Άστοχη η σύγκριση διπλωματικών επιτευγμάτων Ελλάδας-Τουρκίας

Για να απλοποιήσουμε ακόμη περισσότερο την εικόνα και να δώσουμε τη γεωγραφική του διάσταση, σκεφτείτε την Τουρκία στη θέση της Γερμανίας και αντίστοιχα της Γερμανίας στη θέση της Τουρκίας. Στην προκειμένη θα μιλάγαμε για «διπλωματικές επιτυχίες» τις Γερμανίας και για όλεθρο της Τουρκίας. Όση δύναμη και διαπραγματευτική ισχύ δίνει η θέση της Τουρκίας στο συγκεκριμένο ζήτημα, άλλη τόση αδυναμία δίνει η γεωγραφική θέση της Ελλάδας. Όσο για τις υποσχέσεις που αφήνει η ΕΕ στην Άγκυρα για ένταξη και άνοιγμα μιας σειράς ευαίσθητων κεφαλαίων, ας κρατήσουμε μικρό καλάθι για το κατά πόσο η ΕΕ θα ανοίξει πράγματι τα κεφάλαια αυτά, και εάν τα ανοίξει, πότε και εάν ποτέ κλείσουν επιτυχώς.
|
Open Image Modal
Anadolu Agency via Getty Images

Ήδη από την περασμένη Δευτέρα και την Σύνοδο ΕΕ - Τουρκίας για το προσφυγικό, και με κορύφωση την επίσκεψη του κυβερνητικού επιτελείου στη Σμύρνη αυτές τις ημέρες, έχει ξεκινήσει μια προσπάθεια σύγκρισης των διπλωματικών επιτευγμάτων Ελλάδας και Τουρκίας. Η σύγκριση αυτή είναι άστοχη και αντιπαραγωγική για πολλούς λόγους.

Δεν τίθεται θέμα σύγκρισης διπλωματικών επιτευγμάτων, ούτε σε αναφορά με το προσφυγικό, ούτε σε αναφορά με τις διμερείς μας σχέσεις, ούτε σε αναφορά με την παρουσία του ΝΑΤΟ στο Αιγαίο. Οι σύνοδοι για το προσφυγικό αποδεικνύουν με τον πλέον ξεκάθαρο τρόπο το έλλειμμα ηγεσίας και συνεργασίας εντός της ΕΕ. Η Ελλάδα έχει αφεθεί μόνη της στην ευρωπαϊκή ήπειρο να διαχειριστεί ένα παγκόσμιο πρόβλημα το οποίο επιδεινώνεται και διογκώνεται όσο χιλιάδες πρόσφυγες παραμένουν εγκλωβισμένοι στη χώρα μας, όσο δεν εφαρμόζεται η συμφωνία μετεγκατάστασης, όσο τα σύνορα παραμένουν κλειστά. Είναι αστείο για την Ευρώπη των 500 και πλέον εκατομμυρίων πολιτών να μη μπορεί να δεχθεί και να ενσωματώσει 5 εκατομμύρια πρόσφυγες. Σε αυτό το ζήτημα η Ελλάδα δε μπορεί να κάνει κάτι παραπάνω. Όσο δεν ευθύνεται η χώρα και η κυβέρνηση για τον πόλεμο στη Συρία, άλλο τόσο δεν ευθύνεται για την αναποτελεσματική και διχαστική διαχείριση της ΕΕ στο προσφυγικό.

Για το ΝΑΤΟ και την παρουσία του στο Αιγαίο, καλό είναι να σταματήσει η υστερία. Δεν πρόκειται να τεθεί θέμα για τα χωρικά μας ύδατα, δεν πρόκειται οι Τούρκοι να αμφισβητήσουν ό,τι θελήσουν να αμφισβητήσουν, δεν πρόκειται να κινδυνέψει η εδαφική ακεραιότητα της χώρας. Το εάν συμφωνούμε ή όχι με την παρουσία του ΝΑΤΟ ή εάν κάνει καλά τη δουλειά του, είναι ένα άλλο, εντελώς διαφορετικό θέμα. Όμως για τις ανησυχίες που διατυπώνονται, καλό είναι θυμίσουμε πως αμφότερες οι χώρες, Ελλάδα και Τουρκία, είναι μέλη του ΝΑΤΟ και κατά συνέπεια δεν τίθεται κανένα θέμα αμφισβήτησης κυριαρχικών δικαιωμάτων στο Αιγαίο.

Όση δύναμη και διαπραγματευτική ισχύ δίνει η θέση της Τουρκίας στο συγκεκριμένο ζήτημα, άλλη τόση αδυναμία δίνει η γεωγραφική θέση της Ελλάδας.

Για τις διμερείς μας σχέσεις, ναι, υπάρχουν προβλήματα. Και τα προβλήματα λύνονται με συνεχή διάλογο και συνεργασία. Τα βήματα διαλόγου τα κάνει με συστηματικό τρόπο η ελληνική κυβέρνηση, με την επίσκεψη του κυβερνητικού επιτελείου στη Σμύρνη να αποτελεί άλλη μια προσπάθεια σύσφιξης σχέσεων με οργανωμένο και συστηματικό τρόπο. Η ελληνική πλευρά ακολουθεί παραδοσιακά πολιτική ήπιων τόνων, χτίζοντας από κάτω προς τα πάνω, δίνοντας βάρος σε πολλά παράλληλα ζητήματα, εμπορικού, επιχειρηματικού, πολιτιστικού και εκπαιδευτικού ενδιαφέροντος. Και αυτός είναι ο τρόπος που πολλές κυβερνήσεις στο παρελθόν, όπως και η σημερινή, εκτιμούν πως χτίζεται εμπιστοσύνη και υποβαθμίζονται ζητήματα που ενέχουν σύγκρουση. Η τουρκική πλευρά επιθυμεί παραδοσιακά να παίζει το χαρτί του εθνικισμού, των δήθεν απειλών και των αέναων διεκδικήσεων. Το κάνει για λόγους εσωτερικής κατανάλωσης. Το γνωρίζουμε αυτό. Όπως επίσης γνωρίζουμε ότι η Τουρκία είναι σε δεινή θέση για μια σειρά ζητημάτων, που ξεκινούν από το Κουρδικό και καταλήγουν στον Καύκασο, στη Συρία, στο Ιράν και τη Ρωσία. Ακόμα και στις ΗΠΑ.

Πολλά από τα δημοσιεύματα που έχουν κυκλοφορήσει τις τελευταίες ημέρες αναφέρονται στον τρόπο με τον οποίο οι Τούρκοι παίρνουν ό,τι ζητήσουν από την ΕΕ. Σωστό είναι αυτό, στο βαθμό που αντιλαμβανόμαστε όμως τις συγκυρίες και τις συνθήκες. Η Τουρκία παίρνει τα περισσότερα από αυτά που ζητάει γιατί πολύ απλά η ΕΕ και η Κομισιόν δεν μπορούν να κάνουν τα αυτονόητα και να εφαρμόσουν τα συμφωνηθέντα. Από την πλευρά της η Άγκυρα καλά κάνει και το εκμεταλλεύεται. Την ίδια στιγμή όμως δε μπορούμε να βάλουμε την Ελλάδα στην ίδια εξίσωση γιατί πολύ απλά είναι άλλοι οι συσχετισμοί και άλλα τα διακυβεύματα. Αποδεικνύεται ότι καμία χώρα, ούτε η Γερμανία, ούτε καμία άλλη εντός ΕΕ δεν μπορούν να επιβάλλουν καταστάσεις ή πολιτικές στα κράτη-μέλη ούτε να πιέσουν για εφαρμογή των αποφάσεων, ειδικά όταν τα ζητήματα είναι ύψιστης εθνικής σημασίας και όταν υπάρχει η ευχέρεια άσκησης εθνικής πολιτικής. Όσο καλά συντονισμένη ήταν η Ευρωζώνη και όση ισχυρή επιρροή ασκούσε η Γερμανία στις διαπραγματεύσεις του περασμένου Ιουλίου με την ελληνική κυβέρνηση, άλλα τόσο αναποτελεσματικά και ανεπιτυχώς κινήθηκε και κινείται η ΕΕ και η Γερμανία στο προσφυγικό ζήτημα.

Για να απλοποιήσουμε ακόμη περισσότερο την εικόνα και να δώσουμε τη γεωγραφική του διάσταση, σκεφτείτε την Τουρκία στη θέση της Γερμανίας και αντίστοιχα της Γερμανίας στη θέση της Τουρκίας. Στην προκειμένη θα μιλάγαμε για «διπλωματικές επιτυχίες» τις Γερμανίας και για όλεθρο της Τουρκίας. Όση δύναμη και διαπραγματευτική ισχύ δίνει η θέση της Τουρκίας στο συγκεκριμένο ζήτημα, άλλη τόση αδυναμία δίνει η γεωγραφική θέση της Ελλάδας. Όσο για τις υποσχέσεις που αφήνει η ΕΕ στην Άγκυρα για ένταξη και άνοιγμα μιας σειράς ευαίσθητων κεφαλαίων, ας κρατήσουμε μικρό καλάθι για το κατά πόσο η ΕΕ θα ανοίξει πράγματι τα κεφάλαια αυτά, και εάν τα ανοίξει, πότε και εάν ποτέ κλείσουν επιτυχώς.

Είναι καλό και παραγωγικό να βλέπουμε όλες τις διαστάσεις του ζητήματος προτού προβούμε σε στείρα και ανέξοδη κριτική. Όπως επίσης καλό είναι να μην βάζουμε όλα τα ζητήματα στην ίδια ζυγαριά. Η ευρύτερη προσέγγιση της ελληνικής κυβέρνησης στο ζήτημα της Τουρκίας, με αφορμή και την επίμαχη πτυχή του προσφυγικού, κινείται στη σωστή κατεύθυνση.