Οι Ιρλανδοί κι εμείς

Αν η λιτότητα δεν επιβραβεύεται εκλογικά, ακόμη και όταν είναι «επιτυχής», είναι λογικό να αποδοκιμάζεται βιαιότερα όταν δεν είναι επιτυχής- όπως στην περίπτωση της Ελλάδας. Από την άποψη αυτή η Ελλάδα δεν αποτελεί εξαίρεση, αλλά μάλλον παραλλαγή του κανόνα. Μα από μιαν άλλη άποψη, η Ελλάδα είναι εξαίρεση. Γιατί μόνο στην Ελλάδα ένα νέο κόμμα, «αντισυστημικό», κατόρθωσε να πείσει ότι αποτελεί εναλλακτική λύση και να λάβει εντολή διακυβέρνησης. Αυτή όμως δεν είναι η μοναδική ελληνική ιδιαιτερότητα.
|
Open Image Modal
EyesWideOpen via Getty Images

Μπορεί μια κυβέρνηση που εφάρμοσε πολιτική λιτότητας να κερδίσει εκλογές; Το ερώτημα έχει τεθεί, τον τελευταίο χρόνο, σε πολλές γλώσσες, σε πολλές χώρες. Και η απάντηση μοιάζει να είναι, προς το παρόν, ομόφωνη: Όχι, δε μπορεί.

Μετά την Ελλάδα, την Πορτογαλία και την Ισπανία, ήταν η σειρά της Ιρλανδίας να κάνει το τεστ. Κι αν υπήρχε μια πιθανότητα να διαψευστεί κάποτε ο κανόνας ήταν, προφανώς, η ιρλανδική περίπτωση. Η Ιρλανδία ήταν ο υποδειγματικός μαθητής στην τάξη της τρόικας, εκείνος που εφάρμοσε τη συνταγή πρόθυμα και αδιαμαρτύρητα. Μείωσε δραματικά τις δημόσιες δαπάνες, έβαλε φόρους, έκοψε συντάξεις. Αλλά το έκανε με μικρότερο, σε σχέση με την Ελλάδα, οικονομικό και κοινωνικό κόστος και με μεγαλύτερη επιτυχία.

Η Ιρλανδία ήταν, πριν ακόμη τελειώσει η μνημονιακή της τριετία, η ταχύτερα αναπτυσσόμενη οικονομία στην Ευρώπη. Στα μάτια του κ. Σόιμπλε ήταν η χειροπιαστή απόδειξη ότι η συνταγή της λιτότητας αποδίδει. Κι ότι όσοι απέτυχαν να εφαρμόσουν τη συνταγή, απέτυχαν με δική τους ευθύνη.

Κι όμως. Ο κυβερνητικός συνασπισμός απέτυχε να επανεκλεγεί στις κάλπες της περασμένης Παρασκευής. Το κεντροδεξιό κόμμα Fine Gael του πρωθυπουργού Έντα Κέννυ πήρε, βέβαια, την πρώτη θέση, αλλά έχασε 27 έδρες, ενώ το Εργατικό κόμμα, που συγκυβερνούσε, τιμωρήθηκε σκληρά. Κέρδισε μόλις 6 έδρες, από 37 που είχε στην προηγούμενη Βουλή.

Η Ιρλανδία επαναλαμβάνει, έτσι, ένα μοτίβο που εμφανίστηκε στις Πορτογαλικές και τις Ισπανικές εκλογές. Οι κυβερνήσεις που εφάρμοσαν προγράμματα λιτότητας και τα ολοκλήρωσαν, με αντάλλαγμα την εμπιστοσύνη των αγορών, δεν καταφέρνουν να επιβεβαιώσουν την εμπιστοσύνη του εκλογικού σώματος. Η ευημερία των μακρο- αριθμών αργεί να μεταφραστεί σε μικρο- ευημερία των φτωχότερων νοικοκυριών. Και οι κάλπες καταγράφουν θυμό.

Και στις τρεις χώρες, οι κάλπες ανέδειξαν στην πρώτη θέση το κόμμα που κυβερνούσε, αλλά του στέρησαν την πλειοψηφία που χρειαζόταν ώστε να συνεχίσει να κυβερνά. «Ψηφίστε σταθερότητα», «δώστε συνέχεια στην ανάκαμψη», ήταν τα συνθήματα του κυβερνητικού μπλοκ στις Ιρλανδικές εκλογές. Αλλά οι ψηφοφόροι δεν πείσθηκαν. Και ελλείψει πειστικής εναλλακτικής ανέδειξαν ένα κοινοβούλιο, όπου ο σχηματισμός πλειοψηφίας μοιάζει με άλυτη πολιτική εξίσωση. Αντίστοιχα, στην Πορτογαλία σχηματίστηκε μια εύθραυστη κυβέρνηση του δεύτερου κόμματος (Σοσιαλιστές) με την βοήθεια του τρίτου και του τέταρτου, των κομμουνιστών και του πορτογαλικού ΣΥΡΙΖΑ. Στη δε Ισπανία κυβέρνηση δεν έχει προκύψει ακόμη.

Αν η λιτότητα δεν επιβραβεύεται εκλογικά, ακόμη και όταν είναι «επιτυχής», είναι λογικό να αποδοκιμάζεται βιαιότερα όταν δεν είναι επιτυχής- όπως στην περίπτωση της Ελλάδας. Από την άποψη αυτή η Ελλάδα δεν αποτελεί εξαίρεση, αλλά μάλλον παραλλαγή του κανόνα. Μα από μιαν άλλη άποψη, η Ελλάδα είναι εξαίρεση. Γιατί μόνο στην Ελλάδα ένα νέο κόμμα, «αντισυστημικό», κατόρθωσε να πείσει ότι αποτελεί εναλλακτική λύση και να λάβει εντολή διακυβέρνησης.

Αυτή όμως δεν είναι η μοναδική ελληνική ιδιαιτερότητα. Η Ελλάδα- και αυτό προπάντων την κάνει εξαίρεση στον κανόνα- είναι η μοναδική από τις χώρες των μνημονίων και της λιτότητας που άνοιξε τον εκλογικό της κύκλο πριν ολοκληρώσει τον μνημονιακό της κύκλο, πριν βγει από το σπιράλ της ύφεσης, πριν ανακτήσει εθνική κυριαρχία και πρόσβαση στις αγορές.

Η Ιρλανδία ήταν ο υποδειγματικός μαθητής στην τάξη της τρόικας, εκείνος που εφάρμοσε την συνταγή πρόθυμα και αδιαμαρτύρητα. Μείωσε δραματικά τις δημόσιες δαπάνες, έβαλε φόρους, έκοψε συντάξεις. Αλλά το έκανε με μικρότερο, σε σχέση με την Ελλάδα, οικονομικό και κοινωνικό κόστος και με μεγαλύτερη επιτυχία.

Από αυτήν την άποψη οι εκλογές στην Πορτογαλία, την Ισπανία και την Ιρλανδία, δίνουν ένα εκ των υστέρων μάθημα στις ελληνικές πολιτικές δυνάμεις.

-Αφού, έτσι κι αλλιώς, οι κυβερνήσεις που εφαρμόζουν λιτότητα χάνουν εκλογές, αποδεικνύεται αχρείαστα επιβλαβής για τη χώρα η πανικόβλητη αναδίπλωση Σαμαρά μετά τις ευρωεκλογές του 14, ο ανασχηματισμός της δεξιάς των τηλε-παραθύρων, τα ραντεβού με την τρόικα στο Παρίσι και η επίσπευση των εκλογών, σε πολωτικό περιβάλλον, με ανομολόγητη επιδίωξη την «αριστερή παρένθεση». Θα ήταν προτιμότερο να είχαν συμβιβαστεί με το αναπόφευκτο, να είχαν επιλέξει την υστεροφημία έναντι της (αδύνατης) επανεκλογής και να είχαν επιδιώξει ειλικρινά μια συναινετική εκλογή Προέδρου, σε συνεννόηση ή με την ανοχή του ΣΥΡΙΖΑ, με αντάλλαγμα τη διενέργεια εκλογών αμέσως μετά το τέλος της αξιολόγησης.

-Κι αφού έτσι κι αλλιώς τις εκλογές θα τις κέρδιζε όποτε κι αν διεξάγονταν, ήταν μοιραίο το λάθος του ΣΥΡΙΖΑ, η βιασύνη του να σπρώξει σε εκλογές, να τις εκβιάσει, πριν ολοκληρωθεί η αξιολόγηση. Το πλήρωσε με ένα αχρείαστα πρόωρο ξόδεμα πολιτικού κεφαλαίου στο εξάμηνο του, κατά τον Νίκο Βούτση, «φλερτ με τις αυταπάτες». Το πλήρωσε και η χώρα με την αναστροφή της ύφεσης και την παράταση της μνημονιακής εποχής επ' αόριστον.

Στερνή μου γνώση να σ' είχα πρώτα...