Με ελάχιστη αίσθηση σοβαρότητας, ευκολά θα διαπιστωνόταν ότι η ευρωπαϊκή συζήτηση για το ελληνικό πρόβλημα έχει ήδη διαβεί τα όρια της παράνοιας. Και αυτό όχι τόσο από ελληνικής πλευράς, όσο κυρίως από ευρωπαϊκής. Ενώ η συμφωνία με την Ελλάδα έχει κλείσει από τις 20 Φεβρουάριου 2015 και δεν παραμένει σε εκκρεμότητα παρά η διαπραγμάτευση για την υλοποίηση της, εν τούτοις επισείεται από την άλλη πλευρά με αφάνταστη ευκολία και επιπολαιότητα το ύστατο όπλο του Grexit, παρά το γεγονός ότι ακόμη και σε περίπτωση που οι συμφωνίες δεν τηρούνται με ελληνική ευθύνη, υπάρχουν πολλά αλλά μέσα εξαναγκασμού της οφειλετριας χωράς, προτού φθάσουμε στο ύστατο, το οποίο εμπεριέχει φυσικά σοβαρό κόστος όχι μόνον για την τελευταία, αλλά ακόμη περισσότερο για τους δανειστές και εταίρους της.
Κορυφαίος στο νοσηρό «παιχνίδι του θανάτου» ο Γερμανός υπουργός Σόιμπλε, αλλά και ο κεντρικός του τραπεζίτης Γιένς Βέλτμαν, ο οποίος κάθε δεύτερη ημέρα δεν κουράζεται να επαναλαμβάνει ότι οι διαπραγματεύσεις με την ελληνική κυβέρνηση είναι περιττές, καθόσον η τελευταία παραμένει απολύτως «αναξιόπιστη». Ομοίως, ο υπουργός του δεν περνά ούτε εάν 24ωρο που να μην προβεί σε δηλώσεις για την ελληνική «έξοδο», επιρρίπτοντας για αυτό την ευθύνη στην βούληση του ελληνικού λαού.
«Παράδοξος» ο καταιγισμός των γερμανικών δηλώσεων για την ελληνική «έξοδο», ενώ παράλληλα οι ίδιοι διαβεβαιώνουν ότι το ελληνικό πρόβλημα δεν αποτελεί παρά μικρή και αμελητέα παρωνυχίδα στο ευρωπαϊκό οικοδόμημα. Στην παρανοϊκή γερμανική συζήτηση περί του διαβόητου πλέον Grexit, ως συνταγή και φάρμακο για πασά χρήση, δεν είναι λίγα τα γερμανικά Ινστιτούτα Οικονομικών Μελετών που επισημαίνουν ότι η ενδεχομένη ελληνική έξοδος θα κόστιζε στους πιστωτές και εταίρους μας πολύ περισσότερο από την παραμονή της χωράς μας στην Ευρωζώνη. Και συνυπολογίζονται σε αυτό όχι μόνον τα ελληνικά χρέη που θα ανέβαιναν ακόμη λιγότερο βιώσιμα, αλλά επίσης το μέγεθος της αναγκαίας και απαράκαμπτης βοήθειας, που η Ευρώπη θα όφειλε να εξασφαλίζει προς την «απείθαρχη» χωρά για την σταθεροποίηση της.
Σε κάθε περίπτωση, το «παράδοξο» είναι ότι οι πιστωτές ενδιαφέρονται αποκλειστικά και μόνον για την άμεση εξασφάλιση τους, ενώ παράλληλα αδιαφορούν παντελώς για την σταθεροποίηση της οικονομίας στην οφείλετρια χωρά. Όμως, πως είναι δυνατόν να σταθεροποιείται η εξυπηρέτηση του χρέους με μετρά και πολίτικες που εξαναγκάζουν στην όλο και βαθύτερη αποσταθεροποίηση της οικονομίας του οφειλέτη;
Κι ακόμη, όταν από την άλλη πλευρά του Ατλαντικού διατυπώνονται πιεστικές ανησυχίες για την διατήρηση της ακεραιότητάς της Ευρωζώνης, τότε η ορολογία του Grexit αντικαθίσταται με αυτήν του Graccident : οι επισείοντες την πρώτη αναδιπλώνονται στην υπόθεση ότι η ελληνική αποβολή από την Ευρωζώνη, ενώ ουδείς την επιθυμεί, εν τούτοις μπορεί να προκύψει από « ατύχημα », για το οποίο όμως όχι μόνον δεν λαμβάνουν κανένα προληπτικό μετρό ώστε το απευκταίο να αποφευχθεί, αλλά αντίθετα καλλιεργούν επικοινωνιακό κλίμα ώστε αυτό να επέλθει, αρκεί η ευθύνη για αυτό να μην είναι δική τους, αλλά του οφειλέτη.
Όταν κατά παράβαση των υποχρεώσεων της ΕΚΤ και των ευρωπαϊκών προγραμμάτων κλείνουν η μια μετά την άλλη οι στρόφιγγες της ευρωπαϊκής χρηματοδότησης για την Ελλάδα, πως είναι δυνατόν να γίνεται ακόμη λόγος για «ατύχημα» για το οποίο την ευθύνη φέρει αποκλειστικά και μόνον η οφειλέτρια χωρά;
Ο Ιταλός πρόεδρος της ΕΚΤ Μάριο Νταγκ εκδήλωσε πρόσφατα ότι δεν είναι δυνατόν ορισμένες χώρες της Ευρωζώνης να βοηθούν μονίμως κάποιες άλλες. Ωστόσο, τα δάνεια εντός της Ευρωζώνης δεν αποτελούν δώρα, αλλά έχουν χαρακτήρα σταθεροποιητικό προς κοινό όφελος όλων των χωρών μελών στο κοινό νόμισμα. Εξ αλλού, όταν οι ισχυρές οικονομίες αντλούν χρήμα με μηδενικό κόστος και το δανείζουν με υψηλότερο επιτόκιο, κατά ποσό αυτό συνιστά βοήθεια και κατά ποσό επικερδή τοποθέτηση; Ο ίδιος διαβεβαιώνει ότι η ΕΚΤ εξάντλησε την παροχή ρευστότητάς προς την Ελλάδα, αφού αυτή έφθασε ήδη το 68% του ελληνικού ΑΕΠ. Όμως, τι σημασία έχει αυτό το ύψος της ρευστότητάς, αφού η χωρά μας πολύ απέχει ακόμη από το να έχει σταθεροποιηθεί και το σημερινό κύριο πρόβλημα που παρεμποδίζει την σταθεροποίηση της είναι ακριβώς η ανεπάρκεια της ρευστότητάς; Θα ήταν χρήσιμο να υπενθυμισθεί ότι κατά την προηγουμένη 6ετια τόσο η αμερικανική όσο και η ιαπωνική κεντρική τράπεζα εξασφάλισαν απεριόριστη ρευστότητα πολλαπλάσια των αντίστοιχων ΑΕΠ στις οικονομίες τους μέχρι να επιβεβαιωθεί η σταθεροποίηση τους.
Στη γενική παράνοια για το ελληνικό πρόβλημα συμμετέχουν επίσης οι Ευρωπαίοι ιθύνοντες που σπεύδουν να διαβεβαιώνουν ότι η Ευρωζώνη σήμερα είναι πολύ περισσότερο ισχυρή από ό,τι το 2012 και ότι είναι πλέον θωρακισμένη προκειμένου να αντιμετωπίσει το ενδεχόμενο της ελληνικής εξόδου και να μην υποστεί συνέπειες εξ αυτής. Ωστόσο, ακόμη μια φορά το επιχείρημα πάσχει : εάν αληθεύει ότι η σημερινή Ευρώπη είναι πράγματι πιο ισχυρή από ό,τι το 2012, τότε γιατί να αντιμετωπίσει το ελληνικό πρόβλημα με την ακραία μέθοδο του αυτοακρωτηριασμου της και όχι με άλλες πιο ανώδυνες θεραπευτικές επιλογές; Εξ ορισμού ο ισχυρός διαθέτει πολλές εναλλακτικές επιλογές, ενώ ο αδύναμος μόνον μια και μάλιστα την πιο ακραία, τον αυτοακρωτηριασμο.
Στο αυτό κλίμα εντάσσονται και οι δηλώσεις από ιθύνοντες του ΔΝΤ, σύμφωνα με τις οποίες η Ελλάδα αποτελεί τον «χείριστο πελάτη» που είχε ποτέ το Ταμείο στη διάρκεια της 70ετους λειτουργίας του. Ωστόσο, εάν η Ελλάδα έχει περιέλθει σε βαθιά ύφεση και μαζική ανεργία, αυτό δεν οφείλεται στο ότι δεν συμμορφώνεται με τις υποδείξεις του ΔΝΤ, αλλά αντίθετα στο ότι τις έχει εφαρμόσει κατά γράμμα. Και μάλιστα σε σημείο που αναγκάσθηκε να παραδεχθεί ο διευθυντής μελετών του ΔΝΤ Ολίβιε Μπλανσάρ ότι την ευθύνη για την ελληνική αποτυχία δεν φέρει η χωρά, αλλά η λανθασμένη συνταγή που εφαρμόσθηκε και κυρίως η υποεκτίμηση των επιπτώσεων από το πρόγραμμα λιτότητας που εκπονήθηκε από το ίδιο το ΔΝΤ. «Χείριστος πελάτης » η Ελλάδα, αλλά ακόμη πιο «χείριστο» και αναποτελεσματικό το πρόγραμμα που της επιβλήθηκε, με το οποίο όχι μόνον η οικονομία της συρρικνώθηκε, αλλά και το χρέος της εκτοξεύθηκε σε μη εξυπηρέτησα ύψη.
Η ευρωπαϊκή συζήτηση για την Ελλάδα έχει τόσο αποσυνδεθεί από την πραγματικότητα, ώστε το επικοινωνιακό πεδίο και με άγνωστη για όλους τελική κατάληξη επισκιάζει όλα τα αλλά. Με την αδικαιολόγητη εμμονή στην λανθασμένη συνταγή όχι μόνον το οικονομικό πρόβλημα επιδεινώνεται, αλλά ακόμη και το γεωπολιτικό αγνοείται και δεν μνημονεύεται καν.
Χρειάσθηκε η πίεση από την εκείθεν πλευρά του Ατλαντικού για να ληφθούν επιτέλους υπόψη αμφότερα. Χρειάσθηκε να επισκεφθεί τον Λευκό Οίκο ο πρόεδρος της ΕΕ Ντόναλντ Τοσκ. για να παραδεχθεί ότι όσοι μιλούν είτε για Grexit είτε για Graccident είναι «ηλίθιοι» και ότι όποιο πρόβλημα υπάρχει με την Ελλάδα μπορεί και οφείλει να διευθετηθεί εντός της Ευρωζώνης. Στο αυτό πνεύμα, ο γάλλος υπουργός Οικονομικών Μισέλ Σαπέν συνιστά στους Ευρωπαίους ιθύνοντες «να ελέγχουν τα λόγια τους». Ο ίδιος προσθέτει: «τα ατυχήματα συμβαίνουν όταν κάνεις χάνει τον έλεγχο των λόγων του και όχι όταν δεν τηρούνται κάποιοι κανόνες».
Σήμερα πλέον η τύχη της Ελλάδας έχει φθάσει να εξαρτάται περισσότερο από τον ανελέητο επικοινωνιακό πόλεμο που έχει ανοίξει, παρά από το μέγεθος των πραγματικών οικονομικών προβλημάτων, για τα οποία, όταν υπάρχει η πολιτική βούληση και κατανόηση, υπάρχουν πάντα οι πρόσφορες και ανώδυνες διευθετήσεις προς κοινό όφελος όλων των πλευρών.