Η φετινή επέτειος της Εθνικής Παλιγγενεσίας της 25ης Μαρτίου συνέπεσε με την επέτειο των 60 χρόνων από την υπογραφή του καταστατικού χάρτη που έδωσε σάρκα και οστά στην προάγγελο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, την Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα. Από την στιγμή εκείνη έως την τελευταία μεταρρυθμιστική Συνθήκη της Λισσαβόνας η ΕΕ εξελίχθηκε σε ένα μοναδικό φαινόμενο περιφερειακής ενοποίησης, μια ιδιάζουσα υπερεθνική οντότητα με κυριαρχικά δικαιώματα που της παραχωρήθηκαν από τα κράτη- μέλη της. Θεμέλιο λίθο του πρωτοφανούς εγχειρήματος αποτέλεσε η αντιπροσωπευτική δημοκρατία με διττό έρεισμα τόσο στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο όσο και στην έμμεση δημοκρατική νομιμοποίηση του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου. Η συνεργασία των 2 αυτών οργάνων μαζί με την Επιτροπή και άλλα όργανα έδωσε στην Ενωμένη Ευρώπη τη δυνατότητα να επιτύχει αξιοσημείωτα επίπεδα ανάπτυξης και κοινωνικής ευημερίας. Η οικονομική κρίση του 2008, μαζί με την μετέπειτα περιφερειακή αστάθεια Ουκρανίας, Συρίας, την προσφυγική- μεταναστευτική κρίση που επέφερε η τελευταία αλλά και το σοκ του ακρωτηριασμού από την έξοδο της Μ.Βρετανίας, αποτέλεσαν εφαλτήριο αμφισβήτησης των θεσμών της ΕΕ. Παράλληλα ο λαϊκίστικος ευρωσκεπτικισμός άρχισε να αμφισβητεί και την ίδια την υπόσταση της Ένωσης έχοντας ένα λησμονημένο και για καιρό λανθάνοντα σύμμαχο πέραν την πολύπλευρης κρίσης: την σχέση ευρωπαϊκών θεσμών και πολιτών.
Η άνοδος του λαϊκισμού σε ολόκληρη την ήπειρο ανεξαρτήτως οικονομικών δυσχερειών και πολιτικής ευστάθειας κατέδειξε μεταξύ άλλων ότι οι Ευρωπαίοι πολίτες δεν μπόρεσαν να ακολουθήσουν την πορεία εξέλιξης των θεσμών με συνέπεια το χάσμα μεταξύ τους. Η κοινοτική δράση έγινε μοιραία βορά δημοκόπων πολιτικών. Επίκεντρο της ρητορικής των τελευταίων η αφαίρεση της εθνικής κυριαρχίας από έναν γραφειοκρατικό οργανισμό που λειτουργεί περισσότερο ως έκφανση του παγκοσμιοποιημένου ολοκληρωτισμού των αγορών, παρά ως ασπίδα από αυτές και τα δεινά που προκάλεσαν προσφάτως. Το επιχείρημα αυτό εγκολπώθηκε από διόλου ευκαταφρόνητη μερίδα της κοινωνίας που είχε πάψει από καιρό να πιστεύει στη δημοκρατική νομιμοποίηση των Βρυξελλών. Οι δημαγωγοί προσφέρουν απλοϊκές απαντήσεις σε πολυσύνθετα ζητήματα, ενώ ταυτόχρονα η άγνοια γύρω από τον ακριβή και πολυεπίπεδο τρόπο λήψης αποφάσεων της ΕΕ δίνει την εντύπωση μιας απομακρυσμένης ελιτίστικης ηγεσίας τεχνοκρατών που δεν μιλάει την ίδια γλώσσα με τους πολίτες.
Την κατάσταση αυτή επέτεινε σημαντικά και η στάση των εθνικών κυβερνήσεων. Η ρητορική τους υπό το βάρος της κοινωνικής δυσφορίας των πολλαπλών κρίσεων επικεντρώθηκε στην εναπόθεση της ευθύνης στις απομακρυσμένες Βρυξέλλες που είχαν από καιρό χάσει την επαφή τους με τους Ευρωπαίους. Έτσι οι «ηγέτες» εξαγοράζουν πολιτικό κεφάλαιο και χρόνο δίνοντας τροφή στους λαϊκιστές και προλειαίνοντας τον δρόμο της εθνικής περιχαράκωσης σε βάρος του οράματος της ενοποίησης.
Βεβαίως, με το παρόν άρθρο δεν επιχειρείται καμία άφεση αμαρτιών για τον τρόπο με τον οποίο χειρίστηκαν οι ευρωπαϊκοί θεσμοί τα πολλαπλά μέτωπα που είναι ανοιχτά αυτή τη στιγμή και τη συμβολή των χειρισμών αυτών στην άνοδο του λαϊκισμού, απλώς γίνεται απόπειρα για τη φώτιση μίας άλλης πτυχής του φαινομένου που εν πολλοίς απουσιάζει από τον δημόσιο διάλογο.
Το 2019 έχουμε τις επόμενες εκλογές για το σώμα που εκφράζει περισσότερο από κάθε άλλο τη λαϊκή βούληση στην Ευρώπη, το Ευρωκοινοβούλιο. Είναι συνεπώς αδήριτη η ανάγκη σύγκλισης θεσμών και πολιτών ώστε τα άτομα που θα απαρτίζουν τη συν-νομοθετική εξουσία της ΕΕ να έχουν από τη μία ισχυρά κοινωνικά ερείσματα και από την άλλη συμπαγές ευρωπαϊκό όραμα. Σε αυτή και μόνο την περίπτωση θα έχουμε ενίσχυση της εμπιστοσύνης των πολιτών στους θεσμούς και αναθέρμανση της μεταρρυθμιστικής και ενοποιητικής διαδικασίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης που θα ιάσουν οριστικά το καρκίνωμα του λαϊκισμού.