Πάσχα της «ξένης» μοναξιάς!

Η μόνη της συντροφιά ήταν και παραμένει το ραδιόφωνο και οι ελληνικές εφημερίδες. Ακούει τις φωνές των Ελλήνων εκφωνητών και τους νιώθει κοντινούς της, σαν τους ανθρώπους που δεν έχει στο Μόντρεαλ για να συνομιλήσει. Διαβάζει τις εφημερίδες και ζει μέσα από τα νέα και τις φωτογραφίες όσων συμβαίνουν σε τούτο τον τόπο. Κι όταν την πιάνουν τα νεύρα της, βρίζει τις κατσαρόλες, τα ταψιά και τα πιάτα. Με την κουβέντα πέρασε η ώρα. Η κυρία Ναυσικά με ένιωθε σαν μικρότερη αδελφή. Μου έπιασε τα χέρια και τα χάιδευε με τρυφερότητα γιατί αισθανόταν την ταύτιση με την Ελληνικότητα, με τις ρίζες.
|
Open Image Modal
aleroy4 via Getty Images

Με πήρε τηλέφωνο αρχή της Μεγάλης Εβδομάδας. Το όνομά της κυρία Ναυσικά και με παρακάλεσε να βρεθούμε για λίγο -όποτε είχα καιρό- για να μου προσφέρει κουλουράκια και γλυκίσματα του τόπου της που έφτιαξε με τα χεράκια της εν όψει του Πάσχα.

Ετσι πέρασα απο το σπίτι της με το αυτοκίνητο για να πιούμε ένα καφέ στο υπαίθριο καφενείο της γειτονιάς μου, όπου δεν μας ήξερε κανείς. Κατέβηκε απο την εξωτερική σκάλα του σπιτιού της κουτσαίνοντας ελαφρά στηριζόμενη στο κομψό μαύρο μπαστουνάκι της. Κρατούσε ένα πελώριο δίσκο με πασχαλινές λιχουδιές, απο κουλουράκια μέχρι νηστήσιμους και αναστάσιμους κουραμπιέδες καθώς και μια κόκκινη σακούλα.

Φορούσε ένα μαύρο ταγιέρ, κομψό και πανέμορφο πάνω στο λεπτοδίνικο σώμα της. Τα μαλλιά της ξανθά και σγουρά. Εμοιαζε σαν τη Μαντόνα στη βαθιά της ωριμότητα.

Μπήκε με στυλ στο αυτοκίνητο, παρά τη δυσκολία του ποδιού της και με αγκάλιασε ζεστά σα να με γνώριζε απο παλιά. Κι έτσι ξεκίνησε η κουβέντα μας, που έμοιαζε σα να συνεχιζόταν απο χθές ή απο αντίπροχθες. Ενιωσα πως τη γνώριζα απο πάντα την κυρία Ναυσικά, που άκουγε τις ραδιοφωνικές μου εκπομπές μου επί 19 χρόνια, που διαβάζει τα βιβλία μου ένα προς ένα, όπως μου εξομολογήθηκε.

Καθήσαμε στο υπαίθριο καφενεδάκι πίνοντας πράσινο τσάι και μου διηγήθηκε όλη τη βεβαρυμένη ζωή της. Τα στερημένα παιδικά χρόνια στην επαρχία της Ελλάδας, τον αγώνα της να μεγαλώσει τα έξι αδέλφια της αφού οι γονείς της δούλευαν στις αγροτικές εργασίες. Το ταξίδι της στον Καναδά γεμάτο όνειρα για να κατακτήσει μια καλύτερη ζωή απο εκείνη του χωριού.

Μου είπε για το γάμο της με ένα συγχωριανό, που αποδείχτηκε βίαιος και σκληρός, που της έπαιρνε το μεροκάματο και το κανε στοιχήματα στον ιππόδρομο. Μου εξιστόρησε πώς ξέμπλεξε απ΄αυτόν φεύγοντας απο το σπίτι μαζί με το τρίχρονο παιδί της.

Κι έμεινε μόνη στο Μόντρεαλ να αναθρέψει το μοναχογιό με το στίγμα της χωρισμένης. Και δούλευε στη μοδίστρα βοηθός για να βγάζει το μεροκάματο και να γυρνάει στο σπίτι να θωπεύει το αγόρι της με όσο κουράγιο της περίσσευε απο την πίκρα και την κούραση.

Εβγαλε τα ματάκια της στο βελόνι προσφέροντας τα μέσα στο παιδί της να ζήσει μια καλύτερη ζωή. Λίγα χρόνια αργότερα βρέθηκε ένας καλός άνθρωπος να την παντρευτεί και να στεγάσει το μοναχογιό της σε μια νέα οικογένεια.

Η Ναυσικά είχε το πόδι της, που ήταν ελαττωματικό απο τη γέννα της. Και χρειάστηκε να χειρουργηθεί για να μην το χάσει εντελώς. Έμεινε κλεισμένη επί μήνες στο σπίτι για να αναλάβει από το χειρουργείο. Εκείνο το χειμώνα με τα χιόνια στα τζάμια δεν μπορούσε να δεί ούτε μέχρι το απέναντι μπαλκόνι. Κι άρχισε να κλαίει γιατί έβλεπε τη ζωή της να φεύγει χωρίς να καταφέρνει να χαρεί ούτε μια στιγμή. Ετσι έχασε την καλή της όραση και μαζί την ικανότητα να ράβει.

Ο νέος της σύζυγος ήταν ευγενικός σύντροφος, αλλά άντρας του καφενέ περισσότερο παρά του σπιτιού. Κι ο γιός πειράχτηκε με όλα τούτα που συνέβησαν στη μάνα του και παράτησε το πανεπιστήμιο. Αρχισε να δουλεύει σαν εργάτης. Η Ναυσικά είχε κάνει άλλα όνειρα για το μοναχογιό της, αλλά εκείνος τα ακύρωσε κι αυτά.

Ετσι κλείστηκε πιότερο στο στενάχωρο σπίτι της. Κι άρχισε να μαθαίνει μαγειρέματα περίεργα,να δοκιμάζει νέες συνταγές στη ζαχαροπλαστική. Απόκτησε ένα πάθος, τη δημιουργία στην κουζίνα. Ηταν κι ένας τρόπος να λέει στους ανθρώπους γύρω της πως τους νιάζεται και πως τους αγαπά στέλνοντας τα καλούδια της σε δίσκους με το γιό της.

Η μόνη της συντροφιά ήταν και παραμένει το ραδιόφωνο και οι ελληνικές εφημερίδες. Ακούει τις φωνές των Ελλήνων εκφωνητών και τους νιώθει κοντινούς της, σαν τους ανθρώπους που δεν έχει στο Μόντρεαλ για να συνομιλήσει. Διαβάζει τις εφημερίδες και ζει μέσα από τα νέα και τις φωτογραφίες όσων συμβαίνουν σε τούτο τον τόπο. Κι όταν την πιάνουν τα νεύρα της, βρίζει τις κατσαρόλες, τα ταψιά και τα πιάτα.

Με την κουβέντα πέρασε η ώρα. Η κυρία Ναυσικά με ένιωθε σαν μικρότερη αδελφή. Μου έπιασε τα χέρια και τα χάιδευε με τρυφερότητα γιατί αισθανόταν την ταύτιση με την Ελληνικότητα, με τις ρίζες.

Την οδήγησα μέχρι το σπίτι της. Κατέβηκε απο το αυτοκίνητο με τον το ίδιο φινετσάτο τρόπο όπως ανέβηκε. Απομακρύνθηκε περπατώντας περήφανα παρότι χρησιμοποιούσε το λεπτεπίλεπτο μαονένιο μπαστουνάκι της.

Και μένα με πήραν δάκρυα Μεγάλη Δευτέρα στο Μόντρεαλ. Δεν ήταν της πίκρας, μα του παράπονου, που άνθρωποι μονάχοι νιώθουν πιο έντονα τη μοναξιά του Πάσχα εδώ στο Μόντρεαλ του πολυπολιτισμού και της ανοιχτοσύνης!

Καλή Ανάσταση!