Η αποσπασματική συναίνεση που διαχρονικά νομιμοποιούσε το ευρωπαϊκό εγχείρημα και η οποία τροφοδοτούνταν από πολιτικές εκροές της διαδικασίας ενοποίησης όπως οι ελευθερίες μετακίνησης και κατανάλωσης, τίθεται σήμερα ολοσχερώς υπό αμφισβήτηση. Η ευρωκρίση διαίρεσε την ΕΕ σε χώρες πιστωτές και χώρες οφειλέτες με αυτοτελή συμφέροντα. Η διαίρεση αυτή εκφράζεται σε συγκρούσεις στο επίπεδο του ευρωπαϊκού συμβουλίου και διαπερνά όλα τα όργανα της Κοινότητας.
Από την αφετηρία της κρίσης η Γερμανία με θέση κύριου πιστωτή διέθετε μια καθαρά εθνική σκοπιά με κύριο στόχο την διάσωση γερμανικών τραπεζών. Η πρώτη διάσωση που εφαρμόστηκε το 2010 δεν αφορούσε μόνο την Ελλάδα αλλά και τις μεγαλύτερες χώρες της ευρωζώνης, υπό την έννοια ότι επιχειρήθηκε μια μείωση των πολλαπλασιαστών δυσπιστίας απέναντι σε όλη την Ευρωζώνη . Με άλλα λόγια αν μειωνόταν η εμπιστοσύνη των αγορών στην Ελλάδα, θα μειωνόταν αναπάντεχα και για άλλες χώρες τις ευρωζώνης όπως την Ισπανία, την Ιταλία και ίσως ακόμα και τη Γαλλία, αυξάνοντας απεριόριστα τον βαθμό διακινδύνευσης.
Ενώ λοιπόν υπήρχε η ρήτρα της μη διάσωσης κρατών (no bail out) και το κάθε κράτος είχε την ευθύνη για τα χρέη του, έγιναν παρεκκλίσεις και αυτός ακριβώς είναι ο λόγος που διασύρθηκε το ευρώ στην κοινή γνώμη των ισχυρών βόρειων χωρών. Είναι προφανές ότι η εν λόγω στάση δεν μπορούσε παρά να συναντήσει εξ αρχής σοβαρές αντιρρήσεις στον βόρειο-ευρωπαϊκό πληθυσμό και ειδικά στον γερμανικό, ο οποίος δεν μπορούσε πλέον να έχει εικόνα του κόστους διάσωσης και της κατανομής του. Οι αντιρρήσεις των βόρειων πληθυσμών δεν ερμηνεύεται ως φαινόμενο εθνικισμού αλλά αποτελεί έκφανση ενός δημοκρατικού ελλείμματος στο ευρωπαϊκό οικοδόμημα.
Ο τρόπος με τον οποίο επιχειρήθηκε η αντιμετώπιση της ευρωκρίσης δεν συγκρούστηκε μόνο με το ισχύον ευρωπαϊκό δίκαιο, αλλά παραβίασε πολλές φορές το πεδίο αρμοδιότητας εθνικών κοινοβουλίων. Υπό την επίκληση συνθηκών εκτάκτου ανάγκης τα αρμόδια όργανα της ευρωζώνης και ειδικά η λεγόμενη τρόικα επέβαλαν κοινοβουλευτικές διαδικασίες του κατεπείγοντος, υπουργικές αποφάσεις και προεδρικά διατάγματα, κάτι που αντιβαίνει τόσο στο θεσμικό και κανονιστικό πλαίσιο της Ε.Ε., όσο και στην δημοκρατικά εκφρασμένη βούληση των πολιτών.
Με βάση τα παραπάνω οφείλει να υποθέσει κανείς λογικά ότι εάν πράγματι υπάρχει μια αναβίωση της οπισθοδρόμησης προς το εθνικό κράτος τότε αυτό είναι αποτέλεσμα μιας λανθασμένης ευρωπαϊκής πολιτικής για την αντιμετώπιση της κρίσης. Η πολιτική αυτή καθορίστηκε από την κυβέρνηση της Angela Merkel. Όσο απλουστευτικό και να είναι το εν λόγω επιχείρημα στον πυρήνα του δεν στερείται αλήθειας, ειδικότερα εάν λάβουμε υπόψη συνολικά την ευρωπαϊκή πολιτική αντιμετώπισης κρίσεων συμπεριλαμβανομένου του ζητήματος της Ουκρανίας και του προσφυγικού.
Η τάση επανεθνικοποίησης της ευρωπαϊκής πολιτικής φαίνεται άλλωστε από τη δημόσια κλιμακούμενη σύγκρουση μεταξύ των ηγετών των κρατών. Αντί να γίνουν βήματα προς μία ευρωπαϊκή ομοσπονδία κρατών, δημιουργήθηκε ένα πολύπλοκο σύστημα αμοιβαίων ελέγχων, κανόνων και κυρώσεων με βάση το οποίο τα κράτη προβαίνουν συνεχώς σε αμοιβαίες επικρίσεις και καταδίκες. Το δυσλειτουργικό ευρωπαϊκό πολιτικό οικοδόμημα δημιουργεί συνεχείς διχασμούς και δεν διευκολύνει πλέον τις συναινέσεις ελλείψει των απαραίτητων δικλείδων ασφαλείας. Η ευρωπαϊκή ενοποίηση διαθέτει επομένως αποσπασματικό χαρακτήρα υπό την έννοια της ύπαρξης ενός μεγάλου πολιτικού κενού της έλλειψης ενός ενιαίου ομοσπονδιακού ευρωπαϊκού κράτους πρόνοιας που θα μπορούσε να μεσολαβήσει ρυθμιστικά και εξομαλυντικά στα επιμέρους κράτη μέλη μέσα από μια ενιαία ομοσπονδιακή πολιτική, τόσο στον δημοσιονομικό όσο και στον κοινωνικοοικονομικό τομέα.
Ενώ λοιπόν η νομισματική ένωση από την αφετηρία της διέθετε τον χαρακτήρα ενός πολιτικού εγχειρήματος, μετασχηματίστηκε σε ένα τεχνοκρατικό υπεροικοδόμημα στο οποίο τα πάντα ελέγχονται από αδιαφανείς και παρασκηνιακούς θεσμούς. Δυστυχώς στο Μάασριχτ δεν υλοποιήθηκε η αρχική πρόθεση να τεθούν τα θεμέλια για μια Ευρωπαϊκή Πολιτική Ένωση η οποία θα προσέφερε την απαραίτητη καθοδήγηση και ευταξία και σε βάθος χρόνου και μια δέσμη δικλείδων ασφαλείας. Σήμερα λοιπόν η Ευρώπη πληρώνει με την ευρωκρίση καθυστερημένα το τίμημα για την γερμανική ενοποίηση. Το ευρώ ως σκληρό νόμισμα υπήρξε άλλωστε παράγωγο μιας μεγάλης συναλλαγής μεταξύ Γερμανίας και Γαλλίας. Η Γαλλία υποσχέθηκε να στηρίξει την ολοκλήρωση της γερμανικής ενοποίησης και η Γερμανία με τη σειρά της έδειξε πρόθυμη να εγκαταλείψει το δικό της πολύ σκληρό μάρκο και να συμμετάσχει ενεργά στην περιπέτεια του ευρώ μαζί με μαλακά νομίσματα. Η Γερμανία όμως επέμεινε στην στης έδρα της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ) στην Φρανκφούρτη και στη συγκρότηση της με βάση τα αυστηρά γερμανικά κριτήρια. Παρά τις αρνητικές πτυχές που ενέσκηψαν όμως με την κρίση χρέους στην Ευρώπη, εδραιώθηκε πλέον διάχυτα η πεποίθηση ότι η αποδέσμευση της νομισματικής ένωσης από την πολιτική ένωση υπήρξε ένα ιστορικό λάθος, μία άποψη που ασπάζονται πλέον όλες οι χώρες της ευρωζώνης εκφράζοντας παράλληλα την ετοιμότητα να προχωρήσουν ένα βήμα παραπέρα προς την πολιτική ενοποίηση.
Για να εξέλθει με δημοκρατικό τρόπο η ΕΕ από την κρίση νομιμοποίησης και εμπιστοσύνης που την διακατέχει, θα πρέπει να αναχαιτίσει τον κίνδυνο αυτονόμησης των μεμονωμένων εκτελεστικών εξουσιών. Μόνο όταν το ευρωπαϊκό κοινοβούλιο είναι σε θέση να ελέγξει τις εθνικές κυβερνήσεις εξίσου αποτελεσματικά, όπως το κάνουν τα εθνικά κοινοβούλια, είναι δυνατή μια μεταβίβαση σε ευρωπαϊκό επίπεδο του καθοριστικού κυριαρχικού δικαιώματος στον τομέα της κύρωσης προϋπολογισμών. Αυτό θα είναι ένα πρώτο μεγάλο βήμα.