Η νεοφιλελεύθερη λογική επιτάσσει τη στέγαση ανθρώπινων αξιών, όπως αυτή της ελευθερίας και της δικαιοσύνης, υπό τη σκέπη της, εκκινώντας από την αφετηρία της επίτευξης του προσωπικού συμφέροντος μέσα από μη προκαθορισμένες και κατευθυνόμενες δράσεις, που προσήκουν στις αγοραίες συναλλαγές. Στον ίδιο παρονομαστή καταλήγουν και οι απόψεις για το εκπαιδευτικό σύστημα, το οποίο θα πρέπει να υπακούει στην ιδιωτική πρωτοβουλία και να αφορμάται από αυτή, μιας και πρόκειται για χρηματική επένδυση με μελλοντικά οφέλη. Ακόμα και η επιστημονική έρευνα, υπαγορευόμενη από όρους νεοφιλελεύθερων αποχρώσεων αποστασιοποιείται και διαχωρίζεται (ορθότερα) από την κρατική μέριμνα, στα πλαίσια προάσπισης μεγαλύτερης ελευθερίας μέσα από την ύπαρξη πολυσχιδών ιδιωτικών φορέων που θα αναπτύσσουν και θα χρηματοδοτούν ερευνητικές δραστηριότητες.
Οι αντιλήψεις, ως εκ τούτου, για την εκπαίδευση κινούνται στο ίδιο μοτίβο. Δηλαδή, στη γραφική παράσταση που σκιαγραφεί ο κυρίαρχος νεο-φιλελευθερισμός, η συντεταγμένη των συνιστωσών της εκπαίδευσης και της γλώσσας μάθησης εντοπίζεται στο σημείο της οικονομικής συναλλαγής και της μετρήσιμης αποδοτικότητας, γεγονός που εν τέλει αποτελεί μια ιδιαίτερη προβληματική τάση.
Η πεποίθηση ότι η τυπική εκπαίδευση είναι το εισιτήριο για την οικονομική επιτυχία, δίνοντας έμφαση στην ισχυρή συσχέτιση μεταξύ υψηλών εκπαιδευτικών επιτυχιών και υψηλότερων εισοδημάτων δεσπόζει ανέκαθεν σε όλες τις βαθμίδες της κοινωνικής διαστρωμάτωσης. Στον νεο-φιλελευθερισμό, αγκυλωνόμαστε ακόμα περισσότερο στις μυθολογίες μας και τις πολιτισμικές μας αφηγήσεις πως η εκπαίδευση είναι «ο μεγάλος εξισωτής». Αυτήν την πολιτική εισήγαγε και εφάρμοσε στην Αγγλία η Μ. Θάτσερ με το δημοφιλέστατο: «skills not knowledge» (δεξιότητες και όχι γνώση), στοχεύοντας μακροπρόθεσμα στη δημιουργία ενός πληθυσμού που θα είναι εργασιακά ευέλικτος και «εύπλαστος».
Κοντολογίς, διαφαίνεται ότι η εκπαίδευση εδράζεται σε μια πελατειακή σχέση μαθητή/τριας- εκπαιδευτικού, όπου ο πρώτος είναι ένας πελάτης με συγκεκριμένες ανάγκες και ο εκπαιδευτικός καλείται να τις ικανοποιήσει, όντας πάροχος υπηρεσιών. Σε αντιπαραβολή, όμως, με τις «εξ ορισμού» πελατειακές σχέσεις υπάρχει μια ειδοποιός διαφορά, μιας και ο μαθητής/τρια δεν γνωρίζει ακριβώς τις ανάγκες του. Το εκπαιδευτικό δυναμικό, μολαταύτα, οφείλει να τις προσδιορίσει και να τις καλύψει και όλα αυτά με κοινό παρονομαστή τη θέσπιση του ανταγωνισμού μεταξύ των σχολείων σε ό,τι αφορά το ποσοστό επιτυχίας τους σε αυτό το κάλεσμα-ρόλο.
Κατά συνέπεια, η κατανόηση της εκπαιδευτικής διαδικασίας ως οικονομικής μεγέθυνσης συνεπάγεται την υποβάθμιση του ρόλου της κοινωνικής παιδείας, ενώ η εναρμόνιση του εκπαιδευτικού συστήματος στις επιταγές του νεοφιλελευθερισμού αναδεικνύει το ατομοκεντρικό, ανταγωνιστικό και αγοραίο πρότυπο που αντιβαίνει στις συλλογικές αξίες, αφήνοντας ανάγλυφη χαραγή στο κοινωνικό σώμα. Τώρα πια εξαίρεται η αριστεία και πρυτανεύει μέσα σε αυταρχικότερες και όχι δικαιότερες κοινωνίες, όπου το άκαμπτο χέρι των θρησκευτικών παραδόσεων μπήγει περισσότερο το μαχαίρι στο εσωτερικό της κοινωνικής πληγής.
Το ξεδίπλωμα της επίθεσης εναντίον της δημόσια εκπαίδευσης είναι αναγκαίο, ενώ η ανάπτυξη ενός παλλαϊκού μορφωτικού κινήματος για την υπεράσπιση του δωρεάν χαρακτήρα της είναι αναφανδόν αναντίρρητο. Συνάμα, το αίτημα για την κατοχύρωση του δικαιώματος στη μόρφωση για όλους/ες συνδέεται αρμονικά με το δικαίωμα στην εργασία για όλους/ες. Άλλωστε, ένα απελευθερωτικό και κοινωνικά δίκαιο εκπαιδευτικό σύστημα μπορεί να αναδυθεί από ένα ευρύτερο κοινωνικό κίνημα εκ βάθρων αναδόμησης των υφιστάμενων κοινωνικών δομών, στην κατεύθυνση της κατάργησης των κοινωνικών ανισοτήτων και της οικοδόμησης μιας κοινωνίας που να οδηγεί στην ουσιαστική απελευθέρωση του ανθρώπου.