Η τρομοκρατική επίθεση εναντίον του πρώην πρωθυπουργού Λουκά Παπαδήμου δημιουργεί πολλά ερωτήματα, κυρίως αστυνομικά. Παράλληλα, όμως, έρχεται να δοκιμάσει την κοινωνία και τον πολιτικό κόσμο ως προς την θέση τους απέναντι στη διαχρονική πολιτική βία που εξακολουθεί να ανατροφοδοτείται ως τμήμα της ελληνικής πολιτικής κουλτούρας. Η καταδίκη της τρομοκρατικής επίθεσης από το σύνολο του πολιτικού κόσμου ήταν σαφής και ψύχραιμη, όμως στα social media η εικόνα ήταν διαφορετική. Διατυπώθηκαν ποικίλες αντιδράσεις, με τις πιο ακραίες από αυτές να διέπονται από την δυαδική λογική που λειτουργεί αποτελεσματικά υπέρ της πολιτικής βίας. Απλουστευτική, ψυχρή, συμψηφιστική, ενστικτώδης και άγρια, η δυαδική θεώρηση της πραγματικότητας που υιοθετήθηκε από πολλές οργανώσεις πολιτικής βίας και τρομοκρατίας, ερμηνεύει την πραγματικότητα και υποβαθμίζει σύνθετα φαινόμενα (π.χ. τις αιτίες της κοινωνικής αδικίας, της φτώχειας, της διαφθοράς) σε ζεύγη αντιθετικών εννοιών: φίλος/εχθρός, θύτης/θύμα, εκμεταλλευτής/καταπιεζόμενος, ένοχος/αθώος).
Δυστυχώς, ο μηχανισμός της δυαδικής λογικής που προπαγανδίζει η πολιτική βία όχι μόνο είναι εύκολο να στρατολογήσει τους πολέμιους της, σχεδόν το επιδιώκει. Στη προσπάθεια τους να απαντήσουν αποφασιστικά και με οργή στη τρομοκρατία, υποκύπτουν και εκείνοι με τη σειρά τους σε έναν υπεραπλουστευμένο φαύλο κύκλο ρητορικής μίσους.
«Δυστυχώς, ο μηχανισμός της δυαδικής λογικής που προπαγανδίζει η πολιτική βία όχι μόνο είναι εύκολο να στρατολογήσει τους πολέμιους της, σχεδόν το επιδιώκει.»
Το 2002 ήταν η χρονιά που η Ελλάδα μαζί με τις υπόλοιπες δώδεκα χώρες της Ευρωζώνης έγινε μέρος της μεγαλύτερης νομισματικής μετάβασης, υιοθετώντας το ευρώ. Ήταν, επίσης, η χρονιά που οι ελληνικές αρχές, έπειτα από 27 χρόνια ασύλληπτης δράσης, κατάφεραν να συλλάβουν την «Επαναστατική Οργάνωση 17 Νοέμβρη», κλείνοντας έναν κύκλο δολοφονικής δράσης, που επηρέασε δυσανάλογα την πολιτική ζωή της χώρας. Η οργάνωση λειτούργησε ως τμήμα ενός αυτόνομου φαινόμενου, το οποίο είχε αφενός στρατηγική να διαιωνίσει και να οξύνει τη βιαιότητα της πολιτικής κουλτούρας που υπάρχει στην Ελλάδα και αφετέρου να στοχοθετεί επιχειρηματικά συμφέροντα με ανεξιχνίαστα κίνητρα.
Δυστυχώς, όταν διεξαγόταν η εξάρθρωση και η δίκη της 17 Νοέμβρη, δεν ήταν προτεραιότητα να διεξαχθεί μια ειλικρινής και συνολική συζήτηση στη δημόσια σφαίρα για το φαινόμενο της τρομοκρατίας, ώστε να αντιμετωπιστούν οι αιτίες που συμβάλλουν στην αναγέννηση της ένοπλης βίας. Θεωρίες συνωμοσίας, διακομματική και μιντιακή εκμετάλλευση και υστερία συσκότισαν την υπόθεση και έκρυψαν κάτω από το χαλί την χρήση της τρομοκρατίας ως πεδίο διεξαγωγής πολιτικών αντιπαραθέσεων. Ερωτήματα για τη πολιτική στόχευση και τη δολοφονία πολιτικών δεν απαντήθηκαν. Επρόκειτο για ανθρωποκτονίες του κοινού ποινικού δικαίου ή σύνθετα πολιτικά εγκλήματα, τα οποία θα έπρεπε να κριθούν ακόμη πιο αυστηρά, αφού είχαν στόχο να προκαλέσουν αντίκτυπο στην ομαλή λειτουργία της ελληνικής δημοκρατίας; Πόσο, «συνέβαλαν» τελικά οι αυτόκλητοι τιμωροί με τις δολοφονίες εισαγγελέων και δικαστικών στα τέλη της δεκαετίας του '80 στη «κανονικοποίηση» και την ανοχή στη διαφθορά;
Στις δημοκρατικές χώρες που ισχύουν οι εγγυήσεις των ατομικών δικαιωμάτων και ελευθεριών κανείς δεν νομιμοποιείται στην άσκηση πολιτικής βίας και τρομοκρατίας. Ωστόσο, όταν το πολιτικό σύστημα δεν είναι πλέον σε θέση να απαντά ρεαλιστικά στα προβλήματα της κοινωνίας των πολιτών, δημιουργούνται ευνοϊκές συνθήκες για τη δράση εξωκοινοβουλευτικών, αντικοινοβουλευτικών, αντιδημοκρατικών δυνάμεων, οι οποίες αποκλειστικά μέσα από την πολιτική βία μπορούν να πετύχουν τους στόχους τους. Στην Ελλάδα η πολιτική βία έχει επιστρατευθεί από την άκρα αριστερά μέχρι την άκρα δεξιά. Η δαιμονοποίηση των πολιτικών χώρων στους οποίους απαντάται, όχι μόνο δεν εξηγεί το φαινόμενο αλλά εμποδίζει τις αρχές από την έγκαιρη προληπτική αλλά και κατασταλτική αντιμετώπιση του.
Η απόπειρα δολοφονίας ενός πρώην πρωθυπουργού βάλλει ευθέως εναντίον της δημοκρατίας και στέλνει το εξής μήνυμα σε όλους τους πολίτες: αν ένας ανώτατος δημόσιος λειτουργός δεν μπορεί να αισθάνεται ασφαλής, πώς μπορεί να αισθάνεται ασφαλής ένας απλός πολίτης; Πόσο ξεχαρβαλωμένη είναι άραγε η κατάσταση στη χώρα μας, όταν άγνωστοι κλέβουν ιατρικό εξοπλισμό από τα δημόσια νοσοκομεία, όταν καθημερινά μικρές επιχειρήσεις βρίσκονται στο κλοιό ληστών και κάθε λογής οργανωμένου εγκλήματος, όταν η ανομία των ομάδων αντιεξουσιαστών γιγαντώνεται ή όταν η δίκη της Χρυσής Αυγής δεν έχει ολοκληρωθεί τρία χρόνια μετά;
Το μόνο που δεν χρειάζεται η Ελλάδα αυτή τη στιγμή είναι τα φαντάσματα της Μεταπολίτευσης. Και το φάντασμα της τρομοκρατίας και της ένοπλης πολιτικής βίας διαρκώς επιστρέφει. Aξίζει να μνημονεύσουμε μια εύστοχη διατύπωση του Δημήτρη Ψυχογιού, για τη συνολική δράση της 17 Νοέμβρη:
«Η 17 Νοέμβρη δεν υπήρξε ποτέ ή μάλλον ήταν σαν την περίφημη Γάτα του Τσεσάιρ (στην Αλίκη στη χώρα των Θαυμάτων)- τη γάτα που σιγά σιγά ξεθώριαζε, έσβηνε, και το μόνο που απέμενε από αυτήν ήταν το χαμόγελο της. Σκέτο χαμόγελο, στο κενό, χωρίς σώμα να το υποβαστάζει, καθαρό λογισμικό χωρίς ύλη να το πραγματώνει.»
Αρκετά με τα σκοτάδια.