Κίβδηλη συναινετική δημοκρατία

Για πρώτη φορά σήμερα, η κυβέρνηση, ακόμη και αν θεωρηθεί ότι είναι δυνατή η πολιτική άθροιση των επιμέρους ποσοστών, εκφράζει λιγότερο από το 40% του εκλογικού σώματος που προσήλθε στις κάλπες και ψήφισε κόμμα, ήτοι 39,15%. Αν μάλιστα ληφθεί υπ' όψιν η αποχή του 43,47% των εγγεγραμμένων ψηφοφόρων, τα άκυρα και λευκά ψηφοδέλτια του 2,42% του εκλογικού σώματος, και το 6,42 του εκλογικού σώματος που ψήφισε κόμματα τα οποία δεν εκπροσωπούνται στη Βουλή λόγω του εκλογικού ορίου του 3%, καθίσταται προφανές ότι σε αναγωγή η κυβερνητική συνεργασία αντιπροσωπεύει ένα μικρό μόνο μέρος του λαού υπό στενή έννοια.
|
Open Image Modal
Robert Gourley/Flickr

Το κλασικό ιστορικό αφήγημα της ελληνικής πολιτικής εμπεριέχει τη σκέψη ότι το πολιτικό μας σύστημα συνιστά εν πολλοίς εκφορά της δημοκρατίας των αντιπαραθέσεων και όχι της δημοκρατίας της συναίνεσης. Μόνον εξαιρετικά, σε κρίσιμες εθνικές περιόδους, όπως το 1877 με τον Κανάρη, το 1926 με τον Ζαΐμη ή το 1944 με τον Γεώργιο Παπανδρέου, οι συνθήκες επέβαλαν την πολιτική συνεννόηση. Η δημοκρατία των αντιπαραθέσεων καλλιεργήθηκε και θεσμικά από τρία επιμέρους χαρακτηριστικά.

Πρώτον, το πελατειακό σύστημα, με την οικογενειοκρατία, τον πολιτικό ωφελιμισμό, τον σταυρό προτίμησης στις βουλευτικές εκλογές για τη μεγάλη πλειονότητα των εδρών, τον μεγάλο αριθμό βουλευτών, τη δυσανάλογα μεγάλη υπέρ των κομμάτων εξουσίας οικονομική ενίσχυση (ιδιωτική και κρατική) και ραδιοτηλεοπτική προβολή κατά την προεκλογική περίοδο.

Δεύτερον, η κομματική πειθαρχία, με πλήρη περιφρόνηση της συνταγματικής επιταγής για την ελευθερία γνώμης και ψήφου των βουλευτών και τη διακήρυξη ότι αυτοί αντιπροσωπεύουν το έθνος.

Και, τρίτον, την εκλογική νομοθεσία, με μεγάλες κατά βάση περιφέρειες, πολιτικά ανορθολογικές πριμοδοτήσεις υπέρ του πρώτου κόμματος και αποκλεισμό των κομμάτων που δεν υπερβαίνουν το όριο του 3% σε εθνική κλίμακα.

Η οικονομική κρίση, που οδήγησε σε διάρρηξη των παραδοσιακών δομών της κομματικής δημοκρατίας και του δικομματισμού, έδωσε τουλάχιστον την ευκαιρία για επανεκκίνηση του πολιτικού συστήματος και αποκάθαρση των όρων του δημοκρατικού ανταγωνισμού. Εν μέρει, η ευκαιρία αυτή αναλήφθηκε επιτυχώς: ο δικομματισμός συνετρίβη στις εκλογές (ιδίως του Μαΐου) του 2012, νέες πολιτικές δυνάμεις ήλθαν στο προσκήνιο, οι κυβερνητικοί βουλευτές εκφράσθηκαν με μεγαλύτερη ελευθερία στο πλαίσιο ενός δυναμικού κοινοβουλευτισμού, θέτοντας τον πρωθυπουργό υπό διαλυτική αίρεση το 2011 και διασπώντας την κομματική ενότητα το 2015 (που με ορολογία άλλης εποχής ίσως χαρακτηριζόταν «αποστασία»).

Υπό τις συνθήκες αυτές, λόγω του χαμηλού ποσοστού του εκάστοτε πρώτου κόμματος, παρά την αμφίβολης συνταγματικότητας αδιαβάθμητη ενίσχυσή του με 50 έδρες (μοναδική εκλογική καινοτομία του ελληνικού πολιτικού συστήματος), προέκυψε ως ανάγκη η κυβερνητική συνεργασία περισσοτέρων κομμάτων. Εντούτοις, δεν προκύπτει ότι η διάρρηξη αυτή οδηγεί σήμερα σε μια γνήσια αλλαγή παραδείγματος υπέρ της δημοκρατίας της συναίνεσης. Οι λόγοι είναι ποσοτικοί και ποιοτικοί.

Η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ προεκλογικά δεν υπαινίχθηκε ο,τιδήποτε σχετικά με τις μετεκλογικές συνεργασίες, ώστε η σύμπραξη με τους Ανεξάρτητους Έλληνες να έλθει μάλλον απροσδόκητα για τους ψηφοφόρους του, στηρίχθηκε δε σε μια και μόνη προγραμματική σύγκλιση, δηλαδή την κατάργηση των επαχθών μνημονίων.

Ο ποσοτικός λόγος αναφέρεται στο ότι η υφιστάμενη δικομματική κυβερνητική συνεργασία εγκολπώνει αθροιστικά ένα χαμηλό ποσοστό του εκλογικού σώματος. Μια ιστορική ματιά στα ποσοστά των κυβερνήσεων από το 1975 είναι χαρακτηριστική. Η Νέα Δημοκρατία κυβέρνησε αυτοδύναμα από το 1974 έως το 1981 με ποσοστά 54,4% και 41,8% (μετά τις εκλογές του 1977), το ΠΑΣΟΚ κυβέρνησε αυτοδύναμα από το 1981 έως το 1989 με ποσοστά 48,1% και 45,8% (μετά τις εκλογές του 1985), η Νέα Δημοκρατία κυβέρνησε αυτοδύναμα, αν και με οριακή κοινοβουλευτική πλειοψηφία λόγω του εκλογικού συστήματος, από το 1990 έως το 1993 με ποσοστό 46,9%, το ΠΑΣΟΚ κυβέρνησε αυτοδύναμα από το 1993 έως το 2004 με ποσοστά 47,1%, 41,5% (μετά τις εκλογές του 1996) και 43,8% (μετά τις εκλογές του 2000), η Νέα Δημοκρατία κυβέρνησε αυτοδύναμα από το 2004 έως το 2009 με ποσοστά 45,4% και 41,8% (μετά τις εκλογές του 2007) και το ΠΑΣΟΚ κυβέρνησε αυτοδύναμα από το 2009 έως το 2011 με ποσοστό 43,9%. Έκτοτε έχουμε κατά βάση κυβερνήσεις συνασπισμού ή υπηρεσιακές κυβερνήσεις: κυβέρνηση ΠΑΣΟΚ, Νέας Δημοκρατίας και ΛΑΟΣ (2011-12 υπό τον Παπαδήμο) με αθροιστικό ποσοστό 83,02%), κυβέρνηση Νέας Δημοκρατίας, ΠΑΣΟΚ και ΔΗΜΑΡ μετά τις εκλογές του Ιουνίου του 2012 έως το 2013 με αθροιστικό ποσοστό 48,19% και στη συνέχεια χωρίς τη ΔΗΜΑΡ με αθροιστικό ποσοστό 41,94%, κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ και Ανεξαρτήτων Ελλήνων (το πρώτο εξάμηνο του 2015) με αθροιστικό ποσοστό 42,39%.

Για πρώτη φορά σήμερα, η κυβέρνηση, ακόμη και αν θεωρηθεί ότι είναι δυνατή η πολιτική άθροιση των επιμέρους ποσοστών, εκφράζει λιγότερο από το 40% του εκλογικού σώματος που προσήλθε στις κάλπες και ψήφισε κόμμα, ήτοι 39,15%. Αν μάλιστα ληφθεί υπ' όψιν η αποχή του 43,47% των εγγεγραμμένων ψηφοφόρων (το υψηλότερο της μεταπολίτευσης), τα άκυρα και λευκά ψηφοδέλτια του 2,42% του εκλογικού σώματος (ιδιαιτέρως υψηλό όταν συνδυαστεί με την αποχή), και το 6,42 του εκλογικού σώματος που ψήφισε κόμματα τα οποία δεν εκπροσωπούνται στη Βουλή λόγω του εκλογικού ορίου του 3%, καθίσταται προφανές ότι σε αναγωγή η κυβερνητική συνεργασία αντιπροσωπεύει ένα μικρό μόνο μέρος του λαού υπό στενή έννοια.

Ο ποιοτικός λόγος αφορά την υφή των συνιστωσών της κυβέρνησης. Για να καλλιεργηθεί γνήσια κουλτούρα πολιτικών συναινέσεων προϋποτίθεται ex ante (προεκλογικά) δήλωση των κομμάτων με ποιους προτίθενται να συνεργαστούν, ώστε ο λαός να γνωρίζει για ποια κατ' αποτέλεσμα κυβέρνηση ψηφίζει, και ex post (μετεκλογικά) προγραμματική σύγκλιση.

Στις εκλογές του Ιανουαρίου του 2015 εξέλιπε το πρώτο και υφίστατο το δεύτερο: η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ προεκλογικά δεν υπαινίχθηκε ο,τιδήποτε σχετικά με τις μετεκλογικές συνεργασίες, ώστε η σύμπραξη με τους Ανεξάρτητους Έλληνες να έλθει μάλλον απροσδόκητα για τους ψηφοφόρους του, στηρίχθηκε δε σε μια και μόνη προγραμματική σύγκλιση, δηλαδή την κατάργηση των επαχθών μνημονίων.

Στις εκλογές του Σεπτεμβρίου του 2015 υφίστατο το δεύτερο και εξέλιπε το πρώτο: υπήρξε δημόσια δήλωση του αρχηγού του ΣΥΡΙΖΑ ότι προτιμητέος κυβερνητικός εταίρος θα είναι οι Ανεξάρτητοι Έλληνες, πλην όμως δεν υπήρξε καμία απολύτως μετεκλογική προγραμματική συμφωνία, δεδομένου ότι στο ένα και μόνο σημείο που οι πολιτικές αρχές των δύο κομμάτων συνέκλιναν είχαν καταστεί αλυσιτελείς λόγω της προηγηθείσας ψήφισης της νέας δανειακής σύμβασης, ενώ στα λοιπά θέματα (ιδίως κοινωνικά και εθνικά) υφίστανται δομικές αποκλίσεις.

Εύκολα συνάγει κανείς ότι δεν έχει εμπεδωθεί σήμερα στην Ελλάδα η φιλοσοφία των εκλογικών συνεργασιών. Οι συνεργασίες που προέκυψαν ήταν προϊόντα της συγκυρίας, χωρίς βασική σύγκλιση στις αρχές της διακυβέρνησης και με χαρακτήρα προσωποπαγή. Εντούτοις, η καλή χημεία μεταξύ των κυβερνητικών εταίρων δεν είναι ούτε αναγκαία ούτε επαρκής συνθήκη για την ευδοκίμηση της κυβερνητικής σταθερότητας και της αποτελεσματικής διακυβέρνησης.

Όταν για τον μεγάλο συνασπισμό στη Γερμανία απαιτήθηκαν εξαντλητικές διαβουλεύσεις τριών μηνών και στο Ηνωμένο Βασίλειο για τη συνεργασία μεταξύ των Συντηρητικών και των Φιλελεύθερων Δημοκρατών από το 2010 έως το 2015 (η πρώτη δικομματική κυβέρνηση μετά την Κυβέρνηση Τσώρτσιλ στον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο) υπήρξε ευρεία προγραμματική συμφωνία με αμοιβαίες παραχωρήσεις στα βασικά πολιτικά προγράμματα, αμφότερες δε οι συμπράξεις καταγράφηκαν σε πολυσέλιδο τόμο σαφών και ρητών δεσμεύσεων μεταξύ των μερών, αντιλαμβάνεται κάποιος ότι θα πρέπει το ελληνικό πολιτικό σύστημα να διανύσει σημαντικό ακόμη δρόμο προς την ώριμη δημοκρατία της συναίνεσης.