Κρουαζιέρα στο Αιγαίο

Η κυβέρνηση αμέλησε την διαμόρφωση ή ενίσχυση κοινής ευρωπαϊκής μεταναστευτικής πολιτικής, αφοσιωμένη στις διαπραγματεύσεις για τα οικονομικά. Αγνόησε επίσης ένα βασικό στοιχείο της μεταναστευτικής «οικονομίας»: τα μηνύματα περνούν πολύ γρήγορα και πολύ εύκολα στους διακινητές. Η αλλαγή πολιτικής έγινε πάραυτα κατανοητή ως δικαίωμα απρόσκοπτης εισόδου στην Ελλάδα και διέλευσης από την Ελλάδα στην Ευρώπη. Η τεράστια αύξηση των εισόδων τους τελευταίους μήνες δεν οφείλεται μόνο στην απελπισία των Σύρων για τερματισμό του εμφυλίου, αλλά και στην βεβαιότητά τους για ανεκτική πολιτική εισόδου στην Ελλάδα.
|
Open Image Modal
Milos Bicanski via Getty Images

Ας ξεκινήσουμε από κάποια αυτονόητα. Το μεταναστευτικό (και προσφυγικό) ζήτημα είναι εξαιρετικά δύσκολο και σύνθετο. Η αντιμετώπισή του απαιτεί τοπικές, εθνικές, ευρωπαϊκές και παγκόσμιες απαντήσεις που προϋποθέτουν μακροπρόθεσμo σχεδιασμό από τους υπεύθυνους και ικανότητα να λειτουργούν προβλεπτικά.

Δεύτερο αυτονόητο: η Ελλάδα, δέσμια πολιτικών και εκλογικών απαιτήσεων αλλά και ιδεοληψιών δεν διαμόρφωσε ποτέ μεταναστευτική πολιτική. Από τη δεκαετία του 1990, η μεταναστευτική πολιτική της χώρας λειτουργούσε στο πλαίσιο της παράνομης εισόδου, συλλήψεων, απελάσεων και ομαδικών τακτοποιήσεων. Σε μεγάλο βαθμό στηριζόταν σε παράνομες, πλην γνωστές σε όλους, δράσεις της Πολιτείας (άτυπες επαναπροωθήσεις στα ελληνοτουρκικά σύνορα και συνεργασία κάτω από το τραπέζι με την Τουρκία) για την συγκράτηση των μεταναστών.

Τρίτο αυτονόητο: ούτε η Ευρώπη διαθέτει μεταναστευτική πολιτική. Από τη δεκαετία του 1990 η ευρωπαϊκή αλληλεγγύη (τόσο προς τους μετανάστες όσο και προς τα άλλα κράτη μέλη) φθίνει, θύμα της οικονομικής κρίσης και του φόβου αλλοίωσης των ευρωπαϊκών κοινωνιών. Η αλληλεγγύη περιοριζόταν στην οικονομική συνδρομή των πληττομένων κρατών και την αύξηση της περιφρούρησης των εξωτερικών συνόρων.

Στο παρελθόν, οι παράνομες είσοδοι στην Ελλάδα παρέμεναν ελεγχόμενες λόγω της αστυνόμευσης των, των σκληρών πολιτικών αποτροπής του ελληνικού κράτους και της διαδεδομένης πρακτικής μακροχρόνιας κράτησης των αλλοδαπών που εφάρμοζαν οι προηγούμενες κυβερνήσεις. Η κυβέρνηση Σύριζα ανέλαβε την εξουσία με αντίθετες ιδεοληψίες από την προηγούμενη. (Έντονα και υπερβολικά) διακηρυγμένος στόχος της νέας υπουργού ήταν η «δικαιωματική» αντίληψη της εισόδου στη χώρα, ο περιορισμός της κράτησης των παράνομα εισερχομένων και η ενίσχυση της υποδοχής και της πρόσβασης στο άσυλο. Η αλλαγή πολιτικής - με έμβλημα το «κλείσιμο» του κέντρου κράτησης στην Αμυγδαλέζα - δεν συνοδεύτηκε, ωστόσο, από καμμία πολιτική ή σχεδιασμό ενίσχυσης της διοικητικής και επιμελητειακής ικανότητας της χώρας για να δεχθεί μεγαλύτερους αριθμούς μικτών μεταναστευτικών ροών.

Ενα τέταρτο αυτονόητο είναι ότι ο μονοκόμματος χαρακτηρισμός των εισερχομένων - όλοι πρόσφυγες ή όλοι μετανάστες - είναι ανακριβής: οι νεο-εισερχόμενοι δεν είναι μόνο Σύροι πρόσφυγες, είναι και άλλοι Άραβες οικονομικοί μετανάστες (όπως Αιγύπτιοι) καθώς και Πακιστανοί, Μπαγκλαντεσιανοί κλπ.

Η κυβέρνηση αμέλησε την διαμόρφωση ή ενίσχυση κοινής ευρωπαϊκής μεταναστευτικής πολιτικής, αφοσιωμένη στις διαπραγματεύσεις για τα οικονομικά. Αγνόησε επίσης ένα βασικό στοιχείο της μεταναστευτικής «οικονομίας»: τα μηνύματα περνούν πολύ γρήγορα και πολύ εύκολα στους διακινητές. Η αλλαγή πολιτικής έγινε πάραυτα κατανοητή ως δικαίωμα απρόσκοπτης εισόδου στην Ελλάδα και διέλευσης από την Ελλάδα στην Ευρώπη. Η τεράστια αύξηση των εισόδων τους τελευταίους μήνες δεν οφείλεται μόνο στην απελπισία των Σύρων για τερματισμό του εμφυλίου, αλλά και στην βεβαιότητά τους για ανεκτική πολιτική εισόδου στην Ελλάδα.

Εδώ υπεισέρχεται και η επαρχιωτική αντίληψη της νέας κυβέρνησης: Θεώρησε ότι για την Ελλάδα το πρόβλημα θα είναι προσωρινό γιατί όλοι οι εισερχόμενοι θα φύγουν για την 'Ευρώπη' - πέμπτο, δυστυχώς, αυτονόητο είναι ότι ούτε για μας ούτε για τους Σύρους είμαστε Ευρώπη. Περιορίσθηκε συνεπώς σε μια στάση που συνοψίζεται στα εξής βήματα: διάσωση, χορήγηση το ταχύτερο δυνατό ενός εντύπου να μεταβούν για καταγραφή στην Αθήνα ή τη Θεσσαλονίκη - αυτά είναι τα περιώνυμα 'χαρτιά' που αναφέρουν τα ΜΜΕ - και ενεργή ή παθητική προώθηση προς τα σύνορα με μόνο σκοπό 'να μην μας πεθάνει κανείς'.

Όλα αυτά κάτω από το φως της δημοσιότητας (στην Ελλάδα βρίσκονται πλέον ανταποκριτές από όλες τις ηπείρους της Γης, με την εξαίρεση ενδεχομένως της Ανταρκτικής), με χονδροειδή τρόπο και πλήρη αδιαφορία για τις υποχρεώσεις της χώρας έναντι της Ε.Ε. αλλά και την εθνική νομοθεσία (το άρθρο 29 του νέου μεταναστευτικού κώδικα τιμωρεί με κάθειρξη όποιον διευκολύνει την παράνομη έξοδο αλλοδαπών από τη χώρα).

Ακραία έκφραση αυτής της μυωπικής στάσης η «κρουαζιέρα» του 'Ελ. Βενιζέλος' ανά στα λιμάνια της Μακεδόνιας αναζητώντας τον συντομότερο δρόμο για να στείλουμε στην Π.Γ.Δ.Μ. τους επιβάτες του. Η ευθεία πρόκληση προς τους γείτονες και κατ'επέκταση προς όλη την Ευρώπη - για πρώτη φορά ένα κράτος λειτούργησε ως οιονεί, δωρεάν, διακινητής - και ο κίνδυνος σοβαρής διπλωματικής εμπλοκής απέτρεψε την αποβίβαση στη Θεσσαλονίκη. Όμως μάλλον λειτούργησε ως θρυαλλίδα για σκληρότερη αντίδραση των γειτόνων που έκλεισαν τα σύνορα και επέτεινε το αδιέξοδο των προσφύγων και της ελληνικής κυβέρνησης.

Τι μπορούμε να κάνουμε (με δεδομένο ότι καμμία λύση δεν είναι πανάκεια και απαιτείται συνδυασμός πολιτικών);

1. Η χώρα δεν μπορεί να επιστρέψει στην παλαιότερη πρακτική των μαζικών κρατήσεων και της αποτροπής. Πέραν του ότι και αυτές οι πολιτικές ήταν στα όρια ή πέραν της νομιμότητας, είναι πλέον ανέφικτες δεδομένων των αριθμών και της μεγάλης δημοσιότητας που έχει λάβει η υπόθεση.

2. Η συντριπτική πλειοψηφία των εισερχομένων δεν θέλει να ζητήσει άσυλο εδώ. Αυτό εμποδίζει το κράτος να ασκήσει μια σειρά δυνατοτήτων που του παρέχει η ευρωπαϊκή νομοθεσία για το άσυλο - μεταξύ των οποίων τις δυνατότητες μετεγκατάστασης των αιτούντων που πρόσφατα υιοθέτησε η Ε.Ε. αλλά και μεγαλύτερη χρηματοδότηση. Ένα πιθανό μέτρο λοιπόν θα ήταν η υποχρέωση των εισερχομένων (με την απειλή της κράτησης εν όψει της επιστροφής στην Τουρκία, ενδεχομένως) να υποβάλουν αίτηση ασύλου στην Ελλάδα. Αυτό απαιτεί ισχυρή ενίσχυση των διοικητικών δομών των αρμοδίων υπηρεσιών ασύλου της χώρας (στελέχωση με προσωπικό, υποδομές κ.α.) αλλά ταυτόχρονα σημαντική χρηματοδότηση από την Ε.Ε. Για αυτό θα απαιτείται από τους αιτούντες να προσκομίζουν τα ταξιδιωτικά τους έγγραφα (ταυτότητες ή διαβατήρια που πολλοί έχουν αλλά καταστρέφουν πριν φθάσουν). Και εδώ, η απειλή της κράτησης και επιστροφής μπορεί να λειτουργήσει επαρκώς.

3. Η ταχεία εξέταση των αιτημάτων (που προβλέπεται από τη νομοθεσία) θα δημιουργήσει ένα σημαντικό αριθμό αναγνωρισμένων δικαιούχων διεθνούς προστασίας στη χώρα για τους οποίους θα μπορεί νομίμως πλέον να ζητηθεί ακόμα μεγαλύτερη ευρωπαϊκή χρηματοδότηση. Εδώ θα πρέπει να ξεκινήσει ουσιαστική διπλωματική προσπάθεια της χώρας σε τρεις άξονες: συμφωνημένη επανεγκατάσταση των προσφύγων αυτών στην υπόλοιπη Ε.Ε. , ουσιαστική πολιτική ένταξης ορισμένων από αυτούς στην Ελλάδα, αλλά και ενεργοποίηση μιας παλιάς συμφωνίας (του 1980) του Συμβουλίου της Ευρώπης για την μεταφορά της ευθύνης για πρόσφυγες από το κράτος ασύλου σε άλλο κράτος (με άλλα λόγια το δικαίωμα ελεύθερης μετακίνησης των προσφύγων στην Ευρώπη). Με τον τρόπο αυτό η χώρα αποδεικνύει πλήρη επίγνωση των διεθνών ευθυνών της και νομιμοποιείται να απαιτήσει και να λάβει την στήριξη των εταίρων της για ένα διεθνές - όχι ελληνικό- πρόβλημα. Το σημερινό κρυφτούλι υπονοούμενων για «εξαφανισμένους» μετανάστες απλώς γελοιοποιεί και αποδυναμώνει περαιτέρω τη χώρα. Η προεκλογική ακυβερνησία θα επιδεινώσει την πίεση και την αδυναμία κρατικής αντίδρασης, ενισχύοντας τα αντιμεταναστευτικά αντανακλαστικά ιδίως στις μεγάλες πόλεις.

Είναι προφανές ότι η σημερινή μεταναστευτική κρίση δεν λύνεται με εμβαλωματικές κινήσεις χωρίς αντιμετώπιση των αιτιών της, στην προκείμενη περίπτωση απαιτεί πιο ενεργή ευρωπαϊκή παρέμβαση για τον τερματισμό του εμφυλίου στη Συρία. Η ανάληψη συντονισμένης δράσης από τη χώρα σε συντονισμό με τις γειτονικές χώρες και την Ε.Ε. θα μπορέσει ίσως να προσφέρει διέξοδο σε μια κρίση που ενδέχεται σε λίγες μέρες (ούτε καν εβδομάδες) να γίνει καταστροφή.