Ακόμη κι αν δεν γνωρίζετε τους Όσβαλντ Μόρις, Γκουνάρ Φίσερ, Γκάμπριελ Φιγκουερόα ή τον Σβεν Νίγκβιστ και τον Μίεσλαβ Τζαχόντα σίγουρα έχετε γελάσει ή κρυφοκλάψει με τις δημιουργίες τους. Έχουν γραφτεί χιλιάδες σελίδες για τον φωτισμό, το κάδρο, ακόμη και τον ερωτικό τρόπο που άγγιζαν την κάμερα κι όμως τέτοιους παγκόσμιους μάγους της εικόνας έχουμε κι εμείς!
Αναφέρομαι στις περασμένες γενιές των Ελλήνων κινηματογραφιστών, που ρύθμιζαν το διάφραγμα κλείνοντας λίγο τα μάτια, ενώ μπορούσαν να δουν μέσα από το βιζέρ το... επόμενο πλάνο τους. Και όμως δεν πήγαινε χαμένο ούτε ένα καρέ!
Άραγε γεννιούνται ή γίνονται τέτοιοι καλλιτέχνες;
Η Αννίκα και ο Μιχάλης, είναι οι γονείς του Σάκη Μανιάτη, ίσως εκείνοι να είχαν ένα λόγο για αυτή την αναπάντητη απορία.
Ο Σάκης γεννήθηκε μέσα στη δίνη του πιο άγριου πολέμου, του εμφυλίου, στις 16 Δεκέμβρη 1944. Το τέταρτο από τα εννιά παιδιά που γέννησε η Αννίκα. Όσο μεγάλωνε γινόταν και πιο όμορφος, όμως είχε κερδίσει τον τίτλο του πιο καλού μαθητή. Άριστος σε όλα τα μαθήματα, τόσο που μόνο σε αυτόν αγόρασε ποδήλατο ο Μιχάλης. Ο πατέρας του περίμενε να τον βγάλει ασπροπρόσωπο, να κορνιζάρει ένα πανεπιστημιακό πτυχίο, για να καμαρώνει τον επιστήμονα γιο.
Ο μικρός είχε ήδη διαλέξει κατεύθυνση, γνώριζε τον προορισμό του. «Είχα τρέλα, μια μανία με το σινεμά». Επαναλαμβάνει ενώ μοιάζει να κοιτά το ποτάμι που παίρνει τα χρόνια.
Μπορεί να έπαιζε ποδόσφαιρο παθιασμένα, και κλωτσούσε βίαια τη μπάλα στον «Εθνικό Ψυχικού», από την άλλη διάβαζε με επιμέλεια ατέλειωτες ώρες. Να όμως που ο νους του ποτέ δεν ξεκόλλησε από τη σκοτεινή αίθουσα. Κάθε απόγεμα θα έβλεπε και μια κινηματογραφική ταινία, παθιασμένος από τότε με τον Αμερικάνο σκηνοθέτη Τζον Φορντ, και αν δεν είχε χρήματα πηδούσε μάντρες και σκαρφάλωνε δέντρα, έφτανε να βρεθεί απέναντι από το λευκό πανί και να ταξιδέψει πάνω του. Τι κι αν πέρασε δεύτερος στη νομικό τμήμα του πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, το παράτησε για να βρεθεί στο Παρίσι και να δοκιμάσει τις πρώτες κινηματογραφικές σπουδές του.
Δυο χρόνια μετά επέστρεψε στη πατρίδα για να υπηρετήσει τη στρατιωτική του θητεία και κάπου εκεί ξεκινά ένα μεγάλο ταξίδι φιλμικής δημιουργίας που δεν έχει τελειωμό.
Το 1966, μέσα από μια σειρά γεγονότων που ίσως να φαίνονται τυχαία, κυρίως με την μεσολάβηση του μεγαλύτερου αδελφού του Βαγγέλη που ήδη δουλεύει στον χώρο, ο Σάκης Μανιάτης δουλεύει τριτοτέταρτος βοηθός, στην παραγωγή των γυρισμάτων του Αλέκου Σακελλάριου. Ταινία είναι «Η κόρη μου η σοσιαλίστρια» και Δ/ντης φωτογραφίας ο σπουδαίος Δ. Φωτογραφίας Δήμος Σακελλαρίου και εικονολήπτης ο Γιώργος Αρβανίτης.
Τα ίδια χρόνια συμμετέχει από διάφορες θέσεις στην παραγωγή του Δήμου Θέου «Κιέριον». Μια ταινία βασισμένη στην πολύκροτη υπόθεση της δολοφονίας του Αμερικανού δημοσιογράφου Πολκ. Ο Σάκης ολοκληρώνει τον στρατό μετά από πολλές ταλαιπωρίες, αφού τα πολιτικά του φρονήματα έφεραν δυσμένεια και μπόλικες μεταθέσεις στα σύνορα. Στη συνέχεια εγγράφεται στη σχολή Σταυράκου.
Είχε πια καταλήξει, ήθελε να γίνει σκηνοθέτης, όμως τότε είχε καρφωθεί στο μυαλό του ότι:
«η σκηνοθεσία δεν σπουδάζεται ή το 'χεις ή δεν το 'χεις, και έχει δυο βασικά συστατικά στοιχεία, την εικόνα και τους ηθοποιούς».
Και έτσι επιλέγει να σπουδάσει και τα δύο, φωτογραφία αλλά και υποκριτική. Το 1969 αριστεύει και τα δυο τμήματα της σχολής και σχεδόν αμέσως η καριέρα του απογειώνεται.
Συμμετέχει στο φεστιβάλ Θεσσαλονίκης με μια ταινία 35mm μικρού μήκους, την 12λεπτη Παρτίτα του Γιώργου Μαρή. Η σουρεαλιστική ταινία ήταν ένας φόρος τιμής στον Αντρέ Μπρετόν. Ο 25χρονος Σάκης δεν χρειάστηκε εξηγήσεις, από τους κριτικούς γράφονται ύμνοι για τους φωτισμούς και τις εικόνες του. Ήταν πια Διευθυντής Φωτογραφίας.
Μέχρι σήμερα ο Μανιάτης έχει ολοκληρώσει περισσότερες από 600 ελληνικές και ξένες παραγωγές σε όλο τον πλανήτη. Υπογράφει από διάφορες θέσεις, άλλοτε ως Δ. φωτογραφίας, μοντέρ, σκηνοθέτης ή ακόμη και παραγωγός.
Δουλεύει σε παραγωγές όπως το Μελλελέ (1972) μ.μ., ένα φιλμ του Τάσου Ψαρά με θέμα τους τσιγγάνους.
Το Μαύρο-Άσπρο, (1973) την πρώτη τανία του Θ. Ρετζή. Την Παραγγελιά, (1980) του Π. Τάσιος, την Καρκαλού, (1984) του Σ. Τορνέ. Τον Εξόριστο στην κεντρική λεωφόρο, (1979), Ζερβός-Φέρρης. Αλλά και τη Μεσσήνη, Μεθυσμένη πολιτεία (1999). Σκηνοθεσία-φωτογραφία.
Στην σαραντάχρονη πορεία του κινηματογραφιστή Μανιάτη ξεχωρίζουν πέντε μοναδικές παραγωγές διαχρονικής αξίας, τέτοιες που σίγουρα θα απασχολήσουν τις επόμενες γενιές. Τα Μέγαρα (1974), το πρώτο οικολογικό ντοκιμαντέρ σε συν-σκηνοθεσία (Γ. Τσεμπερόπουλου) και φωτογραφία, βγήκε κρυφά από τη χώρα μέσα σε διπλωματικό σάκο και κέρδισε το βραβείο Fipresi της διεθνούς ενώσεως κριτικών στο φεστιβάλ Βερολίνου. Η ταινία τραβήχτηκε με πολλούς κόπους και βάσανα με αναλογία τραβηγμένου με αξιοποιημένου υλικού σχεδόν 1 προς 1! Και παρουσιάζει τον αγώνα των Μεγαριτών όταν απαλλοτρίωσαν ετσιθελικά τα κτήματα τους για να χτίσουν στην περιοχή τα διυλιστήρια.
Στα τραγούδια της φωτιάς (1975) του Νίκου Κούνδουρου, περιλαμβάνεται ένα απίστευτο τράβελινγκ μονοπλάνο από την βουβή πορεία στην κηδεία του Δώρου Λοΐζου, (30/8/74). Τα γυρίσματα έγιναν σε μια μυθιστορηματική αποστολή που οργάνωσε ο πολυτάλαντος δημιουργός Ντίνος Κατσουρίδης και συμμετείχαν οι: Θανάσης Αρβανίτης, Φοίβη Σταυροπούλου, Σταύρος Κωνστανταράκος.
Αυτό το Α/Μ ντοκουμέντο τραβηγμένο σε 35mm μέχρι και σήμερα σύμφωνα με τον Σάκη Μανιάτη :«έμεινε στο ράφι και δεν έχει καταφέρει να φτάσει στα μάτια του κοινού»!
Από τα χέρια του Σάκη είναι και ο Αττίλας '74 (1975) του Μιχ. Κακογιάννη. Δεν είχε προλάβει να επιστρέψει και ξαναγύρισε στην Κύπρο, αυτή τη φορά με μια προσωπική 16άρα εκλαίρ και με περισσότερα από 100 έγχρωμα αυτή τη φορά νεγκατίφ. Δούλευαν τουλάχιστον 12 ώρες την ημέρα ενώ η 16 κιλών κάμερα τις περισσότερες φορές ήταν στο χέρι! Όμως το πιο σπουδαίο ήταν τα απανωτά συγχαρητήρια από το γαλλικό εργαστήριο που επεξεργάστηκε το υλικό και έκανε το blow-up. Κι όλα αυτά για ένα φιλμ πολλές φορές πουσαρισμένο που ήταν φωτομετρημένο με το μάτι!
Η ταινία κέρδισε το βραβείο ντοκιμαντέρ στο φεστιβάλ Φλωρεντίας, και αποτελεί ένα μοναδικό ντοκουμέντο για την εισβολή στην Κύπρο.
«Ο Μιχάλης σε όλη τη διάρκεια των γυρισμάτων ήταν γερό παληκάρι σε όλες τις στιγμές των γυρισμάτων, όχι μόνο δεν δείλιασε αλλά αρκετές στιγμές ήταν και επιθετικός. Κι όταν η φωνή του έσπαγε, εκεί ένιωθες το έντονο συναίσθημα που τον έπνιγε, μεγάλος δημιουργός», θα πει για τον σκηνοθέτη Κακογιάννη που δεν κοίταξε καμμιά στιγμή μέσα από το βιζέρ τη μηχανής!
Ο Σάκης Μανιάτης δεν πήρε καμμιά αμοιβή, αντίθετα από τις εισπράξεις όλων των προβολών χτίστηκε ένα σχολείο στην Κύπρο.
Ενδιαφέρον έχει και η γνωριμία του με τον Μιχάλη Κακογιάννη. Τις πρώτες ημέρες της εισβολής στην Κύπρο, έτυχε να γνωριστούν στο Παρίσι, εκείνες τις ημέρες ήταν σε έξαλλη κατάσταση αφού ένας από τους εκατοντάδες αγνοούμενους ήταν και το πρωτανίψι του, ο γιος του αδελφού του Γώγου Κακογιάννη, που εκείνη την εποχή υπηρετούσε τη θητεία του. Τελικά ήρθε το μήνυμα, είχε βρεθεί ο ανιψιός του Μιχάλη Κακογιάννη. Έπεσε και η Χούντα, ενώ στο Φεστιβάλ Βερολίνου οι Μανιάτης-Τσεμπερόπουλος πήραν το βραβείο Fipresi της διεθνούς ενώσεως κριτικών για το ντοκιμαντέρ Μέγαρα. Με την επιστροφή στην Αθήνα χτύπησε το τηλέφωνο ήταν ο κύπριος Κατσουρίδης. Με το αεροπλάνο θα κατέβαινε ο Κληρίδης στην Αγγλική βάση, μια αποστολή ήταν έτοιμη.
Ακολούθησε η ολοκλήρωση ενός ντοκιμαντέρ για τη Μάνη (1975).
Μια πολύχρονη προσωπική παραγωγή με γυρίσματα που ξεκίνησαν το 1967-8, σε δική του σκηνοθεσία όπως και φωτογραφία. Το φιλμ είναι σκληρό και δεν χαϊδεύει, αντίθετα καταγράφει τις ετικέτες και τα στερεότυπα στην μανιάτικη ταυτότητα. Ο Μανιάτης έφτασε μέχρι την Κορσική και πραγματοποίησε γυρίσματα στο μανιάτικο χωριό Καριέζε.
Η ταινία Μάνη κέρδισε τιμητική διάκριση στο φεστιβάλ κινηματογράφου της Θεσσαλονίκης, την ίδια χρονιά σάρωσε 6 βραβεία ο «Θίασος» του Θ. Αγγελόπουλου.
Σκηνοθέτης, παραγωγός, Δ.Φ, μοντέρ για το ντοκιμαντέρ Βάκχες, (1981) την τελευταία παράσταση του Καρόλου Κουν. Η ταινία τελειώνει με το σβήσιμο από τα φώτα κοινού στην Επίδαυρο, αμέσως μετά θα ξεκινούσε η παράσταση. Πρόκειται για μια καταγραφή από την ιδέα μέχρι την υλοποίηση του έργου από το Θέατρο Τέχνης.
Ο Σάκης Μανιάτης δεν μοιάζει με κλασικό 70άρη, το μάτι του παίζει, τριγυρνά και παρατηρεί, απαντά με νεύρο, κοφτά και με μπόλικη σκληράδα. Η κουβέντα μας έχει τόσο χιούμορ κι άλλη τόση δυσκολία, άλλωστε ποιος θα κατέγραφε τόσες χιλιάδες μέτρα φιλμ και δεν θα δυσπιστούσε για τις χιλιάδες εικόνες που διαρκώς μας κατακλύζουν;
-Τελικά ποιος είναι ο κινηματογραφιστής;
-Κινηματογραφιστής! Θα ήθελα να πω δυο ονόματα, πρώτα του μοναδικού και αξεπέραστου Ντίνου Κατσουρίδη, έπειτα του Γιώργου Πανουσόπουλου.
Ο κινηματογραφιστής μπορεί να καλύψει με αξιώσεις ένα φιλμ από οποιαδήποτε θέση. Οι Γάλλοι έχουν τον όρο cineaste, και τον χρησιμοποιούν όταν μιλούν για τους ξεχωριστούς σκηνοθέτες, όπως ο Ρενουάρ. Στην Ελλάδα ο κινηματογραφιστής δεν είναι μόνο Διευθυντής Φωτογραφίας, είναι σεναριογράφος, είναι παραγωγός, αλλά και σκηνοθέτης και μοντέρ. Και σε όλα είναι άριστος!
-Γιατί χάθηκαν οι κινηματογραφιστές τις γενιάς σου; τι γίνεται με την τεχνολογία;
«Δεν είμαι είμαι κατά της τεχνολογίας, έχει κάνει κακό (η τεχνολογία) αλλά αυτή καθαυτή δεν φταίει, το θέμα είναι η ευκολία που παρέχει στον άλλον να την χρησιμοποιήσει. Δεν είναι απαραίτητη καμιά γνώση, ούτε το ταλέντο. Μόνο να σκεφτείς πως σήμερα είτε πατήσει το κουμπί μιας κάμερας ο μακαρίτης ο Όσβαλτ Μώρις, (για μένα ο κορυφαίος Δ. Φωτογραφίας όλων των εποχών), είτε ο μανάβης της γειτονιάς το αποτέλεσμα θα είναι ακριβώς το ίδιο πράγμα. Αφού όλα τα κάνει η κάμερα. Δεν θα είναι ίδιο το κάδρο, ούτε και ο φωτισμός εάν ανάψουμε φώτα. Αλλά τελικά και ποιος ενδιαφέρεται; Είναι κρίμα αλλά σήμερα η εικόνα στις ταινίες (δεν θα πω τίποτα για την τηλεόραση) είναι απολύτως ίδια. Δεν με διαφέρει η στενότητα και το χειροκρότημα στα ανόητα δημιουργήματα, έχουμε βγάλει φιλμ αριστουργήματα όπως "τι έκανες στον πόλεμο Θανάση;" ή "το έγκλημα στα παρασκήνια". Τέτοιες ταινίες ακόμη και σήμερα σε κάνουν να γουρλώσεις τα μάτια σου, σε κινητοποιούν».
Σήμερα οι περισσότεροι κινηματογραφιστές της γενιάς του Σάκη Μανιάτη δεν κάνουν πια ταινίες, έτσι όλη τους η γνώση, η εμπειρία και το αστείρευτο ταλέντο πάει περίπατο δίχως κάποιον προφανή λόγο. Δεν υπάρχει πιο δημοκρατικό μέσο από τη φωτογραφία, όλοι μπορούν και δικαιούνται να έχουν το δικό τους δημιούργημα, να το καμαρώνουν και να προβάλλουν «το παιδί τους» ως ανεπανάληπτο. Κι όμως τι κρίμα, πόσα χάνουμε, όταν εκείνοι που με μια κάμερα, λίγα μέτρα φιλμ και πολλές φορές απλήρωτοι και απένταροι, διαμόρφωσαν και φώτισαν ολάκερες γενιές, σήμερα να είναι στη σκιά...