Η κοντόφθαλμη ανάγνωση της Ιστορίας

Καταλυτικό ρόλο στο έλλειμμα παιδείας που χαρακτηρίζει διαχρονικά την ελληνική κοινωνία έχει διαδραματίσει ο λανθασμένος τρόπος διδασκαλίας του μαθήματος της ιστορίας. Η ιστορία και ιδιαίτερα η νεοελληνική ιστορία, πέραν της απαιτούμενης αποστηθίσεως που αποτρέπει την καλλιέργεια της κριτικής σκέψης των μαθητών, συνηθίζεται να διδάσκεται αποσπασματικά και μεροληπτικά, υπηρετώντας ιδίως κατά το παρελθόν κομματικές σκοπιμότητες. Τοιουτοτρόπως, αλλοιώνονται τα πραγματικά της νοήματα, εύκολα δε υπερισχύουν παρερμηνείες της.
|
Open Image Modal
John Kolesidis / Reuters

Καταλυτικό ρόλο στο έλλειμμα παιδείας που χαρακτηρίζει διαχρονικά την ελληνική κοινωνία έχει διαδραματίσει ο λανθασμένος τρόπος διδασκαλίας του μαθήματος της Iστορίας. Η ιστορία και ιδιαίτερα η νεοελληνική Iστορία, πέραν της απαιτούμενης αποστηθίσεως που αποτρέπει την καλλιέργεια της κριτικής σκέψης των μαθητών, συνηθίζεται να διδάσκεται αποσπασματικά και μεροληπτικά, υπηρετώντας ιδίως κατά το παρελθόν κομματικές σκοπιμότητες. Τοιουτοτρόπως, αλλοιώνονται τα πραγματικά της νοήματα, εύκολα δε υπερισχύουν παρερμηνείες της• παρερμηνείες, τις οποίες προήγαγε σε πρόσφατο κείμενό της στην «Καθημερινή» (25-26.03.2017) και η μυθιστοριογράφος κ. Αθηνά Κακούρη, αναφορικά με τον Εθνικό Διχασμό του 1915 και τον ρόλο των πρωταγωνιστών του.

Αντί να προβεί σε μια αντικειμενική ανάλυση των περιγραφόμενων γεγονότων, η συγγραφέας κατέβαλε τη φιλότιμη προσπάθεια πλήρους απαλλαγής των ευθυνών του τότε βασιλέως Κωνσταντίνου. Προς επίρρωσιν μάλιστα των επιχειρημάτων και των θέσεών της δεν δίστασε να παραθέσει σοβαρές ανακρίβειες, τις οποίες οιοσδήποτε προσεκτικός μελετητής της συγκεκριμένης περιόδου θα είχε απορρίψει.

Μεταξύ των ανακριβειών της κ. Κακούρη, ξεχωρίζει κατ' αρχάς ο ισχυρισμός της πως «ούτε με εκλογές, ούτε με δημοψήφισμα υπεβλήθησαν στην έγκριση του ελληνικού λαού» η επιστράτευση και η συμμετοχή της Ελλάδος στον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο στο πλευρό της Αντάντ. Για την απόρριψη του συγκεκριμένου επιχειρήματος αρκεί κανείς να ανατρέξει στο τι επακολούθησε της πρώτης βενιζελικής παραίτησης από το πρωθυπουργικό αξίωμα στα τέλη Φεβρουαρίου του 1915. Τον Μάιο εκείνου του έτους διενεργήθηκαν νέες εθνικές εκλογές από τη φιλοβασιλική -και πλήρως αντισυνταγματική- Κυβέρνηση Γούναρη, στις οποίες θριάμβευσε εκ νέου το κόμμα των Φιλελευθέρων, λαμβάνοντας το 59% των ψήφων του εκλογικού σώματος. Ως εκ τούτου, η πλειοψηφία του λαού είχε ταχθεί ήδη από τα τέλη της άνοιξης του 1915 υπέρ της βενιζελικής πολιτικής, η οποία τέθηκε άμεσα και πλήρως σε εφαρμογή έπειτα από την απομάκρυνση του Κωνσταντίνου το καλοκαίρι του 1917.

Δεδομένων των γεγονότων που επακολούθησαν την εκλογική αναμέτρηση του 1915 πάντως, καταρρίπτεται και η δεύτερη ανακρίβεια της συγγραφέως, το ότι δηλαδή ο τότε βασιλιάς κινήθηκε εντός των συνταγματικών πλαισίων. Μολονότι ο πρωθυπουργός είχε λάβει πρόσφατα την ψήφο εμπιστοσύνης του λαού για την ανταπόκριση της χώρας στις διεθνείς της υποχρεώσεις, ήτοι την παροχή βοήθειας προς το βαλλόμενο από τους Αυστριακούς και τους Βούλγαρους σερβικό κράτος, το φθινόπωρο του 1915 ο Κωνσταντίνος επέμεινε στην τήρηση ουδετερότητας. Αφορμώμενος από τη λανθασμένη μιλιταριστική του αντίληψη περί της υπεροχής του θρόνου στα ζητήματα της εξωτερικής πολιτικής και της άμυνας (*1), δεν δίστασε να εξωθήσει για δεύτερη φορά μέσα σε λίγους μήνες σε παραίτηση τον Βενιζέλο, επικαλούμενος την ευθύνη του «απέναντι του Θεού»• για να λάβει την αφοπλιστική απάντηση από τον Χανιώτη πολιτικό : «Δεν σας έφερε ο Θεός, Μεγαλειότατε, στην Ελλάδα. Ήλθατε από τον πατέρα σας, ο οποίος εξελέγη βασιλεύς δια της ψήφου των Ελλήνων!» (*2).

Εύκολα πάντως μπορεί να καταρριφθεί και η άποψη της συγγραφέως, πως η γενικότερη αντίληψη περί προδοσίας του Κωνσταντίνου «πρέπει να καταπέσει», αποτελώντας κατά την ίδια ένα βενιζελικό «μύθευμα». Φθάνοντας κανείς στα τέλη της άνοιξης του 1916, λίγες εβδομάδες δηλαδή πριν από το ξέσπασμα του κινήματος της Θεσσαλονίκης που οδήγησε στη διχοτόμηση της ελληνικής πολιτείας, διαπιστώνει τις πράξεις εσχάτης προδοσίας του θρόνου και της αφοσιωμένης σε αυτόν «Κυβερνήσεως ανδρείκελων» του Σκουλούδη. Τον Μάιο εκείνου του έτους το οχυρό Ρούπελ στην Ανατολική Μακεδονία παραδόθηκε αμαχητί στους Βούλγαρους, το δε Σεπτέμβριο έτερα κεκτημένα των Βαλκανικών Πολέμων με κορωνίδα τους την πόλη της Καβάλας εκχωρήθηκαν από την ελληνική πλευρά σε γερμανοβουλγαρικές δυνάμεις. Τοιουτοτρόπως, επιβεβαιώθηκαν πλήρως οι φόβοι της Αντάντ ότι είχε συναφθεί μυστική συμφωνία μεταξύ Αθηνών και Κεντρικών Δυνάμεων (*3), λειαίνοντας το έδαφος για τις εξελίξεις των επόμενων μηνών έως και την έξωση του Κωνσταντίνου στις αρχές του θέρους του 1917 (*4).

Κοντολογίς, μία αντικειμενική και επ' ουδενί κοντόφθαλμη ανάγνωση της ιστορίας δύναται να καταρρίψει όλους τους μύθους που παρατίθενται στο κείμενο της κ. Κακούρη. Όσον αφορά δε την άποψη που εκφράζει στην κατακλείδα του, ότι δηλαδή «συνταγματικό πολίτευμα σημαίνει κατανομή εξουσιών και συνεργασία φορέων», ασφαλώς και είναι ορθή. Αρκεί να διασαφηνιστεί, πως στο πολίτευμα της βασιλευόμενης δημοκρατίας -ή άλλως «περιορισμένης μοναρχίας»-, ο βασιλεύς μπορεί μεν να είναι φορέας τόσο της νομοθετικής όσο και της εκτελεστικής εξουσίας, ωστόσο του αναλογούν μονάχα ρυθμιστικές αρμοδιότητες. Οι αποφασιστικές επιμερίζονται αποκλειστικά στα υπεύθυνα έναντι του λαού αντιπροσωπευτικά όργανα, τη Βουλή και την Κυβέρνηση, με γνώμονα την αρχή της λαϊκής κυριαρχίας. Την αρχή, δηλαδή, που κατοχυρωνόταν ήδη από τα Συντάγματα του 1864 και του 1911.

(*1) Μαρκεζίνης Σπ. (1966), Πολιτική Ιστορία της Νεωτέρας Ελλάδος. 1828-1864, τόμος Δ', εκδόσεις Πάπυρος, Αθήνα, σ. 38

(*2) Βεντήρης Γ. (1970), Η Ελλάς του 1910-1920, τόμος Β', β' έκδοση, εκδόσεις Ίκαρος, Αθήνα, σ. 24

(*3) Leon G. (1974), Greece and the Great Powers. 1914-1917, Institute for Balkan Studies, Thessaloniki, σ. 361

(*4) Μαυρογορδάτος Γ. (2015), 1915. Ο Εθνικός Διχασμός, εκδόσεις Πατάκη, Αθήνα, σ. 110-112.