Γιατί θέλουμε τόσο πολύ να αλλάξουμε;

Γιατί θέλουμε όλοι τόσο πολύ να αλλάξουμε; Ή μήπως δεν είμαστε όλοι που θέλουμε να αλλάξουμε; Όταν ξεκίνησα να σπουδάζω ψυχολογία, αυτή η ερώτηση βασάνιζε το μυαλό μου και έψαχνε για άμεση απάντηση πριν συνεχίσω. Λες και στεκόμουν στην πόρτα του πανεπιστημίου και τους είπα «απαντήστε μου αυτό για να μπω και να ξεκινήσω». Η απάντηση που πήρα στην αρχή, ήταν ότι αλλαγή επιζητούμε όταν δεν μπορούμε να λειτουργήσουμε στη δουλειά, στις δραστηριότητές μας και στην αγάπη.
|
Open Image Modal
Gary Hershorn via Getty Images

Γιατί θέλουμε όλοι τόσο πολύ να αλλάξουμε; Ή μήπως δεν είμαστε όλοι που θέλουμε να αλλάξουμε; Όταν ξεκίνησα να σπουδάζω ψυχολογία, αυτή η ερώτηση βασάνιζε το μυαλό μου και έψαχνε για άμεση απάντηση πριν συνεχίσω. Λες και στεκόμουν στην πόρτα του πανεπιστημίου και τους είπα «απαντήστε μου αυτό για να μπω και να ξεκινήσω».

Η απάντηση που πήρα στην αρχή, ήταν ότι αλλαγή επιζητούμε όταν δεν μπορούμε να λειτουργήσουμε στη δουλειά, στις δραστηριότητές μας και στην αγάπη. Λες και αυτοί οι τομείς χτίζουν το τρίπτυχο της επιτυχίας. Όταν αντιμετωπίζεις δυσκολίες, μου είπαν, θέλεις αλλαγή.

Άρα έχουμε όλοι προβλήματα- είπα. Επειδή δεν νομίζω ότι έχω γνωρίσει κάποιον τα τελευταία έξι χρόνια τουλάχιστον που να μην ζητάει την αλλαγή, το καινούριο, την ελπίδα, την ανανέωση. Και αυτό το θεωρώ ευτυχή συγκυρία: το ότι δεν έχουν βρεθεί στον δρόμο μου άνθρωποι ολοκληρωτικά άκαμπτοι και ακίνητοι. Κάτι έχουν τα προβλήματα που μας καθιστούν όλους λίγο πιο ανθρώπινους, λίγο πιο «αναπνέοντες», με υπόσταση και αίμα να ανεβοκατεβαίνει στο σώμα μας την ώρα που εμείς διασχίζουμε τις ημέρες μας στην ευθεία.

Είχε πει ο Γιάλομ κάτι υπέροχο για την ψυχοθεραπεία: ότι όταν ξεκινάνε οι άνθρωποι να διερευνούν τα προβλήματά τους, συνειδητοποιούν ότι τα πράγματα για τα οποία οι ίδιοι ανησυχούν, είναι αυτά για τα οποία όλοι ανησυχούν. Και τότε έρχεται ένα αίσθημα, σαν να σου λέει κάποιος «καλωσόρισες στο ανθρώπινο είδος».

Και είναι αλήθεια. Όταν ρωτήσεις κάποιον να σου πει τις εμπειρίες του βίου του, θα ξεκινήσει από τομείς στους οποίους μοιάζετε αλλά θα προσέξει να μην βουτήξει πιο βαθιά. Θα σου πει για το Κολλέγιο Ψυχικού όπου πηγαίνατε μαζί, για τους κοινούς σας καθηγητές, για τα ταξίδια του στη Νέα Υόρκη, ή στην Κομοτηνή, για την οικονομική κρίση, για τα δρομολόγια του μετρό, για τον Αλέξη Τσίπρα, για την Ακρόπολη και τη Μελίνα Μερκούρη. Και αφού καλύψει τα κοινά, θα κάνει μια παύση και θα πει κάτι λες και κλείνει τη συζήτηση αλλά αφήνοντας και μια πιθανότητα προθυμίας να συνεχίσει: επειδή όλοι έχουμε ανάγκη να συνεχίσουμε. Λες και ψάχνουμε τους δικούς μας ανθρώπους.

Και τότε θα σου πει κάτι σαν «άσε το τι έχω τραβήξει». «Είναι μεγάλη ιστορία». «Έχω τα δικά μου». «Είναι περίεργα τα πράγματα». Εάν δεν σταματήσει εκεί, θα θεωρήσεις κι εσύ ότι έχει κολλήσει κάποια εξωτική ασθένεια που τον απαγάγει κάθε απόγευμα στις επτά ακριβώς και τον οδηγεί με ένα διαστημόπλοιο προς το σύμπαν μα σταματά στη μέση του ουρανού, ρίχνει μια ανεμόσκαλα και τον αφήνει εντέλει σε μια νησίδα στη μέση του Ατλαντικού από όπου θα περάσει να τον πάρει στις 23:00 και όπου διαπραγματεύεται με τις ζέβρες ποιος θα πλύνει τα πιάτα. Μην γελάς. Όλοι όταν μιλάμε για τον εαυτό μας, τέτοια εντύπωση δίνουμε στους άλλους: ότι δεν υπάρχει τίποτε το κοινότοπο, τίποτε το επάνω μας.

Ίσως να είναι η ηλικία, ίσως να είναι η κρίση, ίσως να είναι ότι το Netflix και το Facebook και το Instagram σου δείχνουν ακριβώς ό,τι σε ενδιαφέρει μέσω των ρυθμίσεων και σπανίως κάτι καινούριο, αλλά όλοι με πείθουν ότι θέλουν - πιο πολύ από όλα - να αλλάξουν.

Και το σκέφτηκα. Είναι λες και είμαστε αλλεργικοί στο να μένουμε οι ίδιοι. Λες και φοβόμαστε να πούμε: αυτός είμαι. Την προηγούμενη κιόλας εβδομάδα έγραψα εδώ ένα άρθρο με τίτλο «Πώς το να ξέρεις ποιος είσαι σου κάνει κακό». Επομένως δεν λέω να μείνουμε οι ίδιοι. Να γίνουμε άκαμπτοι και μονοδιάστατοι και ατσάλινοι και άθραυστοι. Όχι. Δεν ανησυχώ όμως. Επειδή το να διαβάζεις αυτό το άρθρο σημαίνει ότι είσαι από τους ανθρώπους που τους ενδιαφέρει η αλλαγή. Και δεν νομίζω ότι αυτή η τάση απαλείφεται εντελώς. Αυτή είναι δική μου γνώμη - δεν την μάθαμε στο πανεπιστήμιο.

Λες και φοβόμαστε να πούμε: αυτός είμαι. Επειδή όταν πεις «αυτή είναι» για μια πολυθρόνα που θα δεις στο ΙΚΕΑ, αυτό σημαίνει ότι θα γράψεις τα στοιχεία της, θα την αναζητήσεις στον κάτω όροφο, θα την φορτώσεις στο αυτοκίνητό σου, θα τη συναρμολογήσεις και θα την τοποθετήσεις στο δωμάτιό σου. Αυτή είναι και αυτή θα είναι εκεί για καιρό.

Αντίθετα με τα έπιπλα ωστόσο, το να διαλέγεις εαυτό με σιγουριά σημαίνει και πάλι ότι τον πακετάρεις και τον φέρνεις μαζί σου στο σπίτι. Και μόλις τον στήσεις εκεί στη μέση, αντί να συνεχίσεις την ημέρα σου, νιώθεις σε εγρήγορση. Λες και είσαι υποχρεωμένος να κάνεις κύκλους γύρω του, να τον κοιτάξεις από την κορυφή ως τα νύχια, να ελέγξεις το βλέμμα, το ύψος και τη συνείδησή του. Να τραβήξεις τα μαλλιά του, να τεντώσεις τα χέρια του και να του δώσεις εντολή να σταθεί στις μύτες για να δεις πόσο χώρο μπορεί να πιάσει. Λες και πρέπει να τον ελέγξεις για να αποφασίσεις τι θέλει αλλαγή.

Γιατί; Ίσως επειδή αλλαγή σημαίνει ζωή και ελπίδα και μέλλον. Εάν έχεις ύψος 1,80, ξέρεις ότι μπορείς να αγοράσεις τακούνια για να φτάσεις το 1.92 σε περίπτωση που θελήσεις να ψιθυρίσεις κάτι στο αυτί κάποιου που είναι 1,98. Εάν μιλάς πολύ γρήγορα, ξέρεις ότι μπορείς να κάνεις μαθήματα τιθάσευσης των ρυθμών σου και να ακούγεσαι πιο ήπιος. Ίσως επειδή μόλις διαλέξεις εαυτό και πεις «αυτός είμαι», έρχεται ένα ερωτηματικό μαζί με ένα κύμα απογοήτευσης να χωρέσει ανάμεσα στα εισαγωγικά: «αυτός είμαι;». Αυτό ήταν όλο; Τόση αναζήτηση, τόση προσπάθεια, τόσα χρόνια, τόσες αντιστάσεις και έφτασα; Αυτό ήταν;

Όχι. Δεν έφτασες. Στο λέω και εμπιστεύσου με. Έτσι απλά. Θυμήσου μόνο ένα πράγμα για να μην αγωνιάς τόσο: την πολυθρόνα. Την αγόρασες το 2007 και ήταν άσπρη. Την είχες στην άκρη του δωματίου, δίπλα στον καθρέφτη. Μετά την έκανες καρέκλα γραφείου. Μετά την φόρτωσες με μαξιλάρια και έναν ιπποπόταμο που αγόρασες από τη Disneyland. Μετά πέταξες τα μαξιλάρια για να μοιάζεις πιο μεγάλος. Μετά έχτισες πάνω της βουνά από βιβλία. Μετά φιλοξένησες τους φίλους σου επάνω της. Μετά της αγόρασες ένα ριγέ κάλυμμα. Μετά την έβαψες όταν ζωγράφιζες και δεν κατάφερες να την ξεβάψεις ποτέ. Όπως και να έχει, ήθελες δεν ήθελες, από το 2007 μέχρι το 2017, η πολυθρόνα άλλαξε. Και είναι πολυθρόνα. Οπότε μην φοβάσαι: ακόμη κι εάν δεν κοιτάς, θα αλλάξεις κι εσύ.

Email: spyropoulosdaphne@gmail.com