Οι μέρες στην Καρταχένα ξεκινούσαν νωρίς. Αρχικά πίστεψα πως έφταιγε το jet lag, αλλά όταν έχεις περάσει ήδη μια ολόκληρη εβδομάδα στην άλλη άκρη του ατλαντικού δε γίνεται να μην έχει συνηθίσει ακόμα ο οργανισμός την αλλαγή! Ας πούμε ότι μάλλον έφταιγε η όρεξη για το καινούριο που μας ξυπνούσε από το χάραμα!
Κάθε πρωί ο δρόμος μας έβγαζε σε διαφορετικά μικρά bar όπου καθόμασταν για πρωινό και πιάναμε κουβέντα με τους ντόπιους για το που να πάμε και το τι να δούμε και άλλες φορές η έντονη μυρωδιά των φούρνων με τα τυπικά pan de queso colombiano (ψωμάκι με τυρί, η δική μας κουρού) μας έσπαγε τη μύτη και μας επέβαλλε να σταματήσουμε στη μέση του δρόμου για να εντοπίσουμε από ποιο στενάκι ερχόταν το χαρακτηριστικό εκείνο άρωμα.
Η πόλη της Καρταχένας δεν είναι πολύ μεγάλη και σε 2 περίπου ημέρες μπορείς να τη γυρίσεις ολόκληρη. Αυτό όμως που σε κάνει να χρειάζεσαι περισσότερες από δύο ημέρες είναι τα σοκάκια με τα χρωματιστά σπίτια τα οποία σε μπερδεύουν γιατί μοιάζουν τόσο μεταξύ τους που σε κάνουν να χάνεσαι με τις ώρες στα δρομάκια θέλοντας να ανακαλύψεις κάθε κρυμμένη γωνιά και κάθε μυστικό της περιοχής.
Σε μια από εκείνες τις περιπλανήσεις χωρίς σαφή προορισμό, έπεσα πάνω στο μοναδικό ελληνικό εστιατόριο/ σουβλατζίδικο της πόλης, Grecia Cafe y Suvlaki στην οδό de la Estrella. Μπήκα διστακτικά αλλά και με μεγάλη περιέργεια γιατί οι πιθανότητες να συναντήσεις Έλληνες στην Κολομβία και μάλιστα μόνιμους κατοίκους της Λατινικής Αμερικής είναι σίγουρα ελάχιστες! Το μαγαζί ήταν γεμάτο με Κολομβιανούς πελάτες οι οποίοι φαίνεται να είχαν μυηθεί στην ελληνική κουζίνα και απολάμβαναν χωρίς βιασύνη το σουβλάκι τους. Ο Γιώργος, ιδιοκτήτης Θεσσαλονικιός από την Άνω Τούμπα, μόλις του μίλησα στα ελληνικά τρελάθηκε από τη χαρά του και το εκμεταλλεύτηκα ώστε να τον ρωτήσω περισσότερα για την απόφαση του να φύγει από την Ελλάδα πριν ενάμιση χρόνο με τον συνέταιρό του τον Πέτρο και να ανοίξουν ελληνικό μαγαζί στην Κολομβία.
Τόσο το φαγητό όσο και ο freddo espresso που ήπια το επόμενο πρωί ήταν σούπερ και σε συνδυασμό με την καλή διάθεση του Γιώργου, μου επιβεβαίωναν για άλλη μια φορά πως αυτή η πόλη έχει χρώμα, ωραίες γεύσεις και καλή διάθεση. Για την ελληνική φιλοξενία δε θα επεκταθώ μόνο και μόνο γιατί κινδυνεύω να γίνω γραφική :)!
Για να χωνέψουμε πήραμε ποδήλατο και κάναμε πετάλι κατά μήκος της ακτής, στην περιοχή Boca Grande, εκεί που οι ουρανοξύστες της νέας πόλης έχουν θέα την απέραντη παραλία και τη θάλασσα της Καραϊβικής. Προορισμός όχι μόνο των τουριστών αλλά και των ντόπιων οι οποίοι δε χάνουν ευκαιρία να πηγαίνουν στην παραλία κάθε εβδομάδα και ας θεωρείται ο Σεπτέμβρης γι' αυτούς φουλ χειμωνιάτικος μήνας. (Εγώ πάντως πέρα από κάτι ψιλόβροχα δεν κατάλαβα χειμώνα, 30 βαθμοί κάθε μέρα και ίδρωμα μέχρι τα δάχτυλα των ποδιών, το λες και κατακαλόκαιρο).
Τα βράδια η πόλη γέμιζε ασφυκτικά από κόσμο που έβγαινε για να πιει μπύρα και να ακούσει/ χορέψει salsa και εμάς πού μας έβρισκες πού μας έχανες τη βγάζαμε πάντα σε κάποια πλατεία χορεύοντας και μιλώντας με τους ντόπιους. Οι επιλογές είναι πολλές αλλά εγώ σου προτείνω να κινηθείς στη γειτονιά Getsemani, είναι η πιο αυθεντική γειτονιά και εκεί όπου βγαίνουν οι περισσότεροι ντόπιοι. Άσε το ιστορικό κέντρο για αυτούς που δεν ξέρουν και εσύ πήγαινε στην πλατεία de la Trinidad! Θα με θυμηθείς! Κάθε βράδυ δοκίμασε τα καλούδια που πουλάνε γύρω από την πλατεία, μην το φοβηθείς, εμείς δεν πάθαμε τίποτα. Και πιο οικονομικά θα τη βγάλεις και θα μάθεις τις πιο original ιστορίες τρώγοντας.
Σε μια από τις βραδινές μας συζητήσεις καθισμένες στην πλατεία, μας μίλησαν για ένα ηφαίστειο μια ώρα μακριά από την πόλη της Cartagena στου οποίου τη λάβα μπορεί κανείς να κάνει μπάνιο. Η φίλη μου η Ο. με κοίταξε στα μάτια και χωρίς να πούμε τίποτα άλλο κανονίσαμε μονοήμερη απόδραση την επόμενη κιόλας ημέρα. Το Volcan del Totumo όπως το λένε οι Κολομβιανοί, βρίσκεται στην περιοχή Canta Catalina, Bolivar και έγινε γνωστό εξαιτίας των συστατικών που περιέχονται στη λάβα του. Ο μύθος λέει πως κάποτε ένας παπάς έριξε αγιασμό στη λάβα και από τότε η θερμοκρασία του ηφαιστείου δεν ξεπερνά τους 20 βαθμούς. Είναι μόλις 15 m ψηλό και ο κρατήρας του προσβάσιμος μέσω μιας ανηφορικής και μιας κατηφορικής σκάλας.
Η κοπέλα που μας έκανε την ξενάγηση μας είπε πως το μπάνιο και το μασάζ στη λάβα του ηφαιστείου βοηθάει στα αρθριτικά και παράλληλα διατηρεί το δέρμα λείο και απαλό. Αυτό για τα αρθριτικά κάναμε πως δεν το ακούσαμε αλλά αυτό για το υπέροχο δέρμα μας άρεσε οπότε αφού βγάλαμε ρούχα και μείναμε με το μαγιό ανεβήκαμε τη σκάλα που οδηγούσε στον κρατήρα. Η πρώτη επαφή με τη λάβα ήταν περίεργη. Κατέβηκα τη σκάλα και έβαλα πρώτα το δαχτυλάκι του ποδιού μου για να δω αν όντως η θερμοκρασία ήταν καλή ή θα γινόμουν ψητό κοτόπουλο. Αφού κατάλαβα πως ήταν δροσερά έβαλα και τα δυο μου πόδια και με τις προτροπές ενός ντόπιου ο οποίος θα μου έκανε μασάζ, βούτηξα ολόκληρη.
Όσο μου έτριβε πλάτη, πόδια και χέρια με ενημέρωσε πως το βάθος του κρατήρα ήταν στα 2.000 μέτρα. Έπαθα ένα μικρό πανικό γιατί δεν είχα πουθενά να κρατηθώ και δεν ήθελα να αφήσω τα κόκαλά μου μέσα στο ηφαίστειο. Μου είπε να μη φοβάμαι γιατί είναι τόσο πηχτή η λάβα που και να θες δε βουλιάζεις. Ξεφύσηξα και άφησα τον εαυτό μου να χαλαρώσει, στην τελική πόσοι έχουν την ευκαιρία να ζήσουν μια παρόμοια εμπειρία; Το πιο ωραίο μέρος όμως της συγκεκριμένης εμπειρίας -κατά τη γνώμη μου- ήταν το μετά. Εκεί που βγαίνοντας κατήμαυρη από τη λάβα έπρεπε να περπατήσω 2 λεπτά για να φτάσω σε μια λίμνη για να πλυθώ.
Στη λίμνη μας περίμεναν γυναίκες μεγάλης ηλικίας οι οποίες με 3.000 pesos ( 1,18 ευρώ) μας είπαν πως μπορούν να μας κάνουν μπάνιο. Σε άλλη περίπτωση δε θα ασχολιόμουν καν αλλά η ξεναγός μας είχε πει πως δεν πρέπει να χάσουμε αυτή την εμπειρία. Και πράγματι, για περίπου 5 λεπτά είχα γίνει πάλι 4 χρονών, τότε που η μαμά με έβαζε καθιστή στην μπανιέρα και με έκανε μπάνιο. Η κυρία αυτή η οποία πριν ξεκινήσει να με πλένει μου συστήθηκε και με ρώτησε πως με λένε άρχισε να μου ρίχνει νερό και να με τρίβει. Έκλεισα τα μάτια και αφέθηκα στα χέρια της. Την άκουσα να σιγοτραγουδάει και καθιστή όπως ήμουν μέσα στη λιμνούλα ένιωσα πως ξαναζούσα τα παιδικά μου χρόνια. Εκείνα τα 5 λεπτά ήταν πραγματικά η πιο όμορφη εμπειρία που θα μπορούσε να μου χαρίσει αυτή η μαγική χώρα! Πριν φύγω για το συγκεκριμένο ταξίδι όλοι με ρωτούσαν γιατί πάω στην Κολομβία και πώς και δε φοβάμαι. Δυστυχώς για πολλούς λόγους η συγκεκριμένη χώρα έχει άσχημο όνομα και για εμάς που ζούμε στην Ευρώπη έχει γίνει συνώνυμη των καρτέλ ναρκωτικών και της βίας. Όμως αρκούν μια με δυο εβδομάδες εκεί για να καταλάβεις πως η Καρταχένα δεν έχει καμία σχέση με αυτό που μας έχουν κάνει να πιστεύουμε. Ο κόσμος σε χαιρετάει στο δρόμο λες και σε ξέρει χρόνια, σου χαμογελάει, σε βοηθάει όταν βλέπει πως ψάχνεις κάτι και είναι όλοι διαθέσιμοι για κουβεντούλα.
Παρόλο που η φτώχεια είναι αισθητή στο μεγαλύτερο μέρος της πόλης, οι άνθρωποί της δεν το βάζουν κάτω. Χαμογελούν, χορεύουν, κάνουν πλάκα και αγαπούν τόσο το μέρος στο οποίο ζουν που επιδιώκουν με κάθε τρόπο να περνούν αυτή τους την αγάπη και στους τουρίστες. 'Ίσως φταίει ο ήλιος, ίσως η θάλασσα που κάνει τους ανθρώπους χαμογελαστούς και αν εξαιρέσεις τα σπαστικά κορναρίσματα των ταξί νομίζω πως η συγκεκριμένη πόλη τα έχει βρει τόσο καλά με τον εαυτό της που το περνάει έντονα και στους επισκέπτες της. Δεν υπάρχει περίπτωση να πας στην Καρταχένα και να μη γεμίσεις με χρώματα, μουσικές και καλή διάθεση.
Εγώ πάντως τη λάτρεψα και πιστεύω πως θα την ξαναδώ σύντομα σε επόμενο ταξίδι στην Κολομβία. Ντόπιοι μου είπαν πως πρέπει να επισκεφτώ την πόλη Medellin και την χαμένη πόλη, τις 2 πιο ωραίες περιοχές της Κολομβίας, γίνεται να μην επιστρέψω λοιπόν; Δε γίνεται!
Περισσότερα ταξίδια στη σελίδα travelstoriesfromyworld