Σκάνδαλα, ιερείς και αφορισμοί: O κλήρος στη μικρή και μεγάλη οθόνη της δεκαετίας του 1980

Η φαινομενικά απλοϊκή φυσιογνωμία του Έλληνα κληρικού και η διαπραγμάτευσή της από την παλαιό ελληνικό κινηματογράφo, ούσα διαμετρικά αντίθετη από την αντίστοιχη αμερικανική και ευρωπαϊκή εκδοχή της, συνέδεσε την επανεμφάνισή της στη μεταπολιτευτική Ελλάδα με δύο χαρακτηριστικές τάσεις: την ανάδυση της ανάγκης διαχωρισμού κράτους-εκκλησίας και τη διευθέτηση του ζητήματος της εκκλησιαστικής περιουσίας, οι οποίες συνέπεσαν κατά τα τέλη της δεκαετίας του 1970 με τη δημοσιοποίηση της μεταπολεμικής αντι-κομμουνιστικής δράσης και ζωηρής ερωτικής δραστηριότητας του τότε μητροπολίτη Πρεβέζης, Στυλιανού.
|
Open Image Modal
youtube

Η φαινομενικά απλοϊκή φυσιογνωμία του Έλληνα κληρικού και η διαπραγμάτευσή της από την παλαιό ελληνικό κινηματογράφο, ούσα διαμετρικά αντίθετη από την αντίστοιχη αμερικανική και ευρωπαϊκή εκδοχή της, συνέδεσε την επανεμφάνισή της στη μεταπολιτευτική Ελλάδα με δύο χαρακτηριστικές τάσεις: την ανάδυση της ανάγκης διαχωρισμού κράτους-εκκλησίας και τη διευθέτηση του ζητήματος της εκκλησιαστικής περιουσίας, οι οποίες συνέπεσαν κατά τα τέλη της δεκαετίας του 1970 με τη δημοσιοποίηση της μεταπολεμικής αντι-κομμουνιστικής δράσης και ζωηρής ερωτικής δραστηριότητας του τότε μητροπολίτη Πρεβέζης, Στυλιανού.

Μάλιστα, οι μαρτυρίες για την τελευταία δημοσιεύτηκαν στον λαϊκό τύπο της εποχής αλλά και στις δημοσιογραφικές έρευνες που εκδόθηκαν περίπου την ίδια περίοδο («Φάκελος Εκκλησία», «Ο Άγιος Πρεβέζης» κ.ά). Η απολογία του «Ρασπούτιν από την Πρέβεζα», όπως απεκλήθη από την εφημερίδα Απογευματινή (8.9.1978),η οποία δημοσίευσε και το διαβόητο φωτογραφικό ερωτικό υλικό του μητροπολίτη, και η αμφιλεγόμενη καταδίκη του από την Ιερά Σύνοδο δημιούργησε ανάμεικτα συναισθήματα στους Έλληνες πιστούς. Οι τελευταίοι επρόκειτο να δοκιμαστούν για μία ακόμη φορά, από τη θέση του θεατή πια, μετά το ανέβασμα του θεατρικού έργου «Ο άγιος Πρεβέζης» (1980) του θεατρικού και κινηματογραφικού σκηνοθέτη Δημήτρη Κολλάτου. Η επικριτική στάση του Κολλάτου απέναντι στην ελληνική κοινωνική δυσλειτουργία - την οποία είχε σχολιάσει ήδη στην πρώτη κινηματογραφική του ταινία μικρού μήκους «Οι εληές» (1964)- αλλά και τα εκκλησιαστικά πεπραγμένα μετουσιώθηκαν σε μία δυναμική θεατρική γραφή, η οποία διά μέσου χαρακτηριστικών τολμηρών σκηνών, στηλιτεύονταν ιερείς, όπως ο Στυλιανός.

Η αντίδραση της Εκκλησίας υπήρξε άμεση με ασφαλιστικά μέτρα εναντίον του Κολλάτου και του θιάσου του Π. Φυσσούν, περικοπή σκηνών του θεατρικού έργου και απαγόρευση των παραστάσεων του για να αρθεί πανηγυρικά με μόνο μία από τις πέντε αρχικές κατηγορίες να ισχύουν και, κυρίως, με την αποκάλυψη της άρσης των λογοκριτικών πρακτικών που επιστράτευσε η Εκκλησία. Δύο χρόνια μετά, το ομώνυμο φιλμ του Δ. Κολλάτου θα δημιουργήσει ισχυρότατες αντιδράσεις λογοκρισίας με διώξεις του σκηνοθέτη, των ηθοποιών του, αλλά και των αιθουσαρχών και των τεχνικών των κινηματογραφικών αιθουσών που προεβάλαν την κινηματογραφική ταινία.

Η κινηματογραφική τάξη, με την παραδεδομένη και τυποποιημένη κινηματογραφική αναπαράσταση του κλήρου ως έναν γραφικό δευτεραγωνιστή βοηθό των πρωταγωνιστών χαρακτήρων στα ελληνικά κινηματογραφικά είδη και ως σταθεροποιητική δεικλίδα σε μία προ-νεωτερική κοινωνία με όλες τις ηθογραφικές του διαστάσεις, έχει πλέον διασαλευθεί. Παράλληλα με τον αγνό ιερέα της επαρχίας ή της συνοικίας, που ενδιαφέρεται να φέρει το νεανικό ποίμνιο του στους κόλπους της Εκκλησίας και να το βοηθήσει να ζήσει μία αγαθή ζωή, όπως, συμβαίνει, στα κωμικά φιλμ «Ο παπα-Σούζας» (Ό. Ευστρατιάδης, 1983), «Μια παπαδιά στα μπουζούκια» (Χ. Κυριακόπουλος, 1983), απαντάται και η αντίθετη πλευρά του: εμφανίζεται ως φαύλος και έκφυλος με απερίγραπτες τάσεις πλουτισμού - μία αναπαράσταση, η οποία θα παγιωθεί στη δεκαετία του 1980 σε φιλμ, όπως «Ο άγιος Πρεβέζης» και «Η παπαδιά» του Κ. Καραγιάννη που βασίστηκε στην πρόσληψη της θεατρικής παράστασης του Μ. Αντωνόπουλου από το γνωστό βιβλίο του δημοσιογράφου Σ. Καρατζαφέρη, ο οποίος στο φιλμ μιλά για την έρευνά του για τους Έλληνες ιερείς και τις αρπαγές ανηλίκων και ανηλίκων από ορθόδοξα μοναστήρια.

Μετά την Αλλαγή, η περαιτέρω αναμόχλευση του εκκλησιαστικού ζητήματος από τη σοσιαλιστική κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ δημιουργεί νέες εντάσεις στις σχέσεις Εκκλησίας-Κράτους και παρέχει μία δημοφιλή θεματική για την ακμάζουσα ελληνική βιντεοπαραγωγή της εποχής: η αρνητική κινηματογραφική φιγούρα του κλήρου απογειώνεται διά μέσου κωμικών διαπραγματεύσεων και χωρίς τη διάθεση άμεσης ρήξης με το εκκλησιαστικό εποικοδόμημα.

Οι Έλληνες σκηνοθέτες κινηματογραφικών και βιντεο-κωμωδιών ενδιαφέρθηκαν περισσότερο για την εκμετάλλευση του εισερχόμενου υλικού της καθημερινότητας προκειμένου να παράγουν περισσότερες βιντεοταινίες, παρά για τη εκκλησιαστική κριτική και χωρίς να προβαίνουν σε διαδικασία αυτολογοκρισίας. Ωστόσο, η αντίδραση των εκκλησιαστικών εκπροσώπων είναι δυναμική, καθώς προχωρά σε αφορισμούς των ίδιων των δημιουργών. Παράλληλα, ανταπαντά στις καθιερωμένες αναπαραστάσεις του κλήρου διά μέσου των εκκλησιαστικών ιδρυμάτων της, παράγοντας κινηματογραφικές ορθόδοξες χριστιανικές ταινίες με βίους αγίων και «ωφέλιμα θέματα», οι οποίες διανέμονται διά μέσου του βιντεο-κυκλώματος ή προβάλλονται σ' αυτά τα ιδρύματα ή σε αίθουσες κατηχητικών σχολείων.

Επί του θέματος, διαφορετικά ερωτήματα εγείρονται: δεδομένου του κλίματος της ελληνορθόδοξης διάχυτης θρησκευτικότητας που χαρακτηρίζει τους Έλληνες και τη ρητορική της, κατά πόσο ένας καλλιτέχνης της έβδομης τέχνης έχει τη δυνατότητα άσκησης κριτικής σε εκκλησιαστικά πρόσωπα και θεσμούς στο πλαίσιο της ελευθερίας της έκφρασης; Κυριαρχεί, άραγε, ένα ιδιόμορφος παραλογισμός στον τρόπο, με τον οποίο κρίνεται τελικά ένα καλλιτεχνικό έργο από την Εκκλησία;

Tο κείμενο αποτελεί μέρος εισήγησης που θα πραγματοποιηθεί στα πλαίσια του συνεδρίου «Λογοκρισίες στην Ελλάδα», στις 17-19 Δεκεμβρίου. Δείτε αναλυτικά το πρόγραμμα στην ιστοσελίδα του Συνεδρίου.