Ποτέ δεν πλήττει κάποιος με την Ελλάδα. Έπειτα από ένα καλοκαίρι γεμάτο δράμα, το οποίο έληξε, εντελώς προβλέψιμα, καταλήγοντας στο τρίτο πρόγραμμα διάσωσης, το οποίο κανένας στα αλήθεια δεν υποστήριξε, αλλά όμως σχεδόν όλοι στο τέλος υπερψήφισαν! Ο Αλέξης Τσίπρας παραιτήθηκε αμέσως μόλις είχε εξασφαλιστεί το τρίτο πακέτο διάσωσης που ο ίδιος εξακολουθεί να θεωρεί επισήμως μια εθνική «ταπείνωση».
Η επιχειρηματολογία του ήταν τόσο γοητευτική όσο και απίστευτη: «Νιώθω την βαθιά ηθική και πολιτική ευθύνη να θέσω στην κρίση σας όλα όσα έχω κάνει, τις επιτυχίες και τις αποτυχίες». Ας θυμηθούμε ότι πρόκειται για τον ίδιο άνθρωπο, ο οποίος εισηγήθηκε και αποφάσισε το δημοψήφισμα, ώστε να λάβει την υποστήριξη του ελληνικού λαού στην εναντίωση σε ένα, πολύ παρόμοιο, πρόγραμμα διάσωσης. Στη συνέχεια ανέστρεψε ένα ηχηρό και αναπάντεχο 61% του ΟΧΙ σε ένα γρήγορο και αποφασιστικό ΝΑΙ σε μια ακόμη χειρότερη συμφωνία.
Ακριβώς όπως το δημοψήφισμα, έτσι και οι νέες εκλογές δεν διεξάγονται για την δημοκρατία ή για να εισακουστεί η φωνή του ελληνικού λαού, αλλά για την ισχυροποίηση της αυξανόμενης ισχύος του Τσίπρα μέσα στον ΣΥΡΙΖΑ, του οποίου η ονομασία έχει μάλλον πάψει να ανταποκρίνεται στη ταυτότητα του. Τους τελευταίους οκτώ μήνες ο Τσίπρας κυβερνούσε κόντρα σε μια μεγάλη μερίδα του κόμματος του, καταλήγοντας να γίνει απόλυτα εξαρτώμενος από την αντιπολίτευση. Τη στιγμή που ο Τσίπρας άλλαξε τη θέση του, πιστοποιώντας την με την υπογραφή του τρίτου προγράμματος διάσωσης, οι νέες εκλογές ήταν αναπόφευκτες.
Πρώτον, η τρέχουσα δεξαμενή των βουλευτών του ΣΥΡΙΖΑ ήταν έντονα διχασμένη αναφορικά με την στροφή του Τσίπρα σε πιο μετριοπαθείς και ρεαλιστικές τοποθετήσεις, υπονομεύοντας όλο και περισσότερο τη θέση του ως πρωθυπουργού. Δεύτερον, ο Τσίπρας κυβερνούσε με έναν αφύσικο σύμμαχο, τους ΑΝΕΛ. Μολονότι οι Ανεξάρτητοι Έλληνες ήταν το μοναδικό άλλο κόμμα που είχε αντιταχθεί στο Μνημόνιο, υποστηρίζοντας όμως την παραμονή της Ελλάδας στην Ευρωζώνη, σχεδόν όλες οι υπόλοιπες προγραμματικές θέσεις του κόμματος είναι διαμετρικά αντίθετα με εκείνες του ΣΥΡΙΖΑ (για παράδειγμα πάνω σε ζητήματα άμυνας, μετανάστευσης και της Εκκλησίας). Τρίτον, η αντιπολίτευση δεν θα εξακολουθούσε να «διασώζει» για πολύ ακόμη τον Τσίπρα για οποιοδήποτε άλλο λόγο, όταν μάλιστα το τρίτο σχέδιο διάσωσης είναι ασφαλές -γεγονός που αποτελεί την κατεξοχήν ειρωνεία της τύχης, αφού τα μεν κόμματα της αντιπολίτευσης στις εκλογές του Ιανουαρίου είχαν ταχθεί υπέρ του μνημονίου, ενώ η προεκλογική εκστρατεία των ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ ήταν αντιμνημονιακή.
Το γεγονός ότι ο Τσίπρας προσέφυγε την δεδομένη στιγμή σε νέες εκλογές, και θέλει αυτές να διεξαχθούν το δυνατόν συντομότερα, τεκμηριώνει τα Μακιαβελικά ένστικτά του. Υπάρχουν άφθονα και σημαντικά δεδομένα που ενεργούν υπέρ του, αλλά θα μπορούσαν σύντομα να υποχωρήσουν.
Πρώτον, παρόλη τη στροφή 180 μοιρών σε σχέση με το βασικό σημείο της προεκλογικής εκστρατείας του, ο Τσίπρας εξακολουθεί να είναι μακράν ο πιο δημοφιλής πολιτικός στην Ελλάδα. Ενώ λόγω των διακοπών δεν έχουν δημοσιοποιηθεί ακόμη τελευταίες δημοσκοπήσεις, προηγούμενα γκάλοπ έδειχναν ότι πάνω από το 50% των Ελλήνων ενέκρινε τους όρους που ο Τσίπρας διαπραγματεύτηκε στο τρίτο σχέδιο διάσωσης και ότι σχεδόν το 70% των Ελλήνων ήθελε αυτός να είναι επικεφαλής της διακυβέρνησης της χώρας.
Δεύτερον, η εσωτερική αντιπολίτευση δεν έχει ακόμη οργανωθεί. Αν και η Λαϊκή Ενότητα του Παναγιώτη Λαφαζάνη συγκροτήθηκε αμέσως μετά την ανακοίνωση της προσφυγής στην κάλπη και διεκδικεί να γίνει η φωνή του ΟΧΙ, το πρόβλημα είναι ότι οι περισσότεροι Έλληνες έχουν κουραστεί με την διαμάχη ενάντια στην Ευρωπαϊκή Ένωση και φοβούνται ότι το νέο κόμμα θα ενεργήσει υπέρ μιας, ουσιαστικά αντιδημοφιλούς, λύσης Grexit. Eπιλογή που εκφράζει ρητά ο Λαφαζάνης.
Τρίτον, η εξωτερική αντιπολίτευση βρίσκεται σε κατάσταση σχετικής αποδιοργάνωσης. Ο κύριος αντίπαλός του ΣΥΡΙΖΑ, η Νέα Δημοκρατία, βιώνει την πρόσφατη παραίτηση του αρχηγού της μετά την απογοητευτική καμπάνια στο δημοψήφισμα και πρακτικά νέος αρχηγός δεν έχει ακόμη εκλεγεί. Όποιος και να εκλεγόταν τώρα δεν θα είχε το χρόνο να καθιερωθεί μέσα σε διάστημα ενός μήνα ως σοβαρός αντίπαλος του Τσίπρα. Πρόσφατες δημοσκοπήσεις έδιναν στον ΣΥΡΙΖΑ πρωτιά πάνω από το 30% και δεύτερη τη ΝΔ με ποσοστό χαμηλότερο του 20%. Δεδομένου του εκλογικού συστήματος, το οποίο οποία απονέμει στο πρώτο κόμμα το bonus των 50 εδρών (το ένα έκτο του συνόλου των εδρών στο κοινοβούλιο), τα νέα είναι πολύ καλά για τον κ. Τσίπρα.
Τα άλλα κόμματα αγωνίζονται για την επιβίωσή τους. Το ΠΟΤΑΜΙ παρουσιάζεται στις δημοσκοπήσεις να καταλαμβάνει την τρίτη θέση με μόλις 6%, ενώ το αντιευρωπαϊκό, νεοναζιστικό κόμμα της Χρυσής Αυγής βρίσκεται στην τέταρτη θέση με ένα 5%, καθώς ολόκληρη η ηγεσία του παραμένει υπόδικη με την κατηγορία της εγκληματικής οργάνωσης. Τα υπόλοιπα κόμματα αιωρούνται γύρω στο κατώφλι του 3%, συμπεριλαμβανομένου του ΠΑΣΟΚ, του ΚΚΕ και των ΑΝΕΛ.
Τέταρτον, ο χρόνος είναι πολύτιμος, επειδή οι συνέπειες του τρίτου πακέτου διάσωσης πρόκειται να γίνουν αισθητές πολύ σύντομα, αν μη τι άλλο από το εκλογικό σώμα του ΣΥΡΙΖΑ. Και ενώ είναι βέβαιο ότι ο Τσίπρας θα συνεχίσει να εξωτερικεύσει την ενοχή, κατηγορώντας τη Γερμανία και τις προηγούμενε ς ελληνικές κυβερνήσεις ότι τον άφησαν δίχως «καμιά επιλογή», όλο και περισσότεροι Έλληνες θα αρχίσουν να τον θεωρούν, τουλάχιστον εν μέρει, συνυπεύθυνο για τις αναπόφευκτες πολιτικές λιτότητας.
Η συνέπεια όλων των παραπάνω συμπερασμάτων σηματοδοτούν ένα γεγονός: οι επικείμενες εκλογές δεν θα είναι και τόσο συναρπαστικές. Θα μπορούσαν να αποτελέσουν ίσως τις πρώτες ελληνικές εκλογές, που δεν θα έχουν δημοψηφισματικό χαρακτήρα, αναφορικά με τα Μνημόνια. Θα είναι, όμως, μια ξεκάθαρη νίκη για τον Τσίπρα. Κατά ειρωνικό τρόπο, αφού κεφαλαιοποίησε την πολιτική επιτυχία του, βασιζόμενος στην καταδίκη της επιχειρηματολογίας των παλαιών κομμάτων ότι «δεν υπάρχει εναλλακτική οδός εκτός από το μνημόνιο», ο Τσίπρας κατόρθωσε να καταστεί ο ίδιος«η μοναδική εναλλακτική» της ελληνικής πολιτικής.
Το ερώτημα που απομένει να απαντηθεί είναι αν θα χρειαστεί εκ νέου να στηριχθεί σε κάποιο κόμμα για να συγκυβερνήσει. Στο τέλος όμως, όλα αυτά δεν θα έχουν και τόση σημασία, αφού η νέα κυβέρνηση, ανεξάρτητα από τα μέρη που θα την συναποτελούν, θα είναι υποχρεωμένη να ανταποκριθεί στους όρους της συμφωνίας του τρίτου πακέτου διάσωσης, κάτι που της αφήνει ελάχιστα περιθώρια για πολιτικούς αυτοσχεδιασμούς.