τους ορίζονται από το νόμο». Η κάθετη αυτή πρόβλεψη σημαίνει ότι δε δύναται υπάλληλος να κρίνει ειδικά όμοιες περιπτώσεις ή να οδηγηθεί σε αποφάσεις μη έχοντας ως γνώμονα το δημόσιο συμφέρον, αλλά προσωπικές κρίσεις.
Πολλοί θεωρούν ότι η διοίκηση στην Ελλάδα πάσχει όντας σε ανίατη κατάσταση. Δεν είναι ακριβώς έτσι. Αυτό συμβαίνει όσο ανεχόμαστε πρακτικές και δομές που έρχονται σε αντίθεση με βασικές αρχές και θεμελιώδεις αξίες της κοινωνίας μας. Η βάση του πολιτεύματός μας είναι η λαϊκή κυριαρχία. Η διοίκηση διοικεί στο όνομα του λαού και ο υπάλληλος υπηρετεί το λαό. Οποιαδήποτε παρέκκλιση συνιστά παραβίαση συνταγματικού κανόνα. Το Σύνταγμα άλλωστε δεν είναι τίποτε άλλο από μία χάρτα δικαιωμάτων και προβλέψεων σε πολιτειακό επίπεδο που δίχως αυτές δεν μπορεί να νοηθεί καλώς οργανωμένη κοινωνία. Το δημοκρατικό στοιχείο έρχεται να επιβεβαιώσει την παραδοχή αυτή. Κρατεί ο δήμος, οι πολλοί όχι οι ολίγοι. Η εξυπηρέτηση σε μία δημόσια υπηρεσία δεν είναι αντικείμενο συναλλαγής ούτε συμβιβασμού και διαπραγμάτευσης. Πρέπει να εξυπηρετεί. Αυτός είναι ο προορισμός της.
Γιατί όμως ακόμα και 7 συναπτά έτη μετά το σφοδρό «χτύπημα» της κρίσης υπάρχει ιδιοτέλεια στη διοίκηση; Δε μιλάμε για διαφθορά και κακοδιοίκηση. Μιλάμε για ιδιοτέλεια που φθάνει στην άρνηση εξυπηρέτησης. Όσο πιο αδύναμος είσαι, όσο λιγότερη πειθώ, όσο τελικά λιγότερο εκτόπισμα ή προσβάσεις έχεις τόσο πιο δύσκολο καθίσταται να διεκπεραιώσεις ακόμα και βασικές δουλειές σαν πολίτης ακόμα και σα δικηγόρος που εκπροσωπεί πολίτη. Επανειλημμένα παρατηρείται το φαινόμενο της άρνησης εξυπηρέτησης. Και δεν είναι η κλασσική περίπτωση της ελλείψεως εγγράφων. Είναι αυτό που λέει ο θυμόσοφος λαός μας «αν δε θέλει δε θα το κάνει». Δηλαδή ένας υπάλληλος ή μια υπηρεσία εν συνόλω κρίνει αν θα εξυπηρετήσει με συναισθηματικά κριτήρια ή με κριτήρια επιλογής που ισχύουν στον ιδιωτικό τομέα. Είναι μια εγγενής παθογένεια που πρέπει να αλλάξει.
Γιατί όμως ακόμα και 7 συναπτά έτη μετά το σφοδρό «χτύπημα» της κρίσης υπάρχει ιδιοτέλεια στη διοίκηση;
Ο χαρακτήρας και η ποιότητα του δημοσίου υπαλλήλου είναι στοιχεία που πρέπει να κρίνονται σε τακτά χρονικά διαστήματα. Τα τυπικά προσόντα δεν αναιρούν την κακώς νοούμενη ευχέρεια στην κρίση. Στο πλαίσιο της ορθής διακριτικής ευχέρειας που διέπει τη δράση της διοίκησης, η Διοίκηση πρέπει να εφαρμόζει εκείνα τα μέτρα που έχουν το μικρότερο δυνατό κόστος για τον πολίτη και κατ' επέκταση και για το Δημόσιο. Τα μοντέλα διοίκησης (κανονιστικό και επιχειρησιακό) δεν έχουν νόημα χωρίς την προσήλωση στον ανθρώπινο παράγοντα και το κράτος δικαίου.