Ελληνικές εκλογές: όλα μένουν ίδια, αλλά πέντε πράγματα άλλαξαν

Αν ο Τσίπρας επιλέξει να συνεχίσει το συνασπισμό με τους Ανεξάρτητους Έλληνες, όπως εικάζουν πολλοί, αυτό θα είναι είτε μια ανησυχητική ιδεολογική επιλογή -που θα δείχνεί ότι η «πατριωτική Αριστερά» είναι περισσότερο «πατριωτική» και λιγότερο «Αριστερά» - είτε μια ανησυχητική επιλογή τακτικής - καθώς ο Τσίπρας ήταν ο πρώτος που απέκλειε οποιοδήποτε συνασπισμό με τις «παλιές δυνάμεις», όπως η ΝΔ, το ΠΑΣΟΚ, και το Ποτάμι.
|
Open Image Modal
LOUISA GOULIAMAKI via Getty Images

Το συμπέρασμα μετά από πολλές εκλογικές διαδικασίες στην Ευρώπη τα τελευταία χρόνια είναι ότι όσο κι αν αλλάζουν τα πράγματα, τελικά μένουν ίδια. Μάλιστα, η φράση αυτή αποδίδει τέλεια τις «ιστορικές» εκλογές στην Ελλάδα τον Ιανουάριο του 2015, οι οποίες δεν έφεραν το τέλος της λιτότητας στην Ευρώπη γενικά αλλά και στην Ελλάδα συγκεκριμένα, όπως είχε πιστέψει ο κόσμος και όπως του είχαν υποσχεθεί. Οι σημερινές εκλογές στην Ελλαδα είναι σχεδόν το αντίθετο (βασίζομαι πάντα στα πρώτα αποτελέσματα στο περίπου 40% των καταμετρημένων ψήφων): ενώ όλα φαινομενικά μένουν ίδια, μερικοί σημαντικοί παράγοντες έχουν όντως αλλάξει. Θα αναφέρω πέντε από αυτούς.

1) Ο ΣΥΡΙΖΑ πλέον ανήκει πραγματικά στον Τσίπρα

Ο μόνος λόγος που ο Πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας έκανε τις εκλογές του Σεπτεμβρίου ήταν για να ξεριζώσει τους (πραγματικά) ακραίους από τον αυξανόμενα «παρεξηγημένο» Συνασπισμό της Ριζοσπαστικής Αριστεράς (ΣΥΡΙΖΑ). Αντιμετώπισε μια διαμάχη στο Κοινοβούλιο από τουλάχιστον 1/3 διαφωνούντων, δηλαδή οι βουλευτές αντιτέθηκαν στο τρίτο μνημόνιο και τον πιο μετριοπαθή δρόμο του Τσίπρα, κι αυτός λίγο-πολύ προκάλεσε εκλογές για να λύσει ένα πρόβλημα του ΣΥΡΙΖΑ. Το αστείο είναι ότι ο Τσίπρας συνειδητοποίησε ότι ήταν πιο δημοφιλής στη χώρα παρά στην παράταξή του, οπότε οι εθνικές εκλογές ήταν πιο κατάλληλες για αυτόν - όχι απαραίτητα και για τη χώρα- από ότι οι εκλογές εντός του κόμματος.

Και πήρε ακριβώς αυτό που είχε ελπίσει. Ενώ η παράταξη θα έχει λίγο πολύ τον ίδιο αριθμό βουλευτών, οι νέοι και εναπομείναντες βουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ θα ακολουθήσουν (τυφλά) τον ηγέτη τους. Με το ΣΥΡΙΖΑ άθικτο και τη Λαϊκή Ενότητα των διαφωνούντων κάτω από το όριο εισόδου στη Βουλή, θα καταλάβουν ότι ο Τσίπρας είναι το μοναδικό τους εισιτήριο στην επιτυχία. Συνεπώς, οι εκλογές αύξησαν σημαντικά τη δύναμη του Τσίπρα μέσα στην παράταξή του και άρα και μέσα στη χώρα. Μάλιστα, ισχυροποίησε με αυτό τον τρόπο τη θέση του στην Ευρώπη, καθώς μπορεί πλέον (εύλογα) να πει ότι τα «ακραία» στοιχεία δεν παίζουν πια κάποιο ρόλο στην παράταξη.

2) Ένας συνασπισμός ΣΥΡΙΖΑ-Ανεξαρτήτων Ελλήνων δεν έχει πια λόγο ύπαρξης

Πολλοί στην αρχή είχαν απογοητευτεί αλλά και σοκαριστεί που η ριζοσπαστική Αριστερά του ΣΥΡΙΖΑ θα διαμόρφωνε ένα συνασπισμό με την ακραία Δεξιά των Ανεξαρτήτων Ελλήνων. Αν εξαιρέσουμε το γεγονός ότι κανείς από τους δύο δεν ήταν τόσο ακραίος τελικά, ο συνασπισμός έβγαζε απόλυτο νόημα για τη λογική των δύο κομμάτων, τα μόνο κόμματα στο Ελληνικό Κοινοβούλιο που ήταν υπέρ της Ε.Ε. αλλά κατά του Μνημονίου. Παρόλα αυτά, το Μνημόνιο είναι πια μια πραγματικότητα που ακόμα και ο ΣΥΡΙΖΑ και οι ΑΝΕΛ έχουν δεχθεί, έστω απρόθυμα και με άλλη ονομασία. Κατά συνέπεια, δεν υπάρχει πια λόγος ύπαρξης για το συνασπισμό ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ.

Αυτές ήταν οι τελευταίες εκλογές που ο Τσίπρας μπόρεσε να κερδίσει ξεκάθαρα βασιζόμενος στην αποτυχία των άλλων υποψηφίων. Την επόμενη φορά, είτε αυτό είναι σε ένα χρόνο είτε σε τέσσερα, οι ψηφοφόροι θα κρίνουν αυτόν, και όχι τους αντιπάλους του. Είναι έτοιμος για κάτι τέτοιο ο Τσίπρας;

Αν ο Τσίπρας επιλέξει να συνεχίσει το συνασπισμό με τους Ανεξάρτητους Έλληνες, όπως εικάζουν πολλοί, αυτό θα είναι είτε μια ανησυχητική ιδεολογική επιλογή -που θα δείχνει ότι η «πατριωτική Αριστερά» είναι περισσότερο «πατριωτική» και λιγότερο «Αριστερά» - είτε μια ανησυχητική επιλογή τακτικής - καθώς ο Τσίπρας ήταν ο πρώτος που απέκλειε οποιοδήποτε συνασπισμό με τις «παλιές δυνάμεις», όπως η ΝΔ, το ΠΑΣΟΚ, και το Ποτάμι. Ενώ θα ήταν λογικό για το ΣΥΡΙΖΑ να μην επιλέξει ένα «μεγάλο συνασπισμό» με τη ΝΔ, κάτι το οποίο μόνο μεγαλύτερη δυσφορία θα προκαλούσε στην ελληνική πολιτική σκηνή, το ΠΑΣΟΚ και το Ποτάμι έχουν περισσότερα κοινά με την υποτιθέμενη προοδευτική πολιτική του ΣΥΡΙΖΑ, από ότι οι υπερ-συντηρητικοί ΑΝΕΛ.

3) Ο μπαμπούλας της Χ.Α. δεν υπάρχει πια

Ενώ είναι ανησυχητικό το γεγονός ότι μια πολιτική παράταξη που έχει αντιδημοκρατική ιδεολογία και έχει εμπλακεί σε ενδημική βία είναι η τρίτη πολιτική δύναμη της χώρας, όλες οι καιροσκοπικές και υπερβολικές προειδοποιήσεις για τεράστια άνοδο των νεο-Ναζιστών της Χρυσής Αυγής αναμενόμενα έπεσαν στο κενό. Η μικρή αύξηση των ποσοστών της είναι κυρίως το αποτέλεσμα ενός συνδυασμού από τη μια, της απίστευτης αφοσίωσης που έχει η βάση της, κι από την άλλη η μεγάλη αποχή (δείτε πιο κάτω). Είναι ξεκάθαρο ότι περίπου το 5% του ελληνικού πληθυσμού υποστηρίζει τη Χρυσή Αυγή, δέχεται ότι είναι μια βίαιη νεο-Ναζιστική παράταξη, και θα εμφανιστεί σχεδόν πάντα για να την ψηφίσει. Αλλά κάτι τέτοιο κάνει τη Χρυσή Αυγή να μοιάζει λιγότερο με το Γαλλικό Εθνικό Μέτωπο, μια παράταξη που αυξάνει συστηματικά τη βάση των υποστηρικτών της, και περισσότερο με το ΚΚΕ που ικανοποιεί τις ανάγκες μιας αφοσιωμένης αλλά σχετικά σταθερής βάσης.

Είναι συνεπώς ώρα για τους Έλληνες πολιτικούς της Αριστεράς, του Κέντρου και της Δεξιάς να σταματήσουν να χρησιμοποιούν το μπαμπούλα της Χρυσής Αυγής για να «περάσουν» αποφάσεις μη δημοφιλείς. Την ίδια στιγμή, η ελληνική πολιτεία θα πρέπει να διασφαλίσει με κάθε τρόπο ότι η νεολαία της δε θα εθιστεί στη νεο-Ναζιστική υποκουλτούρα. Ο καλύτερος τρόπος για να γίνει αυτό είναι να διασφαλίσει ότι η δίκη κατά της Χρυσής Αυγής θα γίνει με την κατάλληλη προετοιμασία στο νομικό κομμάτι από πλευράς της Πολιτείας. Μέχρι στιγμής τα πράγματα δεν πάνε καλά αφού υπάρχουν συνεχόμενες αναβολές και δημιουργείται περισσότερη σύγχυση παρά προσήλωση στην πλευρά της πολιτικής αγωγής.

4) Το πιο μεγάλο κόμμα είναι αυτό της αποχής

Τον Ιανουάριο αν και ήταν πολύ κοντά στην αρχή, τελικά ο ΣΥΡΙΖΑ είχε υψηλότερο ποσοστό ψήφων από το ποσοστό της αποχής. Αυτή τη φορά η αποχή κερδίζει θεαματικά (σχεδόν 10% ψηλότερο ποσοστό!). Δεν υπάρχει κάτι το αξιοπρόσεκτο στο γεγονός ότι αυτοί που δεν ψηφίζουν είναι το μεγαλύτερο κομμάτι των εκλογέων στην Ευρώπη - μάλιστα, αυτό τείνει να γίνει ο κανόνας τόσο στις εθνικές εκλογές όσο και στις Ευρωεκλογές. Παρόλα αυτά, τώρα είναι η πρώτη φορά που όσοι δεν ψηφίζουν είναι το μεγαλύτερο μπλοκ σε μια χώρα που η ψηφοφορία είναι υποχρεωτική - παρότι δεν επιβάλλεται με αυστηρό τρόπο. Φανταστείτε ότι σε μια χώρα όπου οι άνθρωποι υποχρεούνται να ψηφίζουν, περισσότερο από το 1/3 προτιμά να παραβεί το νόμο παρά να εμφανιστεί για να ψηφίσει κάποιο από τα υπάρχοντα κόμματα! Αναρωτιέται κανείς πόσο μεγάλη θα ήταν η αποχή αν η ψήφος δεν ήταν υποχρεωτική.

5) Η ελληνική πολιτική σκηνή περνά επισήμως σε μετά-Μνημονιακή φάση

Η τελευταία και πιο σημαντική αλλαγή είναι ότι για πρώτη φορά τουλάχιστον από τις εκλογές του Μαΐου του 2012, η ελληνική πολιτική σκηνή περνά επισήμως στη φάση μετά το Μνημόνιο, υπό την έννοια ότι οι διαπραγματεύσεις με την Ε.Ε. δεν είναι πια το κυρίαρχο θέμα στην ατζέντα. Προφανώς, οι περιορισμοί που τίθενται από τα διάφορα προγράμματα θα συνεχίσουν να εμποδίζουν σημαντικά τις κινήσεις του κυβερνητικού συνασπισμού, αλλά τώρα πλέον οι άνθρωποι και οι πολιτικοί θα αρχίσουν αργά αλλά σταθερά να στρέφουν την προσοχή τους στην εγχώρια πολιτική σκηνή. Ενώ κάτι τέτοιο δίνει τεράστιες ευκαιρίες στις κυβερνητικές παρατάξεις, είναι αμφίβολο το αν θα καταφέρουν να επωφεληθούν. Εξάλλου, τόσο οι ΑΝΕΛ όσο και ο ΣΥΡΙΖΑ στήριξαν την προεκλογική τους εκστρατεία στη διαφωνία τους με το Μνημόνιο. Επιπλέον, μέχρι τώρα δεν ανέλαβαν ποτέ την ευθύνη της απόφασής τους, αντίθετα διαλαλούσαν ότι η Ε.Ε. τους «εκβίαζε» ή τους «εξευτέλιζε» για να πάρουν αυτές τις αποφάσεις. Οι ατάκες αυτές όμως δεν πείθουν πια, και οι Έλληνες στο μέλλον θα θέλουν να ακούσουν κάτι διαφορετικό.

Φανταστείτε ότι σε μια χώρα όπου οι άνθρωποι υποχρεούνται να ψηφίζουν, περισσότερο από το 1/3 προτιμά να παραβεί το νόμο παρά να εμφανιστεί για να ψηφίσει κάποιο από τα υπάρχοντα κόμματα!

Μετά από χρόνια που ο Τσίπρας κατηγορούσε τα άλλα κόμματα και που ισχυριζόταν πως δεν είχε άλλη επιλογή, θα πρέπει πλέον να οδηγήσει τη χώρα σε μια άλλη εποχή. Ενώ η Ελλάδα παραμένει μια ημι-ανεξάρτητη χώρα στην εποχή μετά το Μνημόνιο, ο Τσίπρας έχει τουλάχιστον την ίδια δύναμη που είχαν και οι προκάτοχοί του. Έχει επίσης καταφέρει να πείσει τον ελληνικό λαό ότι προς το παρόν δεν υπάρχει εναλλακτική λύση υποψηφίου εκτός από...τον ίδιο. Αυτές ήταν οι τελευταίες εκλογές που ο Τσίπρας μπόρεσε να κερδίσει ξεκάθαρα βασιζόμενος στην αποτυχία των άλλων υποψηφίων. Την επόμενη φορά, είτε αυτό είναι σε ένα χρόνο είτε σε τέσσερα, οι ψηφοφόροι θα κρίνουν αυτόν, και όχι τους αντιπάλους του. Είναι έτοιμος για κάτι τέτοιο ο Τσίπρας;

*Το άρθρο μεταφράστηκε στα Ελληνικά από τον Θάνο Καμπύλη.