Προσεχώς Δίκαιο

Στη σύγχρονη νομική επιστήμη, υποτίθεται ότι το πρόβλημα έχει λύση βάσει των διατάξεων περί ερμηνείας και καλόπιστης εκτέλεσης της σύμβασης (άρθρα Αστικού Κώδικα 200, 281, 288): Ο Εύαθλος «μη αναλαβών υποχρέωσιν εκ της συμβάσεως όπως δικηγορήσει προτιμήσας να ασχοληθεί με άλλο επάγγελμα δεν έπραξε τούτο με τον ανέντιμον σκοπόν αποφυγής καταβολής της αμοιβής». Το θέμα, όμως, είναι πώς αποδεικνύεται αυτός ο «ανέντιμος σκοπός», ο δόλος. Ο Άρειος Πάγος του 5ου αιώνα π.Χ. θα είχε βγάλει απόφαση, αν ήταν τόσο απλό· και όμως, προτίμησε το στρίβειν δια του αρραβώνος.
|
Open Image Modal
Print Collector via Getty Images

Η λογική μπορεί να σε τρελάνει. Είναι, σου λέει (ο Αριστοτέλης πρώτος και καλύτερος), απαραίτητο εργαλείο των επιστημών και της φιλοσοφίας· αλλά και τα εργαλεία καμιά φορά χαλάνε. Τότε προκύπτουν τα φοβερά και τρομερά Παράδοξα. Άλλα από αυτά έχουν λύση, άλλα όχι. Και όλα έχουν την πλάκα τους - αρκεί να τα αντιμετωπίζεις ως αυτό που είναι: πνευματικά παιχνίδια (και τα παιχνίδια να τα αντιμετωπίζεις με τον τρόπο των παιδιών: πλάκα-πλάκα, απολύτως σοβαρά).

Ένα από αυτά, το Παράδοξο του Δικαστηρίου, είναι ένα πρόβλημα λογικής από την Αθήνα του 5ου π.Χ. αιώνα. Η ιστορία έχει ως εξής: Ο μέγας σοφιστής Πρωταγόρας δέχτηκε να διδάξει ρητορική τον νεαρό Εύαθλο, με τη συμφωνία ότι ο μαθητής θα πλήρωνε τα δίδακτρα όταν θα κέρδιζε την πρώτη του δίκη. Μετά το πέρας της διδασκαλίας, ο Εύαθλος αποφάσισε να μην ασχοληθεί με τη δικανική ρητορεία. Ο Πρωταγόρας, διαβλέποντας δόλο στην απόφαση του πρώην μαθητή του (πώς θα κέρδιζε δίκη για να τον πληρώσει, αν δεν αγόρευε σε δικαστήριο;) αποφάσισε να διεκδικήσει τα οφειλόμενα δικαστικώς.

Στο δικαστήριο, ο Πρωταγόρας είπε κατά την αγόρευσή του: «Επίτρεψέ μου να σου πω, ανόητε νεανία, πως πρέπει να μου καταβάλεις το ποσό που συμφωνήσαμε, είτε το δικαστήριο σε δικαιώσει είτε όχι. Εάν δικαιωθώ, θα πρέπει να με πληρώσεις γιατί έτσι θα έχει αποφασίσει το δικαστήριο, αφού θα έχω κερδίσει τη δίκη. Εάν δικαιωθείς, πάλι θα πρέπει να με πληρώσεις βάσει της συμφωνίας μας, αφού θα έχεις κερδίσει την πρώτη σου δίκη».

Σε αυτά ο Εύαθλος απάντησε: «Θα μπορούσα να έχω ξεφύγει από την πονηρή σου σοφιστεία, εάν δεν υπεράσπιζα ο ίδιος τον εαυτό μου, αλλά κάποιος συνήγορος που θα είχα προσλάβει επί τούτου. Εντούτοις, θα λάβω μεγαλύτερη ικανοποίηση από τη νίκη μου αν σε κερδίσω όχι μόνο με μια ετυμηγορία υπέρ μου, αλλά αντιστρέφοντας το ίδιο σου το επιχείρημα. Συνεπώς, θα μου επιτρέψεις να σου πω με τη σειρά μου, σοφέ μου δάσκαλε, πως δεν πρόκειται να πληρώσω το ποσό που μου ζητάς, είτε το δικαστήριο σε δικαιώσει είτε όχι. Εάν δικαιωθώ, σύμφωνα με την ετυμηγορία του δικαστηρίου δεν θα σου χρωστάω τίποτα, γιατί θα έχω κερδίσει. Εάν δικαιωθείς, βάσει της συμφωνίας μας δεν θα σου χρωστάω τίποτα γιατί δεν θα έχω κερδίσει την πρώτη μου δίκη».

Οι δικαστές βρέθηκαν σε αδιέξοδο: έκριναν ότι η υπόθεση ήταν άλυτη.

Ό,τι κι αν αποφάσιζαν, η απόφασή τους θα αυτοαναιρούνταν. Τούτου δοθέντος, προτίμησαν να αναβάλουν την ετυμηγορία τους επ' αόριστον. Κατ' αυτό τον τρόπο, ουσιαστικά ο δάσκαλος ηττήθηκε από τον μαθητή στη γραμμή του ίδιου του τού επιχειρήματος, και η σοφιστεία του δεν είχε αποτέλεσμα.[i]

Καλά όλα αυτά, αλλά τελικά ποιος είχε δίκιο; Και οι δύο; Ή μήπως κανένας; Τα επιχειρήματα ακούγονται και τα δύο ορθά. Ορθά και αντικρουόμενα. Κάτι τέτοιο είναι λογικώς απαράδεκτο! Η δικαιοσύνη μπορεί να είναι τυφλή, αλλά τα 'χει τετρακόσα. Ή όχι;

Στη σύγχρονη νομική επιστήμη, υποτίθεται ότι το πρόβλημα έχει λύση βάσει των διατάξεων περί ερμηνείας και καλόπιστης εκτέλεσης της σύμβασης (άρθρα Αστικού Κώδικα 200, 281, 288): Ο Εύαθλος «μη αναλαβών υποχρέωσιν εκ της συμβάσεως όπως δικηγορήσει προτιμήσας να ασχοληθεί με άλλο επάγγελμα δεν έπραξε τούτο με τον ανέντιμον σκοπόν αποφυγής καταβολής της αμοιβής»[ii]. Το θέμα, όμως, είναι πώς αποδεικνύεται αυτός ο «ανέντιμος σκοπός», ο δόλος. Ο Άρειος Πάγος του 5ου αιώνα π.Χ. θα είχε βγάλει απόφαση, αν ήταν τόσο απλό· και όμως, προτίμησε το στρίβειν δια του αρραβώνος. Αδικία; Πλάνη; Αμέλεια; Τίποτα απ' όλα αυτά - ή όλα αυτά μαζί; Ας το δούμε πιο αναλυτικά.

Καταρχάς, το δικαστήριο, αναβάλλοντας την απόφασή του, στην ουσία δικαίωσε τον Εύαθλο. Ηθικά, αυτό δεν είναι σωστό, γιατί ο Πρωταγόρας είχε δίκιο: είχε δουλέψει για τα λεφτά που ζητούσε. Πολλοί λένε ότι το δικαστήριο θα έπρεπε να αποφασίσει υπέρ του Εύαθλου, γιατί μόνο έτσι θα αναγκαζόταν να πληρώσει τον Πρωταγόρα: έχοντας χάσει τη δίκη, ο Πρωταγόρας θα μπορούσε να ξαναπάει τον Εύαθλο στο δικαστήριο και να κερδίσει εύκολα, γιατί ο Εύαθλος θα είχε πλέον κερδίσει την πρώτη του δίκη (την προηγούμενη). Δηλαδή, θα έπρεπε το δικαστήριο να δικαιώσει τον Εύαθλο, που είχε άδικο, και να αδικήσει τον Πρωταγόρα, που είχε δίκιο, για να μπορέσει μετά ο Πρωταγόρας να βρει το δίκιο του. Σα να λέμε, προσεχώς δίκαιο. Κόλαση!

Κάτι τέτοιο, όμως, θα έπληττε την ευθυδικία, γιατί το δικαστήριο θα είχε παίξει το παιχνίδι του Πρωταγόρα, κάτι που ασφαλώς δεν εύρισκε σύμφωνους τους δικαστές (κι ας είχε ο ενάγων, ηθικά μιλώντας, το δίκιο με το μέρος του). Μια άδικη απόφαση προς υπεράσπιση του δικαίου είναι κάτι που δεν το χωράει το μυαλό του δικαστή· προτιμάει να κάνει την πάπια (όπως άλλωστε έκαναν και οι συγκεκριμένοι δικαστές). Από την άλλη, ο Εύαθλος, όπως είπε και στην αγόρευσή του, θα μπορούσε να κερδίσει εύκολα, αν είχε προσλάβει συνήγορο. Τότε όμως δεν θα είχε τη χαρά να κερδίσει τον δάσκαλό του εκτός έδρας. Δηλαδή, ούτε αυτός έδειξε σεβασμό στο δικαστήριο. Μπέρδεμα. Υποθέτω ότι εκείνο το βράδυ οι δικαστές θα μούλιασαν τα εγκεφαλικά τους κύτταρα σε άφθονο ἂκρατον οἶνον για να πνίξουν τον λογικό τους καημό.

του Γιώργου Θεοχάρη

*Το κείμενο δημοσιεύθηκε αρχικά στο dimartblog.

[i] Υπάρχουν διάφορες παραλλαγές, με σημαντικές και ασήμαντες διαφορές. [Σε μία μάλιστα το σκηνικό μεταφέρεται στις Συρακούσες (επίσης του 5ου αιώνα π.Χ.), όπου δάσκαλος είναι ο ρήτορας Κόραξ και μαθητής του κάποιος Τισίας. (Τα υπόλοιπα μένουν λίγο-πολύ τα ίδια.) Δεν είναι βέβαιο ότι πρόκειται για ιστορικά πρόσωπα, παρότι ο Κόραξ θεωρείται από τους θεμελιωτές της ρητορικής. Πάντως, αυτή η εκδοχή έχει και τίτλο: ο Κοράκειος Μύθος· επίσης, κατά παράδοση, από εδώ προέρχεται και η παροιμιώδης έκφραση, την οποία υποτίθεται ότι είπαν οι δικαστές, αντί ετυμηγορίας: «κακοῦ κόρακος κακὸν ᾠόν» (δηλαδή, κάτι σαν «το μήλο κάτω απ' τη μηλιά θα πέσει»).] Προτίμησα να ακολουθήσω την περιγραφή του Ρωμαίου Aulus Gellius (Αύλος Γέλλιος, 125-180 μ.Χ.), ο οποίος πέρασε ένα διάστημα της ζωής του στην Αθήνα, όπως προκύπτει από το σωζόμενο έργο του Noctes Atticae (Αττικαί Νύκτες), μία ασύνδετη καταγραφή πληροφοριών και απόψεων επί παντός επιστητού. (Από αυτόν μάλλον πήρε την ιστορία και ο Διογένης Λαέρτιος έναν αιώνα αργότερα και την συμπεριέλαβε στους Βίους Φιλοσόφων.) Σαν συγγραφέας είναι μέτριος, αλλά οι πληροφορίες που μας παρέδωσε είναι πολύτιμες. Σε κάθε περίπτωση, το Παράδοξο του Δικαστηρίου είχε συμβεί (αν είχε όντως συμβεί) έξι αιώνες νωρίτερα από τότε που το άκουσε και το κατέγραψε ο Aulus Gellius, οπότε ελέγχεται η αξιοπιστία του. Πάντως ο Πρωταγόρας (π. 490-π. 420 π.Χ.) υπήρξε σίγουρα (αναφέρεται σε διάφορες πηγές, αλλά και μόνο ο ομώνυμος πλατωνικός διάλογος θα αρκούσε), γι' αυτό προτίμησα αυτή την εκδοχή· αντίθετα, ο Εύαθλος δεν εμφανίζεται πουθενά την αρχαιοελληνική γραμματεία. Με άλλα λόγια, η ιστορία μπορεί και να μην έχει συμβεί, αλλά αυτό -όπως δεν θα κουραστώ να επαναλαμβάνω- ελάχιστα ενδιαφέρει: μια ιστορία δεν είναι απαραίτητο να είναι αληθινή για να είναι καλή. Τέλος πάντων, η πηγή μου (διαθέσιμη στο διαδίκτυο) είναι αυτή: The Attic Nights of Aulus Gellius, with an English Translation by John C. Rolfe, William Heinemann Ltd., London 1927, book 5, chapter X.

[ii] Κωνσταντίνος Ζάρας, Φροντιστηριακές ασκήσεις Αστικού Δικαίου, Θεσσαλονίκη 1971.