Σ' αυτόν τον τόπο οι ιστορικές στρεβλώσεις είναι τόσες πολλές και τόσο καλά δομημένες, που όποιος θελήσει να προσεγγίσει την αλήθεια θα πρέπει να το πράξει μόνος του και ίσως με κόπο πολύ. Δυστυχώς. Η επίσημη ιστορία που διδάσκεται σε όλα τα επίπεδα της εκπαίδευσης, όχι μόνο δεν μας βοηθάει να ερμηνεύσομε τον εαυτό μας και να κατανοήσομε τους γύρω μας, αλλά απεναντίας συσκοτίζει και παραμορφώνει κάθε αλήθεια αναιρώντας την προοπτική. Πρέπει ο καθένας μόνος του «να έρθει και να δει». Πρέπει ο καθένας μόνος του να ψηλαφήσει τους τύπους των ήλων. Πρέπει ο καθένας μόνος του να φύγει από τα δεδομένα και τα πλαίσια του συστήματος. Και αφού κατανοήσει την ιστορία και την παράδοση που φέρει πάνω του, να την αποκαθάρει, να την εκφράσει με σύγχρονους όρους, και να δημιουργήσει νέα παράδοση. Παράδοση η οποία, αφού περάσει το φίλτρο και τις εξετάσεις της χρόνου, θα αποδοθεί ως φως στις επόμενες γενιές.
Ολοκλήρωσα τις εγκύκλιες σπουδές μου στα μέσα της δεκαετίας του '80 και ήμουν άριστος μαθητής. Με άλλα λόγια ήμουν το καλύτερο δυνατόν αποτέλεσμα του εκπαιδευτικού συστήματος, το αποτέλεσμα το οποίο είχαν σχεδιάσει και αυτό το οποίο στόχευαν να πετύχουν οι διαμορφωτές του εκπαιδευτικού συστήματος. Πέρασαν όμως πολλά χρόνια ώσπου να καταλάβω εγώ ο ίδιος, ότι αυτό το οποίο ήμουν δεν είχε μεγάλη (για να μην πω καμία) σχέση με την παράδοση, με τους κεντρικούς άξονες, με την ψυχή εντέλει αυτού του λαού και αυτού του τόπου.
«Οσφραινόμουν» ότι κάτι δεν πήγαινε καλά, αλλά δεν μπορούσα να αντιληφθώ τι ακριβώς. Έβλεπα και «διαισθανόμουν» τις συνεχείς συγκρούσεις του πολιτισμού της οικογένειάς μου και του λαού μου από τη μια μεριά, με τον κυριαρχούντα και προβαλλόμενο από την άλλη, πολιτισμό της εκπαίδευσης, της τηλεόρασης, της «κοινωνίας», της αγοράς και δεν μπορούσα να ερμηνεύσω. Βασανιζόμουν και γονάτιζα από τις εσωτερικές πολιτισμικές αντιφάσεις μου αλλά και από τις ανακλώμενες σε εντωβάθει προσωπικό επίπεδο ανηλεείς συγκρούσεις των συλλογικών μας αδιεξόδων και πελαγοδρομούσα.
Δυστυχώς ή ευτυχώς ως λαός είμαστε όλοι φορείς μιας τραγικότητας αιώνων κυρίως προερχόμενης από την αδυναμία ξεκάθαρης οριοθέτησης και διασάφησης της ταυτότητάς μας. Τραγικότητα, στην οποία αν δεν δώσουμε ξεκάθαρες λύσεις και στέρεες απαντήσεις, οδηγούμαστε προσωπικώς και συλλογικώς στο μηδενισμό και στην αποσύνθεση. Ερχόμαστε από πολύ μακριά. Και εάν δεν καταλάβουμε την αξία και τη σημασία όλων αυτών που έχουν αποθησαυριστεί στις αποσκευές μας, το βάρος τους όχι απλώς μόνο θα μάς καθηλώσει, αλλά θα μάς καταποντίσει πλήρως. Και δυστυχώς η εκπαίδευσή μας δεν μάς βοηθάει προς μια τέτοια κατεύθυνση.
Δεν ξέρω πόσο και τι διάβαζαν οι άλλοι κατά τη δεκαετία του '80. Μπορεί Moto και Πασκάλ Μπρικνέρ να μην διάβασα, όμως διάβαζα πολύ και πολλά. Και τα διάβαζα όχι για να τα σχολιάζω πίνοντας καφέ με τους αριστεροδεξιούς φίλους μου στα φοιτητοκαφενεία, ούτε για να αποκτήσω «εφόδια» και να τα εξαργυρώσω στην κομματική μου ανέλιξη. Διάβαζα γιατί ήθελα να μάθω, γιατί ήθελα να ερμηνεύσω τον κόσμο, γιατί ήθελα να ερμηνεύσω τον εαυτό μου. Φιλοσοφία, πολιτική, οικονομία, ιστορία. Μόνο θεολογία δεν διάβαζα. Δεν ήταν in. Μήπως είχε κάτι να μου προσφέρει; Κάποια ίσως λίγα βιβλία «νεορθοδόξων» και αυτά πιο πολύ για τους περίεργους τίτλους, τη γλώσσα, και το δηκτικό τους ύφος. Και μετά ανατολικές θρησκείες. Κινδύνευσε η ισορροπία μου. Έφυγα νωρίς. Αδιέξοδο.
Τα πράγματα ήρθαν έτσι και ανέβηκα για μια περίοδο στην Αθήνα. Βρέθηκα στο χώρο μιας ζώσας Ορθόδοξης ενορίας με ιερέα έναν γνήσιο Ρωμηό Κωνσταντινοπολίτη. Βίωσα και μπόρεσα να δω την τεράστια μεταμορφωτική δύναμη που μπορεί να έχει μια τέτοια κοινότητα μέσα στον κόσμο. Η παράδοση βιωμένη και βιούμενη. Στις μέρες μου. Η ζωή του Γένους μου στο φως της κάθε μέρας. Έπρεπε να βρω και άλλα ερμηνευτικά κλειδιά. Μελέτησα όσο μπορούσα για την πατερική μας παράδοση, αλλά και για την παράδοση του δικού μας γένους, τη ρωμαίικη παράδοσή μας. Και άρχισα να καταλαβαίνω τους προβληματισμούς και τις απαντήσεις, τα εμπόδια και τις λύσεις, τις αγωνίες και τις χαρές, τα λάθη και τα θαυμάσια των δικών μου προγόνων, του δικού μου γένους. Και άρχισα να καταλαβαίνω σιγά σιγά τον ίδιο μου τον εαυτό.
Σταθμός καθοριστικός στη διάκριση των πραγμάτων στάθηκε για μένα η «Ρωμηοσύνη» του αειμνήστου καθηγητού π. Ιωάννου Ρωμανίδη. Οφείλουμε πολλά στον αείμνηστο πατέρα. Μάς άνοιξε τους οφθαλμούς του πνεύματος και μάς αποκάλυψε έναν πλούτο εμπειριών του ιστορικού μας σώματος εν πολλοίς ξεχασμένο και πολλαπλώς παραποιημένο. Μάς μίλησε για τη ρωμηοσύνη, το ρωμαίικο, με τη έννοια της υπερεθνικής, ελεύθερης, θεοκεντρικής (και όχι θεοκρατικής) Ενθέου Πολιτείας, η οποία πορεύεται θεσπισμένα και συλλογικά ως Σώμα και συνδιαμορφώνει μαζί με τον Θεό την πραγματικότητα του κόσμου και της ιστορίας. Και περαιτέρω μάς έδωσε τη δυνατότητα να αντιληφθούμε ότι η ρωμηοσύνη είναι ένας πολιτισμός και ένας τρόπος του ζην, ο οποίος αποτελεί σωτηριώδη πρόταση για την κάθε εποχή και αφορά όλη την ανθρωπότητα και όλη την ιστορία. Κατεξοχήν δε αφορά τη σημερινή εποχή και ειδικά εμάς, οι οποίοι είμαστε οι κύριοι φορείς και συνεχιστές αυτού του πολιτισμού.
Και μετά τον π. Ρωμανίδη οι επίγονοι και συνεχιστές του, ο Σεβ. Ναυπάκτου Ιερόθεος, ο π. Γεώργιος Μεταλληνός, ο π. Κωνσταντίνος Στρατηγόπουλος, ο κ. Αναστάσιος Φιλιππίδης και αρκετοί άλλοι. Κάθε ομιλία τους άλλη μια πνοή, κάθε τους βιβλίο άλλη μια ψηφίδα στην ανάδειξη της γνήσιας ρωμαίκης ταυτότητάς μας.
Τα χρόνια πέρασαν· οι καιροί πιο δύσκολοι· και η ανάγκη να δοθούν απαντήσεις σε προσωπικό και συλλογικό επίπεδο είναι μεγαλύτερη. Όμως τα πράγματα έχουν ξεκαθαρίσει πιο πολύ. Και η γνώση υπάρχει και η εμπειρία διαχέεται από τις πολλές μικρές εστίες μέσα στον κόσμο. Η Χάρις υπερπερισσεύει. Όποιος το επιθυμήσει, θα αναζητήσει και θα βρει απαντήσεις. Οι δρόμοι υπάρχουν· οι πύλες είναι ανοικτές και όλοι κλητοί και προσκεκλημένοι.