Ελλάδα και Ευρώπη: Η ανάγκη μιας πολιτικής απάντησης

Οι σχέσεις Ελλάδας και Ευρώπης βρίσκονται σε φάση υψηλής αβεβαιότητας. Καμιά πλευρά δεν επιθυμεί ρήξη. Πιθανόν να υπάρξει συμφωνία, πιθανόν η συμφωνία να αργήσει. Σε κάθε περίπτωση, οι επιπτώσεις από μια τέτοια εκκρεμότητα μπορεί να είναι πολύ σοβαρές. Μια άσκοπη ένταση θα είχε κόστος και για τις δύο πλευρές, με μεγαλύτερο χαμένο την πιο αδύναμη -την ελληνική.
|
Open Image Modal
ARIS MESSINIS via Getty Images

Σήμερα, μέσα σε ένα ασταθές τοπίο, φαίνεται ως εάν η ευρωπαϊκή ολοκλήρωση έχει φτάσει ένα όριο, το οποίο δεν μπορεί να υπερβεί. Εδώ και επτά χρόνια, η Ελλάδα, αλλά και η Ευρώπη, ζουν την άμπωτη και πλημμυρίδα αισιόδοξων και απαισιόδοξων προσδοκιών. Κάτω από τέτοιες συνθήκες, ο πραγματισμός πρέπει να είναι το μέτρο μεταξύ μεγαλεπήβολων ψευδαισθήσεων και αναποτελεσματικών επιλογών.

Μέσα στο τοπίο αυτό, οι σχέσεις Ελλάδας και Ευρώπης βρίσκονται σε φάση υψηλής αβεβαιότητας. Καμιά πλευρά δεν επιθυμεί ρήξη. Πιθανόν να υπάρξει συμφωνία, πιθανόν η συμφωνία να αργήσει. Σε κάθε περίπτωση, οι επιπτώσεις από μια τέτοια εκκρεμότητα μπορεί να είναι πολύ σοβαρές. Μια άσκοπη ένταση θα είχε κόστος και για τις δύο πλευρές, με μεγαλύτερο χαμένο την πιο αδύναμη -την ελληνική.

Το περιεχόμενο μιας νέας συμφωνίας και το ζήτημα του χρέους της Ελλάδας θα κριθούν στα θεσμικά όργανα της Ε.Ε. Υπάρχουν όμως ευρύτερα ζητήματα τόσο στην Ελλάδα, όσο και στην Ευρώπη, με σοβαρές επιπτώσεις για την περαιτέρω πορεία της Ελλάδας. Ζητήματα, που και οι δυο πλευρές απέτυχαν να απαντήσουν στη μακροχρόνια κοινή πορεία τους.

Ένα σημαντικό πρόβλημα είναι ότι στην Ευρώπη διογκώνεται συνεχώς το χάσμα μεταξύ της κοινωνικής πραγματικότητας που αντιμετωπίζουν όλο και μεγαλύτερα τμήματα των ευρωπαϊκών κοινωνιών και του πολιτικού μάνατζμεντ των προβλημάτων. Ο,τι αναδείχθηκε στην περίοδο της κρίσης, πέρα από τα αδιαμφισβήτητα, εθνικά αίτια, οφείλεται και σε λάθη που έγιναν στην ίδια την λειτουργία της Ευρώπης. Τα προβλήματα, οι αποκλίσεις (divergences), ο σκεπτικισμός και ο λαϊκισμός διογκώθηκαν. Μέσα σε δέκα χρόνια το ευρωπαϊκό πολιτικό σκηνικό γνώρισε τις πιο έντονες ανακατατάξεις των τελευταίων δεκαετιών. Τα προβλήματα, ο λαϊκισμός και οι αντι- ευρωπαϊκές φωνές κερδίζουν κάθε χρόνο σημαντικό έδαφος. Αυτό δεν οφείλεται στην Ελλάδα. Αντίθετα. Στην Ελλάδα η κρίση οδήγησε σε ανεργία 27% και σε μέση μείωση εισοδημάτων 37% περίπου, που σημαίνει, ότι πολλοί έχασαν εισόδημα πολύ πάνω από 37% και άλλοι, βέβαια, λιγότερο, χωρίς αυτό το λιγότερο να είναι λιγότερο καταστροφικό. Παρ' όλα αυτά, η Ευρώπη θα όφειλε να δει, ότι το 75% της ελληνικής κοινωνίας εξακολουθεί να είναι υπέρ της.

Το ότι στις τελευταίες εκλογές, γύρω στο 50% των ψηφοφόρων απέρριψε τα παραδοσιακά κόμματα εξουσίας και ανέδειξε δυνάμεις που θέλουν να αναδιαπραγματευτούν τις δεσμεύσεις και τους περιορισμούς που τέθηκαν από τα Μνημόνια, για να δημιουργηθεί μια νέα προοπτική, δεν μπορεί να θεωρείται παράδοξο. Αν σε άλλες χώρες της Ευρώπης, με πολλαπλάσια μικρότερες δυσκολίες, αναδείχθηκαν τόσο ισχυρές αντιευρωπαϊκές εθνικιστικές και λαϊκιστικές δυνάμεις, η αντίδρασή τους σε περίπτωση μιας κρίσης αντίστοιχης με την ελληνική, δεν θα περιοριζόταν απλώς στην διεκδίκηση μιας αναδιαπραγμάτευσης. Μπορεί κανείς να φανταστεί, τι μεγέθους ανατροπές θα είχαν συντελεστεί, αν αυτές οι κοινωνίες βίωναν όσα υπέστη η ελληνική κοινωνία στα χρόνια αυτά.

Οι πιεστικές προτεραιότητες της Ελλάδας σήμερα, αφορούν πέντε κρίσιμα ζητήματα: τον βαθύτερο μετασχηματισμό μιας περιορισμένα ανταγωνιστικής, παραγωγικής βάσης, την αντιμετώπιση της ανεργίας, τον ευρύτατο μετασχηματισμό των κρατικών λειτουργιών, ώστε το Κράτος να αποτελεί πράγματι μηχανισμό ανάπτυξης και όχι μηχανισμό κοινωνικής και οικονομικής καθίζησης, την αποκατάσταση μιας κοινωνικής δικαιοσύνης, με την συρρίκνωση της φοροδιαφυγής και της παραοικονομίας και τα δημοσιονομικά ζητήματα, όπως το ύψος του χρέους και τις δεσμεύσεις για πρωτογενή πλεονάσματα, σε ύψος και για διάρκεια, που ποτέ και καμιά χώρα δεν αντιμετώπισε στον σύγχρονο κόσμο. Τα τέσσερα πρώτα θα έπρεπε να είναι απόλυτες προτεραιότητες των ελληνικών κυβερνήσεων, ακόμα και αν απαιτείται η στήριξη με ευρωπαϊκά εργαλεία πολιτικής. Στο τελευταίο σημείο τον κρίσιμο ρόλο έχει η Ευρώπη.

Πολλά απορρέουν από την αδύναμη παραγωγική βάση της Ελλάδας. Για τον μετασχηματισμό της πραγματικής οικονομίας και της παραγωγικότητας, και την ισχυροποίηση των μηχανισμών μεγέθυνσης, ούτε η τρόικα, ούτε η Ευρώπη έδειξαν κανένα ενδιαφέρον, παρ' όλον ότι είναι ακόμα πιο θεμελιακή προϋπόθεση για την επιτυχία της δημοσιονομικής προσαρμογής, απ' ο,τι ο έλεγχος των δημοσιονομικών ελλειμμάτων. Σήμερα, χωρίς μια στενή συνέργεια εθνικής και ευρωπαϊκής πολιτικής σε επενδυτικά, τεχνολογικά, εκπαιδευτικά, θεσμικά και ευρύτερα οικονομικά θέματα, τα προβλήματα της παραγωγικής αδυναμίας θα αναπαράγουν μακροοικονομικές ανισορροπίες και αναπτυξιακή στασιμότητα.

Μέσα σε ένα εθνικό και ευρωπαϊκό τοπίο με δύσκολα προβλήματα, η Ελλάδα πρέπει να αποφασίσει να ζήσει χωρίς μύθους και στερεότυπα, να αποδεχθεί ότι το πρόβλημά της πηγάζει κυρίως από την ίδια και ότι έχει τεράστια σημασία να αξιοποιήσει στο μέγιστο βαθμό τις δικές της δυνάμεις. Η Ευρώπη πρέπει να παραδεχθεί το μερίδιό της στα λάθη που έγιναν σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Και οι δυο να συμφωνήσουν σε ένα πρόγραμμα, στο οποίο αφ' ενός η Ελλάδα δεν θα καταστρέψει όσα χρήσιμα έγιναν με πολλές θυσίες του κόσμου της, και αφ' ετέρου η Ευρώπη θα δει με καθαρό μάτι που βρισκόμαστε έξη χρόνια μετά την έναρξη της κρίσης, γιατί δεν βρισκόμαστε κάπου καλύτερα, και να προσανατολίσει τις πολιτικές της στην ενίσχυση κάθε μηχανισμού ανάπτυξης στη χώρα. Εννοείται, χωρίς μάκρο-οικονομική αποσταθεροποίηση.

Οι γραφειοκρατικές πολιτικές της Ε.Ε. δεν οδήγησαν πολύ μακριά. Εκτακτες συνθήκες απαιτούν έκτακτες πολιτικές αποφάσεις. Ωστόσο, η επιτυχία, και πάλι, εξαρτάται από την εγκατάλειψη από τις δύο πλευρές, και κυρίως την ελληνική, στερεότυπων αντιλήψεων για το πώς δημιουργείται η ανάπτυξη σε μια χώρα σε βαθιά κρίση, με αδύναμη και τεχνολογική παραγωγική βάση.

Μια τέτοια πολιτική επιλογή από τις δυο πλευρές θα έδινε ένα ισχυρό σήμα ελπίδας μέσα και έξω από την Ελλάδα. Γι αυτό, το πρώτο κύμα συζητήσεων πρέπει να τελειώνει. Οσα πρέπει να γίνουν μέσα στη χώρα από μια νέα αριστερή κυβέρνηση είναι πάρα πολλά. Όμως, η Ευρώπη είναι ο ισχυρός στη σχέση αυτή. Είναι η πλευρά που πρέπει να δείξει αλληλεγγύη, αν όχι στην κυβέρνηση, στον ελληνικό λαό. Η αλληλεγγύη δεν είναι μόνο χρήματα ή φιλανθρωπία. Είναι, κυρίως, κατανόηση προβλημάτων, αναζήτηση απαντήσεων που λύνουν πράγματι προβλήματα, πολιτική στήριξη και συνεννόηση. Είναι πολιτικές, που ενάντια στις πιθανές εντάσεις μιας τέτοιας διαδικασίας και της εφαρμογής των αποτελεσμάτων της στην πράξη, θα δημιουργήσουν μια καλύτερη προοπτική μετά από μια κατάρρευση και μια επώδυνη προσπάθεια ανάκαμψης, που καμιά άλλη ευρωπαϊκή κοινωνία δεν έζησε.