Εικοσιπέντε (25) χρόνια ανομίας είναι πολλά. Παρά πολλά για ένα δημοκρατικό πολίτευμα, για μια ευρωπαϊκή χώρα. Η Ελλάδα είναι το μοναδικό κράτος-μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης που ουδέποτε έχει υλοποιήσει επίσημη διαδικασία αδειοδότησης ιδιωτικών καναλιών. Εικοσιπέντε χρόνια στα οποία η πολιτική ηγεσία έκανε πως δεν έβλεπε τίποτα απολύτως, τρέφοντας θεσμούς εξάρτησης και αλληλεξάρτησης με το μιντιακό κατεστημένο.
Οι προηγούμενες κυβερνήσεις έδωσαν δεκαπέντε (15) φορές παράταση στο καθεστώς ιδιότυπης ανομίας, παρέχοντας συνεχώς προσωρινές άδειες. Ο νόμος που έφερε η σημερινή κυβέρνηση και η πρόβλεψη για προκήρυξη διαγωνισμού για την αδειοδότηση των τηλεοπτικών σταθμών είναι ένα πολύ σημαντικό βήμα προς την κατεύθυνση της δημιουργίας πλαισίου νομιμότητας, υγιούς ανταγωνισμού, και συνθηκών οικονομικής επιβίωσης των επιχειρήσεων του χώρου. Στο ΕΣΡ ανατέθηκε η σύνταξη των όρων, η προκήρυξη και διενέργεια διαγωνισμού, ο έλεγχος των φακέλων. Η κυβέρνηση εξάντλησε όλα τα περιθώρια διαλόγου και κοινού βηματισμού προκειμένου να εξασφαλίσει τη συναίνεση των πολιτικών κομμάτων για τη συγκρότηση του ΕΣΡ. Η πρωτοβουλία αυτή όχι μόνο δεν πέτυχε, αλλά οδήγησε σε τεράστια καθυστέρηση την όλη διαδικασία. Αναμενόμενο θα σκεφτεί κάποιος. Για ποιο λόγο να συμμετείχαν τα κόμματα της αντιπολίτευσης, και κυρίως ΝΔ και ΠΑΣΟΚ, σε μια τέτοια διαδικασία τη στιγμή που επί δεκαετίες δεν προχωρούσαν στη ρύθμιση του ραδιοτηλεοπτικού τοπίου και στην αξίωση προς τα κανάλια να πληρώνουν τα τέλη συχνοτήτων; Κατά συνέπεια η αρμοδιότητα διενέργειας διαγωνισμού περνά στον Υπουργό Επικρατείας ο οποίος και θα προχωρήσει χωρίς κωλύματα και δήθεν χρονοτριβές.
Αναφορικά με το κομμάτι των τηλεοπτικών αδειών, η κυβέρνηση επιλέγει να θέσει προς διαγωνισμό τέσσερις (4) άδειες. Ο αριθμός αυτός, πέραν του ότι ανταποκρίνεται στο ευρύτερο ευρωπαϊκό πλαίσιο και στο τι συμβαίνει συγκριτικά σε άλλα κράτη-μέλη, αποτελεί και αποτέλεσμα των συνθηκών που επικρατούν στην εγχώρια αγορά. Οι περιορισμένες δυνατότητές της, η συνεχής συρρίκνωση της αντίστοιχης διαφημιστικής αγοράς, τα χρέη των καναλιών και με την πλειοψηφία των δημοσιογράφων και όσων ασχολούνται ευρύτερα με τον χώρο να αμείβονται πενιχρά και σε συνθήκες εργασιακής εκμετάλλευσης δε νομίζω ότι αφήνουν περιθώρια για διεύρυνση της πίτας. Για τους λόγους αυτούς απαιτείται να δοθούν άδειες σε επιχειρήσεις που μπορούν να αντέξουν τους κραδασμούς, να παράξουν προϊόν, θέσεις εργασίας, κέρδος, για να μπορέσουν παράλληλα να αναπτυχθούν και να είναι συνεπείς στις οικονομικές υποχρεώσεις τους.
Αναφορικά με τις οφειλές των τηλεοπτικών σταθμών, η κατάσταση έχει ξεφύγει πέρα από κάθε έλεγχο καθώς υπολείπονται πάνω από 34 εκατομμύρια ευρώ για να εξοφληθούν πλήρως τα χρέη που προκύπτουν τόσο από τον φόρο τηλεοπτικών διαφημίσεων, όσο και από τα πρόστιμα του ΕΣΡ μόνο τα τελευταία έξι (6) χρόνια. Σε αυτό το πλαίσιο οικονομικής κατάρρευσης απορεί κάποιος με ποιον ακριβώς τρόπο τα τηλεοπτικά κανάλια θα μπορέσουν ποτέ να αποπληρώσουν αυτά τα δυσθεώρητα, για την εποχή, ποσά. Υπό αυτό το πρίσμα, η μοναδική ανησυχία θα πρέπει να αφορά στο μέλλον των εργαζομένων των καναλιών αυτών. Μπορεί οι εργοδότες τους να φρόντισαν τόσο χρόνια να απαξιώσουν την εργασιακή τους προσφορά, ωστόσο τόσο οι εγγεγραμμένοι στην ΕΣΗΕΑ δημοσιογράφοι όσο και οι χιλιάδες άλλοι συνάδελφοί τους που εργάζονται «μαύρα» πρέπει να διεκδικήσουν ό,τι ακριβώς τους αξίζει. Το ότι οι επιχειρήσεις στις οποίες εργάζονται δεν είναι βιώσιμες και το ότι οι διοικήσεις αυτών διαπλέκονται με τμήμα του πολιτικού προσωπικού της χώρας επί δεκαετίες, δεν είναι δικό τους πρόβλημα.