Ενεργειακή ασφάλεια, ανανεώσιμες πηγές και το «παζλ» της Ευρώπης

Τα παραπάνω εύλογα θέτουν επί τάπητος κρίσιμα ερωτήματα: α) γιατί η ΕΕ δεν έχει καταφέρει να συντονίσει και σε αυτό το ζήτημα, της ενέργειας και των ανανεώσιμων πηγών τα κράτη μέλη σε ένα εφικτό στόχο β) είναι εφικτή η συμπόρευση σε μια Ευρώπη, η οποία αναπτύσσει άλλες δυναμικές και προοπτικές μεταξύ χωρών και περιφερειών γ) και αν δούμε τη δική μας περίπτωση, την Ελλάδα, γιατί εμείς μια χώρα με ήλιο, θάλασσα, δεν καταφέραμε να υλοποιήσουμε μια μακροπρόθεσμη στρατηγική ούτε σε αυτόν τον τομέα.
|
Open Image Modal
Michaela Rehle / Reuters

Παρακολουθώντας την ευρύτερη συζήτηση για την αναγκαιότητα μετάβασης στην αειφόρο ανάπτυξη και την πράσινη οικονομία, αναρωτήθηκα πολλές φορές σχετικά με τη δυνατότητα να υιοθετήσουμε μια κοινή ατζέντα στην Eυρωπαϊκή Ένωση, ενιαία για όλους τους πολίτες σε καίρια ζητήματα όπως αυτό της ενεργειακής πολιτικής.

Ας ξεκινήσουμε ωστόσο από ένα παράδειγμα και ειδικότερα από το παράδειγμα της Δανίας. Η Δανία πρωταγωνιστεί στην μετάβαση στην πράσινη οικονομία με συγκεκριμένη μακροπρόθεσμη στρατηγική, η οποία ξεκίνησε τη δεκαετία του 1970 και στοχεύει να φτάσει το 2035 στο 100% της παραγωγής της σε ηλεκτρική ενέργεια από ανανεώσιμες πηγές και έως το 2050 να απεξαρτηθεί εντελώς από τα ορυκτά καύσιμα.

Σημειώνεται ότι η Δανία έχει πληθυσμό περίπου 5.700.000 κατοίκους, είναι μια επίπεδη σχεδόν χώρα, αφού το υψηλότερο σημείο είναι τα 150 μέτρα πάνω από την επιφάνεια της θάλασσας και όμως επένδυσε στη «δύναμη του ανέμου», του δικού της συγκριτικού της πλεονεκτήματος.

Τα αιολικά πάρκα της Δανίας, και κυρίως τα τεράστια υπεράκτια αιολικά πάρκα, τα οποία οργανώθηκαν εδώ και δεκαετίες (το πρώτο το 1991), καθώς και οι ανεμογεννήτριες παράγουν από 110% έως 140% των αναγκών σε ηλεκτρικό ρεύμα της χώρας. Επομένως δεν είναι παράλογο ότι η Δανία το 2015 κατάφερε να επιτύχει παγκόσμιο ρεκόρ στην παράγωγη ηλεκτρισμού από ανεμογεννήτριες!

Χτίζοντας συναινέσεις και πιστεύοντας έμπρακτα στην υποστήριξη της εθνικής ενεργειακής πολιτικής για τη χώρα και της περιβαλλοντικής προστασίας, χωρίς εθνικιστικές κορώνες ή αφορισμούς, οι Δανοί οργάνωσαν και υιοθέτησαν μια ενιαία εθνική ενεργειακή στρατηγική συμφωνώντας σε μακροπρόθεσμους στόχους.

Η συγκεκριμένη στρατηγική δεν έγινε αυτόματα, αλλά με συνεννοήσεις, επαναδιαπραγματεύσεις με τον πολιτικό, επιχειρηματικό κόσμο, την κοινωνία πολιτών και σεβόμενοι τους θεσμούς. Προφανώς δεν έλλειψαν οι διαφωνίες, χωρίς ωστόσο διχαστικές λογικές, αλλά με σεβασμό στη δημοκρατία και με προσήλωση στο στόχο της εθνικής ανάτασης και ενδυνάμωσης.

Η Ευρωπαϊκή Ένωση έχει θέσει ως στόχο την κάλυψη του 27% των ενεργειακών αναγκών των κρατών μελών από ανανεώσιμες πηγές έως το 2030. Η απόκλιση μεταξύ των χωρών της ΕΕ είναι μεγάλη. Συγκεκριμένα οι σκανδιναβικές χώρες επιτυγχάνουν πάνω από το στόχο του 27%, δηλαδή περίπου 30%, ενώ χώρες όπως η Ιρλανδία, Βρετανία μόνο 5-8%, με την Ελλάδα να βρίσκεται κάπου στο μέσον με 15.5%.

Τα παραπάνω εύλογα θέτουν επί τάπητος κρίσιμα ερωτήματα: α) γιατί η ΕΕ δεν έχει καταφέρει να συντονίσει και σε αυτό το ζήτημα, της ενέργειας και των ανανεώσιμων πηγών τα κράτη μέλη σε ένα εφικτό στόχο β) είναι εφικτή η συμπόρευση σε μια Ευρώπη, η οποία αναπτύσσει άλλες δυναμικές και προοπτικές μεταξύ χωρών και περιφερειών γ) και αν δούμε τη δική μας περίπτωση, την Ελλάδα, γιατί εμείς μια χώρα με ήλιο, θάλασσα, δεν καταφέραμε να υλοποιήσουμε μια μακροπρόθεσμη στρατηγική ούτε σε αυτόν τον τομέα.

Απόλυτη ευκαιρία της Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι να υιοθετηθεί στον τομέα του περιβάλλοντος και της ανάπτυξης μια ριζοσπαστική, ευρωπαϊκή ατζέντα με πολιτικές που σχετίζονται με την εφαρμογή της συμφωνίας του Παρισιού για την κλιματική αλλαγή (COP21) και το στόχο της συγκράτησης κάτω από 1,5 βαθμό στην αύξηση της θερμοκρασίας.

Η μετάβαση σε μια οικονομία χαμηλών εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα με στόχο την βιώσιμη αειφόρο ανάπτυξη είναι μια συλλογική πρόκληση για προσέλκυση επενδύσεων, για αντιμετώπιση της φτώχειας και για ίσες ευκαιρίες σε όλες και όλους, με στόχο την ενίσχυση της επιχειρηματικότητας, της καινοτομίας και των πράσινων θέσεων εργασίας.

Παράλληλα με τη μετάβαση στις ανανεώσιμες πηγές εξακολουθούν να είναι στη συζήτηση ζητήματα όπως αυτά της ενεργειακής φτώχειας και της ενεργειακής δημοκρατίας. Ζητήματα που αφορούν στην ισότιμη πρόσβαση σε ενέργεια από τους καταναλωτές -είτε είναι χώρες είτε ιδιώτες- των διόδων μεταφοράς της και βέβαια στην επιλογή των στρατηγικών χωρών-εταίρων για την επίτευξη βέλτιστων συμφωνιών για τη διαμορφούμενη τιμή αγοράς-πώλησης.

Σε αυτό το πλαίσιο, απαραίτητη είναι η ολιστική προσέγγιση και οπτική με βασικούς άξονες την αποτελεσματική και συνεκτική συγκρότηση του θεσμικού και νομοθετικού πλαισίου για τη διεθνή και περιφερειακή συνεργασία και κατά προέκταση της ενίσχυση της περιβαλλοντικής διακυβέρνησης.

Απαίτηση είναι η επίτευξη νέων περιβαλλοντικών και ενεργειακών συμφωνιών, ανάμεσα στην ΕΕ και στους «γείτονες» για περισσότερες εναλλακτικές πηγές/διόδους ενέργειας, καθώς και η ενίσχυση της τεχνογνωσίας και της μετάδοσής της μεταξύ των χωρών.

Η ενεργειακή αυτονόμηση της Ευρωπαϊκής Ένωσης σε ένα ρευστό γεωπολιτικό περιβάλλον δεν είναι αυτονόητη. Απασχολεί όλο και περισσότερο τις κυβερνήσεις και την ηγεσία της Ένωσης ώστε να δημιουργηθεί ένα ισχυρό πλαίσιο συμφωνιών και ένα ανθεκτικό δίκτυ για την ενεργειακή ασφάλεια των πολιτών και του παραγωγικού ιστού για το παρόν και το μέλλον.