Σήμερα θέλω να ευχηθώ χρόνια πολλά σε όλες τις μανούλες! Αυτές που θα ξυπνήσουν με γλυκές φωνούλες, που θα κρυφτούν στην αγκαλιά τους όμορφα μουτράκια, θα τους χαρίσουν δώρα λουλουδάκια και άλλα αυτοσχέδια μπιζουδάκια και θα δακρύσουν με τρυφερές καρδούλες ζωγραφισμένες πάνω στο χαρτί. Αυτές που όταν προσεύχονταν είχαν την τύχη να 'ναι ανοιχτοί οι ουρανοί. Και μπόρεσαν να πάρουν ευλογία και μπόρεσαν να ζήσουν δυνατές στιγμές, μοναδικές κι ανεπανάληπτες. Τέτοιες που μόνο στη γυναίκα ανήκουν. Είναι οι ώρες που ο άντρας στέκεται αμήχανος κοιτώντας τη με δέος. Ίσως γιατί μια μακρινή φωνή από τα βάθη της ψυχής του καταφτάνει να του θυμίσει και το δικό του ερχομό στη γη. Είναι άξια για σεβασμό ο ρόλος και το έργο της γυναίκας, αφού την ίδια τη ζωή κλήθηκε να γεννήσει.
Όμως ο κήπος μας έχει και άλλα άνθη με αλλιώτικα, μα ευωδιαστά αρώματα. Μιλώ για όσες άκουσαν το θρόισμα του χρόνου που έφευγε πετώντας κι εκείνες έμειναν να τον κοιτούν από μακριά να τους χαμογελά. Όχι, δεν είναι ειρωνικό ετούτο το χαμόγελο. Είναι το γνέψιμο της ίδιας της ζωής που τις καλεί να τη γευτούν, καθώς με νάζια διαλαλεί την ομορφιά της.
Μα δεν τελειώνει ο κατάλογος ούτε κι εδώ. Υπάρχουν και οι γυναίκες που αγωνίζονται με κάθε τρόπο το θαύμα να βιώσουν κι ακόμα δεν το έχουν καταφέρει. Αυτές που κάθε χρόνο τέτοια μέρα πονούν βουβά και νιώθουν «άχρηστες», μα δεν τολμούν κάπου να ακουμπήσουν τον καημό τους... μη και χαλάσουν τη γιορτή και τη χαρά της μέρας. Αυτές που βασανίζουν το κορμί και την ψυχή τους, που τη ζωή τους συντροφεύουν τα αμέτρητα γιατί, που το δικό τους ανηφόρι παίρνουν να βαδίσουν και στο κοντοσταμάτημα βλέμματα συμπονετικά αντικρίζουν. Ή άλλοτε την κριτική στα χείλη των ανθρώπων που δε ρωτούν, δε νοιάζονται πώς έφτασαν εκεί παρά μονάχα κρίνουν. Ψάχνουνε ολοένα μια αφορμή να κρίνουν. Μα τι τα θες... γεμάτος ήταν πάντα ο κόσμος από σταυρωτήδες...
Παίρνω, λοιπόν, την ευκαιρία αυτή τη μέρα χρόνια πολλά σε όλες να ευχηθώ. Γιατί όλες τους τα δικαιούνται της ζωής τα δώρα. Κι εκείνες που στολίζουν τα πρωινά τους όμορφα ξυπνήματα γεμάτα γέλια και γαργαλητά σε τρυφερές πατούσες, και οι άλλες που ρεμβάζοντας απολαμβάνουν τον καφέ τους στην ησυχία της γλυκιάς αυγής, μα και εκείνες που τον αγώνα το δικό τους συνεχίζουν παρά τα αγκάθια που τις μέρες τους τρυπούν. Και είναι δύσβατο και σκοτεινό αυτό το μονοπάτι... είναι γεμάτο με σκιές που απειλούν σε κάθε βήμα να πεταχτούν και να τα βάλουν με το φως.
Θέλω σήμερα, μέρα που είναι, σε όλες τους το χέρι να τους σφίξω αληθινά. Στις πρώτες γιατί κουβαλούν στις πλάτες τους βάρη ασήκωτα κι είναι ο αγώνας τους τεράστιος, μα καρπερός και να τους πω, θέλω, να χαίρονται κάθε ξημέρωμα για όσα απόκτησαν. Στις δεύτερες να ευχηθώ πάντα να ξεδιψούν με τις δροσοσταλίδες της ζωής, και για τις τελευταίες, θα 'θελα να πω πως ο κόπος τους το δέντρο της ελπίδας να ποτίσουν για ένα φτερούγισμα ζωής, αξίζει όσο τα λούλουδα του κόσμου όλου!