Οι ρεαλιστικές προεκτάσεις στο «Ο Χριστός ξανασταυρώνεται» του Νίκου Καζαντζάκη

Ο Καζαντζάκης στηλιτεύει το γεγονός ότι οι Ελληνες διαχρονικά μάχονται μεταξύ τους, τρώγονται. Ο κοινωνικός αλληλοσπαραγμός και η δίωξη του αδύναμου και του διαφορετικού έχει γίνει έμφυτο συστατικό στα χρόνια που οι άνθρωποι δοκιμάζονται από τους πολέμους και τη φτώχια. Ο ίδιος ο Καζαντζάκης είχε άμεση εμπειρία με το ιστορικό δράμα των προσφύγων. Τον Ιούλιο του 1919 διορισμένος γενικός διευθυντής του Υπουργείου Περιθάλψεως στάλθηκε από τον Ελευθέριο Βενιζέλο επικεφαλής της αποστολής επαναπατρισμού, με σκοπό να μεταφέρει τους εκατόν πενήντα χιλιάδες Ελληνες του Καυκάσου (Γεωργία και Αρμενία) που βρίσκονταν υπό διωγμό, στη Μακεδονία και Θράκη.
Open Image Modal

Στον στίβο της συγγραφής, οι υπηρέτες της γραφίδας -παλαιότερα καλαμαράδες- διαθέτουν δύο τρόπους να αποτυπώσουν τις θεωρήσεις τους για την κοινωνία· ο ένας είναι μέσω μιας εμπεριστατωμένης φιλοσοφικής ανάλυσης με συλλογιστικές και επιχειρήματα· ο άλλος είναι μέσω μιας μυθιστορίας, δηλαδή με το πλάσιμο ενός κόσμου, όπου οι χαρακτήρες λαμβάνουν τη φωνή του συγγραφέα, μεταφέροντας στους αναγνώστες σκέψεις και απόψεις του. Ο Νίκος Καζαντζάκης δοκιμάστηκε από νωρίς στον χώρο της φιλοσοφίας με την Ασκητική (1927), όπου συνέθεσε ένα ολοκληρωμένο φιλοσοφικό σύστημα με έντονες στοχαστικές αναζητήσεις.

Για να εκφράσει την κοινωνική του θεώρηση, συνθέτει το έργο Ο Χριστός ξανασταυρώνεται, όπου πλάθει χαρακτήρες ρεαλιστικούς, οι οποίοι λαμβάνουν υπόσταση και ζωή σαν μορφές σε πίνακα του EL GRECO, για να αναδείξουν τα κακώς κείμενα ή, απλώς, τα κείμενα της ελληνικής κοινωνίας του α' μισού του 20ου αιώνα. Οι χαρακτήρες αυτοί φέρουν ιδιαίτερα γνωρίσματα, τα οποία δεν έχουν απαλειφθεί από τον χώρο της ελληνικής πραγματικότητας, δηλαδή παραμένουν σε δραματικό βαθμό επίκαιρα. Είναι άνθρωποι διαχρονικοί, του τότε αλλά και του σήμερα. Ανθρωποι οριζόμενοι από αξόδευτα πάθη, καταπιεσμένοι σε έναν μικρόκοσμο συμπλεγματικό, γεμάτο φοβίες, συχνά αδικαιολόγητες. Ανθρωποι που δεν έχουν φιλοσοφήσει τη ζωή τους, ίσως γιατί δεν πρόλαβαν, ίσως γιατί δεν ήξεραν τον τρόπο, ίσως γιατί δεν θέλησαν να βασανίσουν το μυαλό τους και να μπλέξουν σε σκοτούρες.

Η ματιά του Καζαντζάκη στο έργο αυτό αποδεικνύει επανειλημμένα σε πόσο ικανό βαθμό ο ίδιος είναι γνώστης της κοινωνικής πραγματικότητας και πόσο δεξιοτέχνης έχει καταστεί στην απόδοση των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών πολλών και διάφορων προσωπικοτήτων, μέσω της πολύχρονης μελέτης συγγραμμάτων ψυχολογίας. Μπορεί και αποδίδει με πιστότητα κοινωνικά μοντέλα, τα οποία κυριάρχησαν για δεκαετίες στην ελληνική πραγματικότητα και άφησαν το στίγμα τους στην κοινωνική ιστορία του τόπου.

Κριτική στις στρεβλές διαστάσεις της κοινωνίας: ανώτερη τάξη/διανοούμενοι/χειραγωγούμενος λαός.

Βασικό στοιχείο της γραφής του Νίκου Καζαντζάκη είναι η αφηγηματική αντικειμενικότητα. Με τον όρο αυτό εννοείται η κρυστάλλινη απόδοση της εικόνας μιας κοινωνίας με τις αρνητικές και θετικές πλευρές. Ακολουθώντας μια πάγια τακτική στα μυθιστορήματά του, αυτά που θα έρθουν και αυτά που πέρασαν, δεν διστάζει να στηλιτεύει τις φαύλες πρακτικές της κοινωνίας, η οποία, εν προκειμένω, είναι μια κοινωνία κλειστή. Βάσει της μυθιστορίας, οι κάτοικοι παρουσιάζονται να συμβιώνουν με τον διαρκή φόβο του ξένου παράγοντα, του τοπικού Τούρκου Αγά, στον οποίο δίνουν εξηγήσεις για τις πράξεις τους. Εχουν απεμπολήσει κάθε ιδέα επαναστατικότητας και πρωτοβουλίας. Παρουσιάζονται ως ευθυνόφοβοι, ενώ η δειλία και η υποτακτικότητα έχουν πιάσει ρίζες βαθιά στις ψυχές τους. Εχουν γίνει αγνώμονες, σύγχρονοι φαρισαίοι, δικαστές της ηθικής. Αναζητούν στην κοινωνία τον αποδιοπομπαίο τράγο, ο οποίος θα γνωρίσει ταπεινώσεις και προσβολές εκ μέρους τους. Η στάση αυτή θυμίζει τη φράση «πολεμήστε για να δοξαστούμε». Σταυρώνουν τον αδύναμο, τον φτωχό, τον αθώο, γιατί οι συνειδήσεις τους είναι ένοχες και βολεμένες. Όπως γράφει ο ίδιος, «η συνείδηση που μένει για χρόνια στάσιμη και δεν μάχεται να αλλάξει, βαλτώνει, γίνεται πέτρα που δεν σπάει». Ο λαός ακολουθεί τις προσταγές των αρχόντων του, όντας άβουλο έρμαιο της εκάστοτε αρχής που λειτουργεί όχι για το συμφέρον του, αλλά για την προάσπιση των κεκτημένων της και των οφίτσιων.

Οι άνθρωποι ζουν σε μικρές και απομονωμένες κοινότητες, δίχως επαφή με τον έξω κόσμο· μια μικρογραφία της ελληνικής κοινωνίας της υπαίθρου μέχρι τη δεκαετία του 1970. Φορούν παρωπίδες ηθικής σεμνοτυφίας και πολεμούν ως ξένο σώμα τους ανθρώπους που η ζωή τους έβγαλε σε διαφορετικούς δρόμους, όπως μια χήρα, η Κατερίνα, η οποία, ακριβώς επειδή είναι απροστάτευτη, γίνεται βορά στα κακόβουλα σχόλια των πικρόχολων συμπατριωτών της, την ώρα που η καρδιά της είναι αγνή και άδολη. Στην κοινωνία κυριαρχούν η μισαλλοδοξία, ο ωφελιμισμός, η υποκρισία. Η μιζέρια απεχθάνεται και αντιμάχεται την επιθυμία για πρόοδο και απονομή δικαιοσύνης. Ο Καζαντζάκης, όντας ικανός γνώστης της ανθρώπινης ψυχολογίας και έχοντας φιλοσοφήσει σε βάθος τους ανθρώπινους κώδικες συμπεριφοράς, πετυχαίνει να δει την αποκρουστική και βαθιά προβληματική πλευρά ανθρώπων, όπως οι μισαλλόδοξοι και συμφεροντολόγοι παπάδες, οι αμήχανοι νοικοκυραίοι, οι φιλάργυροι κάτοικοι.

Αδύναμοι χαρακτήρες κόντρα στις βουλές των ισχυρών, οι οποίοι αργά ή γρήγορα επιβάλλονται. Η άρχουσα τάξη εκφράζοντας ελιτίστικες ιδέες, επιθυμεί να καταδυναστεύει τους μικρούς και αμέτοχους της εξουσίας, καθώς αντιλαμβάνεται την εκ μέρους της άσκηση της εξουσίας ως κάτι αυτοδίκαιο. Όταν ο κόσμος ζητάει μερίδιο στη λήψη αποφάσεων, απειλείται και διώκεται. Εδώ ταιριάζει η φράση «σηκώθηκαν τα πόδια να βαρέσουν το κεφάλι». Οι εύποροι κάτοικοι δεν νιώθουν να απειλούνται από την Τούρκικη διοίκηση (ξένος παράγοντας)· τουναντίον, συνδιαλέγονται μαζί της και πολλές φορές εις βάρος των ομόθρησκων συμπολιτών τους. Φανερώνεται ο διαχρονικός δοσιλογισμός του ελληνικού έθνους και η υποτέλεια στον εκάστοτε κατακτητή, προκειμένου να εξασφαλισθούν κάποια προνόμια. Ένα μόνο χαρακτηριστικό παράδειγμα αρκεί, αυτό των κατοχικών κυβερνήσεων του δεύτερου Παγκόσμιου πολέμου, υπό γερμανική διοίκηση, οι οποίες λειτουργούσαν υπό τις εντολές και τις υποδείξεις του κατακτητή.

Ο Καζαντζάκης πλάθει μια κοινωνία, της οποίας η ανατομία βασίζεται στη ραγιάδικη συνείδηση του λαού, άβουλου υποχείριου στην ιδεολογία των αρχόντων· στη μεσοβέζικη στάση της μερίδας των διανοούμενων, οι οποίοι αντί να κατακρίνουν ανοιχτά τις στρεβλώσεις και τις δυσλειτουργίες της κοινωνίας σπεύδουν να ταχθούν υποταχτικά και σχεδόν συνωμοτικά στη σειρά της άρχουσας τάξης. Οδηγεί, με τρόπο έξυπνο, την ιστορία σε σημείο να φανεί καθαρά η αντίθεση πλούσιων-ισχυρών και φτωχών. Οι άρχοντες συμπεριφέρονται με βάση τα οικονομικά και ταξικά τους συμφέροντα. Από τη στιγμή που ο βασικός πρωταγωνιστής, ο Μανολιός, γίνεται κίνδυνος για τα συμφέροντα αυτά και τις κοινωνικές δομές που τα στηρίζουν, δεν διστάζουν να τον εξολοθρεύσουν. Οι φορείς της κατεστημένης ιδεολογίας διακρίνουν στις πράξεις και τα λόγια των αιτούντων δικαιοσύνη τον επαναστατικό και ανατρεπτικό τους χαρακτήρα. Η κοινωνική ηθική, εν ονόματι της οποίας δρουν, χαρακτηρίζεται από τους άρχοντες κομμουνιστική/μπολσεβίκικη, επικίνδυνη, ανατρεπτική και οι υποστηρικτές της αντάρτες, ταραχοποιοί, όργανα του Μόσκοβου, που απειλούν την τάξη και ασφάλεια της κοινωνίας και τα θεμέλια αυτής (θρησκεία, πατρίδα, οικογένεια, ιδιοχτησία). Αυτή η πρακτική δεν είναι δίχως σκοπό, καθώς κατηγορούμενοι οι αυτουργοί του ηθικού αγώνα για μπολσεβικισμό συμβαίνει το εξής: υπονομεύεται η δυνατότητά τους να προσφύγουν σε ανώτερη διοίκηση για να βρουν το δίκιο τους σχετικά με την ανάλγητη και απάνθρωπη συμπεριφορά των κατοίκων του χωριού και εξασφαλίζεται η βοήθεια του Αγά, ο οποίος δεν θέλει να ασχοληθεί με μια υπόθεση που αφορά μόνο τους Ρωμιούς.

Η βάση της σύγκρουσης μεταξύ πλούσιων και φτωχών αποκαλύπτεται να είναι καθαρά υλική και ταξική. Αυτό που φοβίζει τους αστούς (κατεξοχήν εκπρόσωπος ο γερο-Λαδάς ο έμπορας) είναι η απώλεια της ιδιοκτησίας από τη σοσιαλιστική πρακτική των προσφύγων(συντήρηση φτωχής κοινότητας - επιβάρυνση πλούσιας κοινότητας, καθώς και η αλλαγή της δεδομένης χωροταξικής κατανομής: οι πλούσιοι στον γόνιμο κάμπο της Λυκόβρυσης/οι φτωχοί στους άγονους βράχους της Σαρακήνας), η απόδοση δικαιωμάτων στους φτωχούς και περιθωριακούς και η προοπτική να αναδειχθεί μια καινούρια μεσαία τάξη εμφορούμενη από σοσιαλιστικές ιδέες. Οι διαμάχες ανάμεσα σε άτομα, σε δόγματα και πολιτικές ιδεολογίες είναι λυσσαλέες. Ο Καζαντζάκης έχει την ευφυΐα να συλλαμβάνει την ένταση, τον φυσικό δυναμισμό και την πνευματική ενέργεια που οδηγούν τις ανθρώπινες συγκρούσεις στα άκρα.

Ο ρόλος της εκκλησίας

Αναφορικά με τον ρόλο της εκκλησίας στο μυθιστόρημα, ο Καζαντζάκης δεν παρουσιάζει κάτι καινούριο, παρά σαρκάζει και επικρίνει τον θεσμοποιημένο χριστιανισμό, ο οποίος δεν εκπροσωπεί κανέναν, δεν λειτουργεί ως αποκούμπι των αδύναμων, παρά έχει ενστερνιστεί την ιδεολογία της άρχουσας τάξης.

Η στάση της εκκλησίας να καταπνίγει την επαναστατική ορμή με τις ευχές της επίσημης εξουσίας, βρίσκει το αντίστοιχό της στο όχι και τόσο μακρινό παρελθόν με την καταδίκη του ένοπλου αγώνα της ελληνικής επανάστασης από την πιο επίσημη έκφραση του θεσμού της θρησκείας, το Πατριαρχείο. Ηταν ο Πατριάρχης Γρηγόριος ο Ε΄, ο οποίος αφόρισε τους αγωνιστές και τη δράση της Φιλικής Εταιρείας. Στις κορυφές της εκκλησίας υπήρχε ένας θεσμός ενσωματωμένος στο πλαίσιο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, που δεν είχε κανένα συμφέρον από τη διατάραξη του στάτους κβο του οθωμανικού καθεστώτος. Βεβαίως, και τότε ο κατώτατος κλήρος, που ήταν άμεσα συνδεδεμένος με τον λαό, πρόσφερε αρκετά στον επαναστατικό αγώνα. Αυτό, όμως, έγινε ενάντια στη θέληση της ιεραρχίας, που είχε κανονίσει αλλιώς τις υποθέσεις της. Οπως και τότε, έτσι και στο μυθιστόρημα, οι κατατρεγμένοι βρίσκουν στήριγμα σε έναν ταπεινό λειτουργό, τον παπα-Φώτη, έναν φωτισμένο εκπρόσωπο του κλήρου, ο οποίος συντρέχει τις ανησυχίες και το δίκιο των προσφύγων και προστρέχει να τους βοηθήσει. Μάλιστα αυτή η επιλογή του θα τον φέρει σε ανοιχτή ρήξη με την επίσημη έκφραση της ιεραρχίας και θα ρισκάρει τη ζωή του

Ο Καζαντζάκης κάνει μια εύστοχη παρατήρηση σχετικά με το ότι συχνά σημειώνεται αποσύνδεση του χριστιανικού μηνύματος ζωής από το μοντέλο κοινωνικής συμπεριφοράς που κυριαρχεί, με αποτέλεσμα να έρχονται σε αντίθεση ο χρηστός τρόπος ζωής, τον οποίο περίτρανα διαλαλούν τα μέλη της χριστιανικής κοινότητας ότι ζουν και η καθημερινή πρακτική τους, συχνά μισαλλόδοξη και υστερόβουλη. Πηγαίνοντας ένα βήμα παραπέρα, θα έλεγε κάποιος ότι η επικρατούσα ιδεολογία προσδιορίζεται από την κοινωνική δομή και όχι από τον παραδοσιακό θρησκευτικό κώδικα. Η σεμνοτυφία φαντάζει ως καπήλευση ενός μοντέλου ζωής και επαναπροσδιορισμός του επί τα χείρω, με αφαίρεση των ουσιαστικών ηθικών βάσεων. Κάλπικη εφαρμογή θρησκευτικών προσταγών - κατατρεγμός των απόκληρων.

Μπερξονικές και νιτσεϊκές αναφορές

Μια αγαπημένη πρακτική του Καζαντζάκη στα μυθιστορήματά του είναι να εισάγει φιλοσοφικά στοιχεία μέσα από την έκφραση και τη δράση των πρωταγωνιστών. Με τον τρόπο αυτό πετυχαίνει κορύφωση της δράσης, καθώς στις στιγμές που αναπτύσσονται οι φιλοσοφικές διαστάσεις, υπάρχει έντονη εξέλιξη του μύθου και οδηγούμαστε σε μια εκτόνωση με τους χαρακτήρες να φτάνουν σε μια διονυσιακή έξαρση· σε αυτό το σημείο νομίζεις πως γίνεσαι μέρος της καταιγιστικής ροής της δράσης και η συναισθηματική ένταση τρικυμίζει τον νου.

Στο έργο υπάρχει αναφορά στο μπερξονικό στοιχείο της ζωικής ορμής (elan vital), η οποία συμπαρασύρει τη ζωή σε μια έντονη δημιουργική πορεία, έναν δρόμο ανηφορικό και συχνά δύσκολο. Στα έργα του Καζαντζάκη η δύναμη αυτή προσωποποιείται σε χαρακτήρες που ρίχνονται στην φωτιά και αντιμάχονται το κατεστημένο που κρατάει στάσιμη την ροή της ιστορίας, σε μία ακίνητη κίνηση. Οι χαρακτήρες που φέρουν τη ζωική ορμή είναι πρόσωπα με αποφασιστικότητα και θάρρος, ευγένεια και τόλμη· συνήθως είναι οι χαρακτήρες, στους οποίους ο Καζαντζάκης βάζει φωτοστέφανο ελευθερίας και αγωνίζονται να το διατηρήσουν. Είναι αυτοί που δεν υποκύπτουν στις προσβολές και τα φουσάτα των ισχυρών και χαράσσουν τη δική τους γραμμή στην ιστορία.

Στο έργο, οι κατεξοχήν εκπρόσωποι της μπερξονικής ορμής είναι οι κάτοικοι της Σαρακήνας, οι διωκόμενοι πρόσφυγες, αλλά και ο παπα-Φώτης, ο οδηγός του ανηφορικού αγώνα των αδύναμων. Στον αντίποδα της ζωικής ορμής βρίσκονται οι κάτοικοι της Λυκόβρυσης, η αδρανής δύναμη του Σύμπαντος. Η κορύφωση του αγώνα των προσφύγων για επιβίωση λαμβάνει χώρα στα τελευταία κεφάλαια, όπου πραγματοποιείται η ηρωική έξοδος από τις σπηλιές τους και παίρνουν τον δρόμο για το χωριό, έχοντας βγάλει φτερά στα πόδια τους, αποφασισμένοι να πάρουν αυτό που τους ανήκει. Είναι η ζωική ορμή, προανάκρουσμα αλλαγής της κατάστασης που φέρνει σε τέλμα τις σχέσεις μεταξύ των ανθρώπων και θα πυροδοτήσει την ομαδική αντίκρουση της εξουσίας (κοινοτική αρχή, εκκλησιαστική αρχή, προεστοί) με τη φτωχολογιά που διεκδικεί μια θέση στον ήλιο.

Ένα επιπλέον στοιχείο που υπάρχει στο έργο είναι αυτό της νιτσεϊκής ιδέας του Υπεράνθρωπου. Υπεράνθρωποι χαρακτήρες και υπεράνθρωπος αγώνας για αλλαγή της κοινωνίας. Οι πρόσφυγες, άνθρωποι που δοκιμάστηκαν άγρια από την ανέχεια, τις κακουχίες και τη μεροληπτική στάση των προνομιούχων επιβιώνουν μέσα σε έναν πέτρινο κόσμο, φουσκώνουν το στήθος τους με θάρρος και ζητούν να αλλάξουν τον κόσμο τους. Ζητούν να αλλάξουν τη ροή της ιστορίας που τους προδιαγράφουν.

Ακόμη, εκπρόσωπος του υπεράνθρωπου αγώνα είναι ο Μανολιός, ο οποίος απομακρύνει τον εαυτό του από την κοινωνία, βιώνει φοβερές εσωτερικές εντάσεις και αναλαμβάνει ένα υπεράνθρωπο φορτίο. Επωμίζεται την ευθύνη να ηγηθεί ενός ηθικού αγώνα για κοινωνική δικαιοσύνη και εφαρμογή ενός μοντέλου ζωής που συμβαδίζει με τις προσταγές του Ευαγγελίου, όχι πλέον κατ' ευφημισμό, αλλά εν τοις πράγμασι. Μάχεται όχι με όπλα, μα με την ηθική του στάση, τον λόγο του και τον παραδειγματικό του βίο. Φέρνει καινούριες, επαναστατικές ιδέες στο χωριό· μιλάει για απόρριψη των φόβων της δεσποτείας και υιοθέτηση ενός κοινωνικού μοντέλου, όπου θα ισχύει grosso modo το ίδιο δίκαιο για όλους. Φανταζόμαστε τον Μανολιό να οραματίζεται την Ουτοπία του Thomas More, μιλώντας για κοινοκτημοσύνη, καταμερισμό των βαρών και ουσιαστική συναδέλφωση, μακριά από θρησκευτικές πεποιθήσεις και ταξικούς διαχωρισμούς, οι οποίοι χωρίζουν αντί να ενώνουν. Κοντά στον Μανολιό και ο παπα-Φώτης, ο οποίος οραματίζεται και κηρύσσει τις αρχές οργάνωσης και συλλογικής ζωής του καινούριου χωριού, ισότητα, δικαιοσύνη, κοινοκτημοσύνη, σε αντιπαράθεση προς την αρχή της ατομικής ιδιοκτησίας και του κέρδους: «Οποιος έχει χώματα και δέντρα, γίνεται χώμα και δέντρο, χάνει το θεϊκό της πρόσωπο η ψυχή του· όποιος έχει σεντούκι, γίνεται σεντούκι... Τώρα όλα θα τα βάλουμε κάτω, δεν έχει δικό σου και δικό μου, δεν έχει πια φράχτες και κλειδαριές και σεντούκια· εδώ όλοι θα δουλεύουμε κι όλοι θα τρώμε».

Ρεαλιστικό υπόβαθρο

Η δεξιοτεχνία του Καζαντζάκη εντοπίζεται στο γεγονός ότι μέσω της εισαγωγής του θείου δράματος των Παθών του Χριστού ως βασικό μοχλό εξέλιξης της υπόθεσης, εισάγει μια πλήρη θέαση του κοινωνικού δράματος, διαχρονικά επίκαιρου. Στόχος του Καζαντζάκη είναι να περάσει το πλαίσιο στο οποίο χτίζεται το πραγματικό ανθρώπινο δράμα, να αναδείξει τις παθογένειες της κοινωνίας. Για να το κάνει αυτό, ξεκινάει από ένα ρεαλιστικό υπόβαθρο· το δράμα των προσφύγων της Σαρακήνας αναφέρεται στο ιστορικό δράμα της Μικρασιατικής καταστροφής του 1922, του ξεριζωμού των ελληνικών πληθυσμών και της προσφυγιάς. Παρά το γεγονός πως η υπόθεση τοποθετείται στη Μικρασία του 1921 περίπου, ο αναγνώστης έχει σίγουρα μια εμπειρία είτε από τη μεριά του πρόσφυγα είτε από τη μεριά του ντόπιου που δέχτηκε τους προσφυγικούς πληθυσμούς στην περιοχή του. Η ανάμνηση των εντάσεων και των συγκρούσεων που δημιουργήθηκαν από την εγκατάσταση των προσφύγων στο μητροπολιτικό έδαφος αποτελεί έναν ουσιαστικό παράγοντα για τους αυτόματους συσχετισμούς μύθου-πραγματικότητας.

Ο Καζαντζάκης στηλιτεύει το γεγονός ότι οι Ελληνες διαχρονικά μάχονται μεταξύ τους, τρώγονται. Ο κοινωνικός αλληλοσπαραγμός και η δίωξη του αδύναμου και του διαφορετικού έχει γίνει έμφυτο συστατικό στα χρόνια που οι άνθρωποι δοκιμάζονται από τους πολέμους και τη φτώχια. Ο ίδιος ο Καζαντζάκης είχε άμεση εμπειρία με το ιστορικό δράμα των προσφύγων. Τον Ιούλιο του 1919 διορισμένος γενικός διευθυντής του Υπουργείου Περιθάλψεως στάλθηκε από τον Ελευθέριο Βενιζέλο επικεφαλής της αποστολής επαναπατρισμού, με σκοπό να μεταφέρει τους εκατόν πενήντα χιλιάδες Ελληνες του Καυκάσου (Γεωργία και Αρμενία) που βρίσκονταν υπό διωγμό, στη Μακεδονία και Θράκη.

Ενα επιπλέον στοιχείο σχετικά με την ιστορικοκοινωνική συνάρτηση του έργου είναι η περίοδος, στην οποία γράφεται. Γράφεται το 1948 και δημοσιεύεται το 1954. Μέσα στα σκληρά χρόνια του Εμφύλιου και της μετεμφυλιακής περιόδου. Οι αντιστοιχίες του μύθου με το εθνικοκοινωνικό δράμα είναι εμφανείς. Πρόκειται για μια εποχή που ο στυγνός αντικομμουνισμός αποτελεί το θεμέλιο της επίσημης ιδεολογίας. Καταλαβαίνει κανείς τι σήμαινε η ταύτιση της λαϊκής επανάστασης με την κοινωνική δικαιοσύνη, με τον δοκιμαζόμενο ελληνισμό και η συνακόλουθη καταγγελία των εξουσιών μέσω της έμμεσης ταύτισής τους με τους προεστούς της Λυκόβρυσης.

Προφητική γραφή

Εχοντας γνωρίσει την κοινωνική φιλοσοφία του Νίκου Καζαντζάκη, όπως αυτή διαμορφώθηκε στα δύσκολα χρόνια της Γερμανίας του μεσοπολέμου και τα πέτρινα χρόνια του ρωσικού χειμώνα της δεκαετίας του 1920, υποθέτουμε ότι ο Μανολιός φέρει την ανήσυχη φωνή του Καζαντζάκη. Τα βάζει με τους υποκριτές και τις φενάκες. Απογυμνώνει τους θεσμούς από το φύλλο συκής που φέρουν ως επίφαση αρχής. Φωνάζει με πάθος πως δεν υπάρχουν επίγειοι χρησμένοι κήρυκες ιεροσύνης, ούτε πρέπει ο άνθρωπος να παραδίνεται στη δεσποτική αυθεντία των εξουσιών. Επαναφέρει μια έννοια, η οποία φλέγεται μέσα του, όπως φλέγονται ορισμένες από τις ευγενέστερες ιδέες στην ιστορία του ανθρώπινου αγώνα. Αυτή είναι η ελευθερία του ανθρώπου ή, καλύτερα, ο αγώνας για ελευθερία, ο οποίος οφείλει να είναι διαρκής.

Γνωρίζοντας ο ίδιος την αποδοκιμασία που θα δεχθεί από πολιτικούς άρχοντες και εκκλησιαστικούς δεσποτάδες μόλις το έργο του δει το φως της πραγματικότητας, αναθέτει στον παπα-Γρηγόρη να πει το προφητικό «στην κατάρα του Θεού», για να δώσει ο Μανολιός την απάντηση «εσείς οι παπάδες σταυρώσατε το Χριστό· αν κατέβαινε πάλι στη γης, εσείς θα τον ξανασταυρώνατε». Βεβαίως, αυτός που σταυρώθηκε δεν ήταν ο Χριστός, αλλά ο συγγραφέας του έργου, ο οποίος γνώρισε την κατακραυγή από τον κλήρο και μερίδα της πολιτείας. Όπως έγινε με τα επόμενα έργα του Νίκου Καζαντζάκη, έτσι και με τον Χριστό ξανασταυρώνεται οι επικριτές του απομόνωσαν λέξεις-φράσεις και τις πρόταξαν στον αγώνα τους να σβήσουν τον δημιουργό και το έργο του. Ακόμη, οι συνειδήσεις τους εθίγησαν από το γεγονός πως ο Καζαντζάκης επέκρινε ανοιχτά τον στρεβλό τρόπο λειτουργίας της εκκλησίας και τη θεσμική εκτροπή της ιεραρχίας της, με την επιθυμία της να ασκεί πολιτική και να συνδιαλέγεται με την εκάστοτε εξουσία, μακριά και πέρα από τον πραγματικό της ρόλο που είναι η πνευματική και ηθική καθοδήγηση.