Η πραγματικότητα είναι εκείνη που μας βασανίζει τις περισσότερες φορές και μας κάνει να μην βλέπουμε καθαρά. Όπως επίσης η συνεχής προπαγάνδα από την πλειοψηφία των ΜΜΕ τυφλώνει την καθαρότητα της σκέψης μας και θολώνει το πρίσμα μας. Βασική αιτία όμως αυτής της διαστρεβλωμένης αντίληψης που πολλοί από εμάς έχουμε για τα πεπραγμένα της κυβέρνησης βρίσκεται στην στενότητα της τσέπη μας και στο φόβο που μας έχει κυριέψει όλα αυτά τα χρόνια της στυγνής, αναποτελεσματικής και απάνθρωπης οικονομικής λιτότητας.
Η πρώτη διαθέσιμη πολιτική είναι εκείνη που ασκήθηκε στον τόπο από το 2010 μέχρι την άνοδο του ΣΥΡΙΖΑ στην εξουσία τον Ιανουάριο του 2015. Μια πολιτική άκρως νεοφιλελεύθερη, χωρίς αντιστάσεις και διεκδικήσεις, χωρίς καμία απολύτως πρόνοια για προστασία των χαμηλών και μικρομεσαίων εισοδημάτων, πλήρως υποταγμένη στις διαστάσεις, στα μέτρα και τα όρια που έθεταν οι δανειστές. Η πολιτική αυτή απέτυχε και μαζί της απέτυχαν και οι πολιτικοί σχηματισμοί που την εξέφραζαν και συνεχίζουν να την εκφράζουν, χωρίς καμία συστολή και αίσθηση της κοινωνικής αναγκαιότητας και του πολιτικού momentum.
Η δεύτερη διαθέσιμη πολιτική είναι εκείνη που ασκείται από την κυβέρνηση εδώ και ένα χρόνο. Η πρώτη φάση της προσπάθειας ξεκίνησε με στόχο την απεμπόληση των καταστρεπτικών μνημονίων, την αλλαγή του μοντέλου οικονομικής πολιτικής στην Ευρωζώνη, την σταδιακή απομάκρυνση από την επιβολή όρων του δανειστή προς τον δανειζόμενο, και με μια τεράστια προσπάθεια ανάδειξης του αυταπόδεικτου: ότι τα μνημόνια λιτότητας είναι έτσι σχεδιασμένα για να οδηγούν σε νέα μνημόνια λιτότητας. Η προσπάθεια αυτή δεν τελεσφόρησε, με αποτέλεσμα η κυβέρνηση να παραδεχθεί την ήττα της, αλλά να βάλει σε εφαρμογή ένα ακόμη πιο επίπονο σχέδιο: την ολική μεταρρύθμιση του κράτους με βασική πυξίδα την προστασία κατά το μέγιστο δυνατό βαθμό των αδύναμων κοινωνικών στρωμάτων.
Η προσπάθεια/διαδικασία αυτή προσκρούει καθημερινά σε τρία εμπόδια: το πρώτο είναι κάποιοι συγκεκριμένοι κύκλοι των δανειστών που συνεχώς αμφισβητούν τόσο αυτά που οι ίδιοι επέβαλαν στην κυβέρνηση το καλοκαίρι, όσο και εκείνα που επιχειρεί η κυβέρνηση στο μεταρρυθμιστικό κομμάτι, στην πάταξη της φοροδιαφυγής, στο προσφυγικό, στην ανάπτυξη περιφερειακών ενεργειακών συνεργασιών. Παντού και σε κάθε επίπεδο, σε οτιδήποτε και να επιχειρήσει ή να προτείνει η κυβέρνηση, θα υπάρχει πάντα μια αρχική επιφύλαξη, ένα «όχι», μια αβεβαιότητα. Σίγουρα πάντως δεν θα υπάρξει η παραμικρή αναγνώριση της προσπάθειας, έστω για τους τύπους. Αυτό αναμφισβήτητα δείχνει μεροληψία και μπορεί να το καταλάβει ο οποιοσδήποτε.
Το δεύτερο εμπόδιο είναι η κάλυψη των γεγονότων, των δηλώσεων, και των διαπραγματεύσεων από τα ΜΜΕ, τόσο στο εξωτερικό όσο κυρίως στην Ελλάδα. Η συζήτηση είναι πολύ μεγάλη και απαιτεί χρόνο και χώρο για να αναπτυχθεί, ωστόσο είναι ηλίου φαεινότερον ότι μεγάλο τμήμα των μίντια λειτουργεί με τρόπο σκανδαλοθηρικό και τρομολαγνικό, αγνοώντας πλήρως τις αρχές και τους κανόνες δεοντολογίας της δημοσιογραφίας. Το τρίτο και τελευταίο εμπόδιο είναι η ίδια η αντιπολίτευση, η οποία στην σημερινή της μορφή, καλύπτοντας όλο το πολιτικό φάσμα, δεν έχει να προσφέρει απολύτως τίποτα στον διάλογο για το παρόν και το μέλλον της χώρας. Κενολογίες, τυποποιημένες εκφράσεις χωρίς πολιτική ουσία, κανένα απολύτως εναλλακτικό πλάνο, καμία αντίληψη της πραγματικότητας. Μια απόλυτη απογοήτευση που ωθεί ένα πολύ μεγάλο τμήμα του εκλογικού σώματος στο να αντιμετωπίζει την πολιτική με απέχθεια.
Η τρίτη διαθέσιμη πολιτική είναι εκείνη που αφορά την αποδέσμευση της χώρας από την Ευρωζώνη. Μια πολιτική που σύμφωνα με κάποιες δημοσκοπήσεις στο πρόσφατο παρελθόν δείχνει να έχει απήχηση σε ικανοποιητικό τμήμα του εκλογικού σώματος. Το θέμα είναι εάν αυτή η πολιτική επιλογή είναι κατάλληλα ανεπτυγμένη για να μην οδηγήσει τη χώρα σε ακόμα μεγαλύτερη δίνη, όπως επίσης και εάν η υποστήριξή της από τμήμα της κοινής γνώμης εδράζεται σε αντικειμενικά κριτήρια και όχι σε παρορμητισμό ή αντιδραστικότητα. Έχοντας παρακολουθήσει στενά το ζήτημα και τις διαστάσεις του, εκτιμώ ότι δεν έχει αρθρωθεί με κατάλληλο τρόπο, σίγουρα όχι πειστικό, η συζήτηση για την επιστροφή σε εθνικό νόμισμα, γεγονός που καθιστά κάθε περαιτέρω συζήτηση, υπό τα υπάρχοντα στοιχεία, προβληματική.
Αυτό που έχει μεγαλύτερη σημασία είναι να καταφέρουμε σαν κοινωνία να δούμε την πραγματικότητα όπως είναι, προσπαθώντας να μην αντιδράμε αντανακλαστικά με βάση τα όσα έχουμε υποφέρει όλα αυτά τα πολύ δύσκολα χρόνια. Όπως επίσης είναι πολύ σημαντικό να μην παρασυρόμαστε από την αποσπασματική έως άκρως μεροληπτική πληροφόρηση που λαμβάνουμε καθημερινά και να επιχειρούμε ενημέρωση από διαφορετικές πηγές, να διασταυρώνουμε, να ρωτάμε, να ελέγχουμε την κυβέρνηση. Οι ίδιοι, με τα μέσα που έχουμε, ελλειμματικά ή μη, χωρίς μεσάζοντες και υποβολείς.