Αν κάτι καθορίζει τον δημόσιο λόγο και δίνει τον τόνο του, αυτό είναι το τι θεωρείται αυτονόητα απολύτως φυσιολογικό και τι πραγματικά αποτρόπαιο, ασύλληπτο. Η κανονικοποίηση προσεγγίσεων που θα ήταν άλλοτε αδιανόητες--ή που παραμένουν πάντοτε αδιανόητες αλλού--είναι ένα από τα εμφανέστερα χαρακτηριστικά της τελευταίας επταετίας. Εδώ θα ασχοληθούμε με μια τέτοια πρόσφατη περίπτωση, η οποία παρήλασε θριαμβευτικά στην ελληνική δημόσια και δημοσιογραφική σφαίρα, και καταδεικνύει την εντυπωσιακή έκταση της εσωτερίκευσης και της κανονικοποίησης της αποικιακής νοοτροπίας (colonial mentality).
Δυστυχώς αναγκαία παρένθεση: παρά το γεγονός ότι κυριολεκτικά χιλιάδες αναφορές έχουν γίνει διεθνώς, και στο ακαδημαϊκό/επιστημονικό και στο δημοσιογραφικό επίπεδο, στο κατά πόσον ο τρόπος που λειτούργησε η ευαρμοστία της πολιτικής και οικονομικής κυριαρχίας στην Ελλάδα κατά τα χρόνια της μόνιμης πλέον κρίσης μπορεί να χαρακτηριστεί με όρους μεταμοντέρνας αποικίας--με το ενδιαφέρον να εστιάζεται στο ποιοι ακριβώς είναι αυτοί οι όροι και όχι στην τοποθέτηση της «ταμπέλας»--στην Ελλάδα ο επίσημος δημόσιος λόγος θα επιμείνει στο να στηλιτεύσει κάθε χρήση της λέξης «αποικία» και των παραγώγων της σαν ρητορική ψεκασμένων, σαν ανεύθυνα εμπρηστικό και όχι περιγραφικό λόγο: αν χρησιμοποιείς τη λέξη, είσαι ανάξιος να συμμετάσχεις στον πολιτισμένο διάλογο των σοβαρών και αξιοπρεπών ανθρώπων, αυστηρά εντός του κύκλου των οποίων και μόνο υπάρχει «απεριόριστη και δημοκρατική ελευθερία λόγου και απόψεων». Πέραν του εμφανούς ρυθμιστικού ρόλου που ενέχει αυτή η αντίδραση και ο οποίος την γεννά, είναι σημαντικό να καταδειχθεί πως πρόκειται για κριτική ημιεγγραμμάτων ανθρώπων. Όταν το Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (Τριανταφυλλίδη) ορίζει την αποικία ως «χώρα που κυριαρχείται οικονομικά και πολιτικά από άλλη ισχυρότερη» και την αποικιοκρατία ως «θεωρητική στάση και πρακτική που εκφράζει την οικονομική, πολιτική και πολιτιστική κυριαρχία χωρών ισχυρότερων επάνω σε ασθενέστερες», η αξίωση να μην εισέλθει επ' ουδενί η λέξη σε μια συζήτηση που περιγράφει μια χώρα όπου--κατά συρροήν--πολλά κρίσιμα νομοσχέδια καταρτίζονται εκτός συνόρων και ακολούθως υπερψηφίζονται με τη διαδικασία του κατεπείγοντος, «οι εκλογές δεν μπορούν να αλλάξουν τίποτα» και στοιχειώδεις αποφάσεις της εκτελεστικής και νομοθετικής εξουσίας πρέπει πρώτα να λάβουν την έγκριση εξωεθνικών δομών και προσώπων, συνιστά τουλάχιστον αξίωση μιας ιδιαιτέρως αφελούς και περιεσταλμένης newspeak.
Επιστρέφουμε στην αφορμή μας, ήτοι στην πρόταση του καθηγητή Armin von Bogdandy, διευθυντή του Ινστιτούτου Max Planck Συγκριτικού Δημοσίου και Διεθνούς Δικαίου στη Χαϊδελβέργη, και του εκεί ερευνητή και πρώην διδακτορικού του φοιτητή Μιχάλη Ιωαννίδη: αυτή συνίσταται στο να τοποθετηθούν πεντακόσια έως χίλια στελέχη «αρίστων Ελλήνων του εξωτερικού» σε επιτελικές θέσεις στη δημόσια διοίκηση, με διαγωνισμό που θα διενεργήσει η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, σε θέσεις που θα μισθοδοτούνται από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή και με μισθούς ίσους των ιλιγγιωδών της βρυξελλιώτικης γραφειοκρατίας. Τα στελέχη θα αξιολογούνται, φυσικά, από τις ευρωπαϊκές αρχές: όχι από το δυσλειτουργικό και διεφθαρμένο ελληνικό κράτος.[1] Όπως γράφουν οι ερευνητές, «απαιτείται νέο ανθρώπινο δυναμικό με υψηλά προσόντα, επιλεγμένο με αυστηρά κριτήρια αριστείας και κυρίως αδέσμευτο από τις παλιές πελατειακές δομές εξουσίας»∙ «η ελληνική κυβέρνηση πρέπει να δεχθεί κάποιας μορφής συμμετοχή των ευρωπαϊκών θεσμών στη διαδικασία επιλογής του προσωπικού», ούτως ώστε να γλυτώσουμε από ό,τι μας «οδήγησε έως εδώ». Οι «νέοι δημόσιοι λειτουργοί θα μπορούσαν να προσληφθούν με τη βοήθεια της Ε.Ε. και να τοποθετηθούν σε κρίσιμες θέσεις στην Ελλάδα», για να πετύχουμε «τη συστράτευση σε έναν αγώνα που μένει ανοικτός ήδη από την Ελληνική Επανάσταση: την μετατροπή της Ελλάδας σε ένα σύγχρονο ευρωπαϊκό κράτος.» [2]
Οι ερευνητές καλώς πράττουν και προτείνουν ό,τι και όπως θέλουν στα άρθρα τους (πρόκειται για άρθρα σε δημοσιογραφικά έντυπα, όχι για μελέτες!), κρίνονται άλλωστε γι' αυτό--και δεν έχουμε κάποιον ιδιαίτερο λόγο να μην τους αποδώσουμε καλές προθέσεις και ανιδιοτέλεια, καθ' όσον είναι και η ίδια η πρότασή τους που γεννάται στο ήδη δοθέν πλαίσιο του τι είναι συλληπτό να προταθεί και τι όχι. Δεν είναι η ίδια η πρόταση το αντικείμενο του σχολιασμού μας εδώ, αλλά η πρόσληψή της στον ελληνικό δημόσιο λόγο--ως παράδειγμα της ασύμμετρα μεγάλης δημοσιότητας την οποία έλαβε η πρόταση θα επικεντρωθούμε στο προαναφερθέν άρθρο της Καθημερινής «Αλλάζουν το Δημόσιο 1.000 άριστοι;».
Σύμφωνα με το άρθρο, «η ιδέα είναι απλή», σχεδόν αυτονόητη: όταν «όλα πια δοκιμαστεί» και «ο μεγάλος ασθενής δεν ανταποκρίνεται», τι μένει; «Η μεταμόσχευση εγκεφάλου». Δηλαδή «η εγκατάσταση μιας ελίτ στην κορυφή της διοίκησης» από τις Βρυξέλλες, οι οποίες «θα επιλέξουν 500 με 1.000 στελέχη,[3] αποκλειστικώς Ελληνες»: ναι μεν το πρόγραμμα είναι «μόνο για Έλληνες», όχι όμως οποιουσδήποτε Έλληνες, αλλά αυτούς που «έχουν αποκτήσει κατάρτιση και εμπειρία σε διεθνείς οργανισμούς, πανεπιστήμια και επιχειρήσεις του εξωτερικού». Οι Βρυξέλλες, ένα εξωεθνικό-υπερεθνικό κέντρο και δη ακριβώς στην περίοδο των πανευρωπαϊκών πολιτικών συγκρούσεων ευρωσκεπτικισμού-φιλευρωπαϊσμού με κεντρικό επίδικο τον ρόλο του, θα φροντίσουν για την επιλογή, πρόσληψη, (ασύμμετρα υψηλή) μισθοδοσία, αξιολόγηση και λογοδοσία των Ελλήνων που θα διοικήσουν το δημόσιο της Ελλάδας από τις επιτελικές του θέσεις. Δηλαδή, η μεταρρύθμιση συνίσταται στο ότι τον κρατικό μηχανισμό μιας χώρας θα τον διοικεί προσωπικό επιλεγμένο και μισθοδοτούμενο από υπερεθνικούς δρώντες, στους οποίους θα λογοδοτεί και από τους οποίους θα μισθοδοτείται και θα αξιολογείται. Όλο αυτό δεν είναι μόνο μια βαθιά μεταρρύθμιση, συνιστά παράλληλα και αντιστροφή του brain drain!
Θα καταφέρουν όμως να κυριεύσουν αποτελεσματικά αυτά τα «μεταμοσχευθέντα» στελέχη («αποκλειστικώς Έλληνες» όμως) στην δυσήνια και σάπια ελληνική κρατική μηχανή; «Ωραία, να φέρεις τους καλύτερους. Αλλά πού;»[4] διερωτάται εντίτλως ο ίδιος αρθρογράφος σε άλλο άρθρο της ίδιας ημέρας, όπου και απαντά ο Αχιλλέας Σκόρδας, καθηγητής Διεθνούς Δικαίου στο Πανεπιστήμιο της Κοπεγχάγης, θέτοντας τις προϋποθέσεις επιτυχίας: «οι νέοι υπάλληλοι πρέπει να είναι υπόλογοι απευθείας στην Κομισιόν. Να βρίσκονται υπό διαρκή αξιολόγηση, αλλά από την Ευρώπη» ούτως ώστε να «μπει ένα κομμάτι κοινοτικής διοίκησης στην Ελλάδα». (Αναγνώστη, θυμίσου: αν σκεφτείς λέξη παρεμφερή της «αποικίας», είσαι ψεκασμένος, εμπρηστικός, ανορθολογικός και ανάξιος να συναριθμηθείς στους σοβαρούς ανθρώπους.)
Διερωτάται κανείς, ποιος είναι ακριβώς ο πήχυς από τον οποίο και πάνω είναι κανείς «άριστος Έλληνας του εξωτερικού»; Από πού και πάνω, από πού και κάτω; Επί παραδείγματι, η επιτυχής απλώς μονοετής μεταπτυχιακή σπουδή--που κοστίζει συνολικά μερικές δεκάδες χιλιάδες ευρώ σε όσους γονείς έχουν να τα δώσουν, πολλώ δε μάλλον όταν οι μεταπτυχιακές υποτροφίες λόγω ακαδημαϊκών επιδόσεων σπανίζουν--σε ένα London School of Economics / LSE, στο οποίο έχει μετεκπαιδευτεί περίπου η μισή «επώνυμη» Ελλάδα, επαρκεί; Καθιστά τους πτυχιούχους της μονοετούς μεταπτυχιακής μετεκπαιδεύσεως αδιάφθορους και αποτελεσματικούς παρά το γεγονός ότι είναι Έλληνες; Μας πειράζει το γεγονός ότι ειδικά οι μεταπτυχιακές σπουδές (όχι τόσο οι διδακτορικές) σε κορυφαία ιδρύματα του αγγλοσαξωνικού κόσμου συνιστούν απηνή συνάρτηση οικονομικής δυνατότητας και όχι αριστείας, με λίγες μόνο εξαιρέσεις, και η συνακόλουθη συνάρτηση της δυνατότητας δημόσιας διοίκησης στην Ελλάδα με αυτό ως προνομιακό ατού σύμφωνα με την πρόταση; (Να το ξεμασήσουμε: εάν ο πατήρ δώσει συνολικά τριάντα-σαράντα χιλιάδες ευρώ και εσύ επιτύχεις να μην αποτύχεις στο να πάρεις ένα μονοετές μεταπτυχιακό, ή ακόμα καλύτερα εάν--μαζί με τους οικονομικούς κρουνούς--συνεχίσεις κι εσύ σε περαιτέρω λαμπρές επιτυχίες, θα έπρεπε αυτό να σε τοποθετήσει αυτομάτως σε προνομιακή θέση για να διοικείς το ελληνικό δημόσιο λογοδοτώντας στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή;) Και, εν πάση περιπτώσει, αφού ούτως ή άλλως η μετεκπαίδευση σε κατά το μάλλον ή Eton ονομαστά ιδρύματα του εξωτερικού συνιστά ήδη κομμάτι του τελετουργικού αναπαραγωγής σημαντικότατου μέρους της ελλαδικής ελίτ, τι το καινούργιο προσφέρει η θεσμοποίηση αυτού του κριτηρίου;
Είναι πραγματικά αποκαλυπτικό ότι ο καθηγητής Σκόρδας τιτλοφορεί το ενθουσιωδώς υποστηρικτικό του άρθρο για την πρόταση, το οποίο δημοσιεύθηκε στην ίδια ιστοσελίδα με την ίδια την πρόταση, 'State building in Greece'[5]--με το state building ως όρο να παραπέμπει ευθέως στο Ιράκ, στη Βοσνία, στην Παλαιστίνη, στο Αφγανιστάν, σε χώρες της Αφρικής, γενικά σε εμπόλεμες και κατεστραμμένες ζώνες στις οποίες προστρέχει η Δύση με θυσιαστική ανιδιοτέλεια δόμησης κρατικών δομών και τοποθέτησης προσχεδιασμένου κρατικού μηχανισμού, εγκαθιδρύοντας έτσι την ειρήνη...
Αξίζει προσοχή το πώς παρουσιάζεται στην πρόταση ως ριζοσπαστικό, μεταρρυθμιστικό και θεραπευτικό το ότι τα νέα ανώτατα στελέχη του κρατικού μηχανισμού της χώρας δεν θα επιλέγονται από τη χώρα, δεν θα μισθοδοτούνται από τη χώρα και φυσικά δεν θα λογοδοτούν στη χώρα (αφού θα αξιολογούνται από τις ευρωπαϊκές αρχές, οι οποίες θα τους παρέχουν έναν ασύλληπτο για τα ελληνικά δεδομένα μισθό), διότι έτσι η χώρα θα γλυτώσει από τη «διαφθορά», τις «εξαρτήσεις», τη «διαιώνιση του πελατειακού συστήματος»--κακοδαιμονίες από τις οποίες γλύτωσε εγκαίρως το κράτος της Πολωνίας με mutatis mutandis παρόμοιες θαραλέες μεταρρυθμίσεις στη δημόσια διοίκησή του ήδη από τον Σεπτέμβριο-Οκτώβριο του 1939.
Κάποια ερωτήματα πρέπει να τεθούν: θα μπορούσε να χαρακτηριστεί το προτεινόμενο σύστημα ως μια μεταμοντέρνα μετεξέλιξη του εξαιρετικά επιτυχημένου στην οθωμανική διοίκηση μοντέλου των γενιτσάρων, ή θα συνιστούσε μια τέτοια αποτίμηση λυσσώδες παραλήρημα νοητικά ελλειμματικού ψεκασμένου λαϊκιστή; Σε κάθε περίπτωση, το γεγονός παραμένει: στο ράφι «τα αυτονόητα» του μυαλού του μέσου Έλληνα μεταρρυθμιστή, οι Έλληνες είναι εν τέλει ένας βρώμικος λαός, ο οποίος απλώς δεν μπορεί, εξ ορισμού είναι αδύνατον να στήσει ένα σωστό ευρωπαϊκό κράτος: ο μόνος τρόπος να στηθεί επιτέλους το τελευταίο είναι να κυβερνηθούν οι Έλληνες από τους «έξω»--και αν αυτό δε γίνεται, τότε τουλάχιστον να παρεμβληθούν κάποιοι ανανήψαντες/διαφωτισθέντες Έλληνες, οι οποίοι αποκαθαίρονται από την ρέπουσα στη διαφθορά και στην πελατειοκρατία εγγενή τους φύση δια του καθαρτηρίου πυρός κάποιων ετών σπουδής στο LSE ή κάποιων ετών εργασίας σε κάποιον πεφωτισμένο και λελαμπρυσμένο θεσμό. Εκπαιδευμένοι από τους «έξω», λογοδοτούντες στους «έξω», υπό τον άμεσο έλεγχο των «έξω», και μισθοδοτούμενοι δαψιλέστατα με μισθούς που ειδάλλως θα ήταν αδύνατο να λάβουν εντός Ελλάδος ακριβώς για το ίδιο το γεγονός ότι δέχονται να αναλάβουν αυτόν τον ρόλο--ναι, αυτοί οι Έλληνες, επιτέλους, θα μπορέσουν να μας κάνουν κράτος, να γλυτώσουμε από την ανείπωτη ντροπή που σαρκώνουμε και περιφέρουμε.
Ας θυμηθούμε πως στο άρθρο της, η «Καθημερινή» μας ενημερώνει πως ανώνυμο στέλεχος που συμμετείχε στην Task Force της Κομισιόν της ομάδας υπό τον Χορστ Ράιχενμπαχ δήλωσε σχετικά με την πρόταση των von Bogdandy και Ιωαννίδη πως «ακόμη κι αν φέρεις πεντακόσια ανθρώπους, πεντακόσια διαμάντια, θα είναι σαν να τα πετάς στη λάσπη». Το γεγονός ότι «διαμάντια» είναι οι ανανήψαντες σε ιδρύματα του εξωτερικού Έλληνες και «λάσπη» οι Έλληνες που δεν έχουν φοιτήσει ή εργαστεί σε δυτικοευρωπαϊκά και αμερικανικά ιδρύματα αλλά στελεχώνουν το κράτος, δεν προξενεί στον μέσο αναγνώστη αγανάκτηση για το θρασύτατο μεσαίο στέλεχος που μιλά με γλώσσα κατ' ευθείαν βγαλμένη από την εποχή της αποικιοκρατίας, αλλά ντροπή και όνειδος που η χώρα του αξιολογείται από έναν Ειδικό ως μη επιδεχόμενη αποτελεσματική επισκευή.
Δύο είναι τα διδάγματα από την παραπάνω συμπτωματολογία: το πρώτο είναι η εσωτερίκευση της αποικιακής νοοτροπίας, η οποία είναι η προτεινόμενη κανονικότητα του δημοσίου λόγου: οι καρποί της αυτονόητα καλωσορίζονται, δεν καταδικάζονται--και αν καταδικασθούν, θα είναι λόγω της ελλειμματικής εφαρμοσιμότητας των προτάσεων, δηλαδή επειδή δεν εγγυώνται την ολοκλήρωση της αποικιακής διαδικασίας παρά την σχετική τους επαγγελία.
Το δεύτερο είναι πως, αφού είναι πλέον αδιανόητο να αποκληθούν δημοσίως αυτές οι τάσεις με το όνομά τους χωρίς να καταστεί ο αποκαλέσας «γραφικός», ο χώρος του «επιτρεπτού και πολιτισμένου δημοσίου λόγου» έχει περισταλεί τόσο ριζικά, εξορίζοντας και τα πλέον προφανή από την περιφέρειά του, ώστε καταλήγει πλέον να σμικρύνει και να ελαχιστοποιεί τελεσιδίκως τα περιθώρια δημόσιας σκέψης/διανόησης, ανάλυσης και συζήτησης. Το μόνο που δύναται να επιτρέψει είναι η αναπαραγωγή εύκολων, εύπεπτων, και προπαντός λογικά σόλοικων συνθηματιδίων. Σε ένα τέτοιο περιβάλλον, το να θεωρηθεί κανείς από τον περιρρέοντα δημόσιο λόγο ως αξιοπρεπής, ήτοι επιτρεπτός, θα πρέπει να του καταστεί πρόξενος έντονου, υπαρξιακού άγχους.
*Προηγούμενη, συντομώτερη εκδοχή του κειμένου δημοσιεύθηκε στο Unfollow 65 (Μάιος 2017).
, ελληνική εκδοχή του 'Νeue Leute braucht das Land' στην Die Zeit, 13:29, 23.03.2017, http://www.zeit.de/2017/13/griechenland-reform-staat-personal-sparpolitik-eu.
[3] Ο αριθμός εμφανίζεται και στο 'New Forces for Greek State Reform', Armin von Bogdandy, Michael Ioannidis, 9/3/17, http://verfassungsblog.de/new-forces-for-greek-state-reform/, όπου και ευγενώς σημειώνεται δια τον φόβον των Ιουδαίων: The appointments, however, need to have the approval of Greek authorities to counter any charge of "foreign domination." Σε επόμενο άρθρο-συνέχεια (Comments on Comments, verfassungsblog.de/new-forces-for-the-greek-state-comments-on-comments/) σημειώνουν τον κίνδυνο "that our proposal could fuel a rise of populist parties in Greece who demonise Brussels as a sort of colonising power. To address this danger we stress our consensual approach." Διερωτάται κανείς εάν η χρήση της λέξης «συναινετικό»/consensual είναι παιγνιώδης, ή αν η ειρωνεία του πράγματος τους διαφεύγει.