Είδα: Τα «Στοιχειώδη Σωματίδια» σε σκηνοθεσία Ζυλιέν Γκοσλέν

Πώς μπορούν να μεταφερθούν στη σκηνή τα «Στοιχειώδη Σωματίδια», το χειμαρρώδες βιβλίο του αμφιλεγόμενου Μισέλ Ουελμπέκ, ένα κείμενο που ουσιαστικά αποτελεί το πανόραμα του δυτικού κόσμου σε διάρκεια μισού αιώνα;
Open Image Modal
tospirto.net

Πώς μπορούν να μεταφερθούν στη σκηνή τα «Στοιχειώδη Σωματίδια», το χειμαρρώδες βιβλίο του αμφιλεγόμενου Μισέλ Ουελμπέκ, ένα κείμενο που ουσιαστικά αποτελεί το πανόραμα του δυτικού κόσμου σε διάρκεια μισού αιώνα;

Μεγάλο και δύσκολο το στοίχημα για έναν νεαρό σκηνοθέτη, όπως ο τριαντάχρονος Ζυλιέν Γκοσλέν, στοίχημα που ωστόσο κέρδισε απόλυτα ικανοποιώντας στο έπακρο αυτούς που έσπευσαν να δουν αυτήν του την ανάγνωση. Μία ανάγνωση στηριγμένη πάνω στη δική του ιδιαίτερη προσωπική ματιά και ερμηνεία, καθαρόαιμα αφηγηματική και μεταμοντέρνα στη βάση της, που όχι μόνο αξιοποιεί στο έπακρο το εγγενώς θεατρικό και πολυφωνικό ύφος του συγγραφέα, αλλά απογειώνει το απόσταγμα των όσων γράφει με τρόπο μοναδικό, ταξιδεύοντάς μας στη σύγχρονη απόγνωση και στα έγκατα της ανθρώπινης επιθυμίας για ελευθερία και... αγάπη.

Οι δύο βασικοί χαρακτήρες του έργου, δύο ετεροθαλή αδέλφια που η μάνα τους χάριν την προσωπικής της σεξουαλικής απελευθέρωσης παράτησε στους παππούδες τους από μικρά: ο σεξουαλικά καταπιεσμένος Μισέλ, βιολόγος ερευνητής που ανίκανος να αγαπήσει, ζει στην παρακμή της σεξουαλικότητάς του, επικεντρωμένος στη δουλειά, στο σούπερ μάρκετ και στα ηρεμιστικά και ο σεξομανής Μπρινό, που αναζητεί απεγνωσμένα τη σεξουαλική απόλαυση στο εσωτερικό οργανωμένων τόπων ηδονής, προσωποποιούν στο έπακρο αυτή ακριβώς την παρακμή των δυτικών κοινωνιών. H ταραχώδης οικογενειακή και συναισθηματική τους διαδρομή περιγράφει παραστατικά την αυτοκτονία της Δύσης, ενώ ταυτόχρονα εξαγγέλλει και την απαρχή μιας μετάλλαξης του ανθρώπου. «Για μένα είναι προφανές ότι εγώ, δηλαδή όλοι μας είμαστε η σημερινή εκδοχή του Μισέλ και του Μπρινό», αναφέρει ο ίδιος ο Γκοσλέν σε συνεντεύξεις του. Και δεν έχει άδικο.

Δέκα ηθοποιοί επί σκηνής ενσαρκώνουν τόσο τους λογοτεχνικούς ήρωες, όσο και τους ίδιους τους αφηγητές και σχολιαστές. Ψιθυρίζουν, απαγγέλλουν, αναγιγνώσκουν, συζητούν, κάνουν χιούμορ, τραγουδούν, κραυγάζουν λόγια σπαρακτικά, αποδομούν τα σαθρά θεμέλια πάνω στα οποία στηρίζεται η κοινωνία μας, ανεβάζουν τη θερμοκρασία στα ύψη, μας ταρακουνούν από τις θέσεις μας. Πολύτιμος σύμμαχός τους η ζωντανή μουσική (την οποία έχει επιμεληθεί ο Γκιγιόμ Μπασελέ) που σε συνδυασμό με την απόλυτα ορθή, ισορροπημένη και εμπνευσμένη χρήση βίντεο (μία τεράστια οθόνη στο βάθος της σκηνής απεικόνιζε άλλες φορές τα πρόσωπα των πρωταγωνιστών και διαλόγους τους σαν κινηματογραφική ταινία και άλλοτε λέξεις- κλειδιά, αλλά και ολόκληρα χωρία του κειμένου) έδιναν στην παράσταση έναν ξεχωριστό ρυθμό. Κάπως έτσι βυθιστήκαμε σ΄ ένα σύμπαν γυμνό από περιττές σκηνικές λεπτομέρειες και σε μία έντονη στοχαστική ατμόσφαιρα αποστασιοποίησης, που έδινε ιδιαίτερες αποχρώσεις στις έννοιες της σύγχρονης απομόνωσης, του άκρατου ατομικισμού και της έλλειψης αγάπης και στοργής μέσα σ' έναν κόσμο αδιάφορο. Έναν κόσμο που θα θυσίαζε ακόμη και την τελευταία ρανίδα ανθρωπιάς του στο βωμό της προσωπικής του απόλαυσης.

Αυτές ακριβώς οι παραστάσεις ταιριάζουν στο φεστιβάλ Αθηνών και αποτελούν τα καλύτερα διαπιστευτήριά του για το μέλλον. Ρηξικέλευθες, εν μέρει πειραματικές, διαφορετικές, κανονική γροθιά στο στομάχι. Παραστάσεις απόλυτα συγχρονισμένες με τον απαισιόδοξο παλμό του σήμερα, που έχουν αποσπάσει εξαιρετικές κριτικές, που συστήνουν σημαντικούς συγγραφείς και που ανταποκρίνονται στις ανάγκες όχι μόνο του πιο εξειδικευμένου και ψαγμένου κοινού, αλλά και σε ένα κοινό πιο ευρύ και ανοιχτό σε πολιτιστικές προκλήσεις. Αν κάτι ήταν κρίμα, αυτό ήταν πως η παράσταση παρουσιάστηκε για δύο μόνο ημέρες και μάλιστα η δεύτερη συνέπεσε με την παγκόσμια πρεμιέρα της παράστασης του Καστελούτσι, αλλά και με τη Μήδεια του Δημήτρη Καραντζά στη Μικρή Επίδαυρο και το κοινό διχάστηκε ανάμεσά τους.

Γιατί να τη δει κάποιος:

- Γιατί θα περάσει τέσσερις από τις πιο ενδιαφέρουσες ώρες του φετινού φεστιβαλικού καλοκαιριού.

- Γιατί απεικονίζει με τραγικά γλαφυρό τρόπο την παρακμή του δυτικού πολιτισμού και μέσα από τον άκρατο μισανθρωπισμό του συγγραφέα, αποτίεται τελικά ένας ειρωνικός μεν, ουσιαστικός δε φόρος τιμής στον ίδιο τον άνθρωπο.

- Γιατί ο σκηνοθέτης έχει καταφέρει να βρει την χρυσή τομή ανάμεσα στη λογοτεχνία και το θέατρο, στην αφήγηση και τη δραματοποίηση.

Γιατί να μη τη δει:

Κανένας απολύτως λόγος. Η παράσταση αυτή αποτελεί το must του φετινού καλοκαιριού.

Διαβάστε περισσότερα για ό,τι συμβαίνει στις τέχνες στο www.tospirto.net