Οι επέτειοι είναι μία κάπως ύπουλη υπόθεση. Ειδικά όταν αφορούν γεγονότα κινηματικά, είναι πολύ εύκολο να τα απονευρώσουν, να αφαιρέσουν τη δυναμική τους και να τα καταστήσουν μουσειακά: μία ρηχή αφορμή για να θυμόμαστε και να νοσταλγούμε. Τέτοιες μέρες πριν τέσσερα χρόνια ξεκίνησαν οι λαϊκές συνελεύσεις στην πλατεία Συντάγματος. Εδώ δεν υπάρχει καμία διάθεση να γίνει μια τέτοιου είδους αποτίμηση, παρά μόνο μια σύντομη προσπάθεια να δούμε τι είπε η πλατεία μέσα από τα κείμενά της, δηλαδή τα ψηφίσματα και τα πρακτικά της λαϊκής συνέλευσης.
Η κυρίαρχη αφήγηση έδωσε το όνομα «αγανακτισμένοι» στο κίνημα των πλατειών, αν και ο όρος αυτός δεν χρησιμοποιήθηκε ούτε σε ένα ψήφισμα της συνέλευσης.Επίσης, η κυρίαρχη αφήγηση, ήδη από τον Οκτώβριο του 2011, είχε έτοιμη την ετυμηγορία για τις πλατείες. Μια ετυμηγορία, που μέχρι τη δολοφονία του Φύσσα, έδωσε πρώτης τάξης υλικό στο μύλο της «θεωρίας των δύο άκρων», ενώ στη συνέχεια τα ιδεολογικά-πολιτικά όρια μπορεί να περιορίστηκαν, ωστόσο για ένα κομμάτι της δημόσιας σφαίρας το Σύνταγμα δεν ήταν πάρα η εκλογική παιδική χαρά του ΣΥΡΙΖΑ και των ΑΝΕΛ με ένα χαλασμένο συντριβανάκι στη μέση. Στο μεταξύ, βέβαια, κάποιοι στην πλατεία μιλούσαν επί δύο μήνες για άμεση δημοκρατία -αλλά μάλλον η μικροφωνική δεν ήταν αρκετά δυνατή για να ακουστούν.
Αν πρέπει, λοιπόν, να μιλήσουμε με όρους κληρονομιάς, τότε θα ήταν χρήσιμο να ξεφύγουμε από αυτό το πλαίσιο και να επισημάνουμε ότι δεν είναι τυχαίο πως αυτό που ουσιαστικά έμεινε από τις πλατείες είναι εκείνα τα εγχειρήματα (συλλογικές κουζίνες, τράπεζες χρόνου κ.α.) που ξέφευγαν από το «εδώ και τώρα» του μεσοπρόθεσμου του 11 και το μπρα-ντε-φερ με την κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ. Πλάι σε αυτά, βρίσκονται και οι πρακτικές με τις οποίες παράχθηκε ο λόγος των συνελεύσεων και ιδιαίτερα η συμβολή τους στον τρόπο με τον οποίο διαμορφώθηκε εκ νέου το νόημα ενός συγκεκριμένου γεωγραφικού χώρου, αυτού της πλατείας Συντάγματος.
Οι συνελεύσεις -και όλα όσα αποφασίστηκαν σε επίπεδο δράσεων- έσπασαν την κανονικότητα της πλατείας: διερχόμασταν, καθόμασταν, καταναλώναμε, συζητούσαμε ιδιωτικά. Λίγο-πολύ με αυτές τις πράξεις καθοριζόταν το νόημα του χώρου, αλλά και ο ίδιος ο χώρος σε «προσανατόλιζε» στις συγκεκριμένες πράξεις. Οι συνελεύσεις έδωσαν μία διαφορετική νοηματοδότηση -και την έδωσαν (και) μέσω της γλώσσας. Πρώτα, με τη διαδικασία παραγωγής του λόγου: η πρόσβαση στο λόγο της πλατείας και η παραγωγή του ήταν σε μεγάλο βαθμό δύο διαδικασίες ανοιχτές, οριζόντιες και αντιιεραρχικές. Έπειτα, με αυτά που έλεγε η συνέλευση, με το περιεχόμενο του λόγου της.
Πολύ σχηματικά μπορούμε να πούμε πώς ό,τι κάνουμε με το λόγο μας σε ένα μέρος (γιατί και η γλωσσική παραγωγή είναι μία πράξη, μία δραστηριότητα) προκύπτει από την ερμηνεία μας για αυτό το μέρος. Κανένας τόπος δεν είναι απλώς γεωγραφικές συντεταγμένες. Αντίθετα, εγγράφονται σε αυτόν κοινωνικά νοήματα μέσα από τις δραστηριότητες που πραγματοποιούνται εντός των ορίων του. Και είναι αυτό ακριβώς το νόημα το οποίο, με τη σειρά του, επηρεάζει τι θα κάνουμε σε ένα χώρο, τι δικαιούμαστε να πούμε και πώς να το πούμε. Στην πράξη, καλούμαστε να προσαρμόσουμε την παραγωγή και την κατανόηση του λόγου μας με βάση τον τρόπο που κατανοούμε και ερμηνεύουμε το χώρο όπου βρισκόμαστε. Σε μία σχολική αίθουσα ένας δάσκαλος μιλάει με έναν τρόπο που είναι συμβατός με την ερμηνεία που δίνει στη σχολική αίθουσα ως χώρο όπου πραγματοποιείται η θεσμική μάθηση. Παρόλα αυτά, η επίδραση του λόγου είναι τόσο ισχυρή, ώστε αν ο δάσκαλος πάρει τους μαθητές του στην εξοχή, αρκεί απλώς να μιλήσει όπως θα μιλούσε στην τάξη για να πραγματωθούν όλες οι σχέσεις και οι ταυτότητες που υπάρχουν εντός σχολικής αίθουσας.
Στα πρακτικά και τα ψηφίσματα της λαϊκής συνέλευσης είναι αρκετά εμφανής ο προσδιορισμός της ταυτότητας του κινήματος μέσω του τόπου: από την υπογραφή λαϊκή συνέλευση Πλ. Συντάγματος, όπου το συλλογικό «εμείς» της πλατείας εξισώνεται με ένα γεωγραφικό χώρο, ή τις πολύ συχνά εμφανιζόμενες εκφράσεις είμαστε η πλατεία ή η πλατεία είμαστε εμείς μέχρι τη ευρύτατη χρήση τοπικών επιρρημάτων και εκφράσεων, κυρίως του εδώ, το οποίο αναφέρεται στο χώρο της πλατείας. Θα μπορούσε να πει κανείς ότι η κυριαρχία του εμείς και του εδώ είναι η (γλωσσική) ληξιαρχική πράξη γέννησης της πλατείας ως υποκειμένου. Όταν μιλάμε/γράφουμε, είτε πρόκειται για ένα απλό chat στο Facebook, είτε για ένα πενταπλό μήνυμα-κόλαφος που θα στείλουμε μεθυσμένοι στις 4 το πρωί, είτε για την κατάθεσή μας σε μά δικαστική αίθουσα, μιλάμε/γράφουμε σε συνάρτηση με το «εγώ-εδώ-τώρα». Χάρη σε αυτή την τριάδα οργανώνεται ο λόγος μας.
Η σπουδαιότητα του τόπου φαίνεται και στις σχέσεις αντίθεσης (ποιοι είμαστε/τι κάνουμε εμείς vs. ποιοι είναι/τι κάνουν αυτοί): εμείς είμαστε εδώ/κάτω (στο Σύνταγμα) ενώ, αντίθετα, αυτοί είναι εκεί/πάνω (στη Βουλή, στη κανάλια κτλ). Μάλιστα η παρουσία της πλατείας ως υποκειμένου γίνεται (και) με όρους ακινησίας (εμείς μένουμε /περαμένουμε) ενώ, από την άλλη, οι άλλοι πρέπει να φύγουν/ φεύγουν.
Αυτή η τοπική προτεραιότητα στη συγκρότηση της ταυτότητας του κινήματος των πλατειών είχε συγκεκριμένα πλεονεκτήματα, με βασικότερο ότι μέσω της γλώσσας παρήγαγε και καθιέρωσε, έστω και για μερικούς μήνες, μια διαφορετική αντίληψη, ένα νέο νόημα για το δημόσιο χώρο και για όσα μπορούμε να κάνουμε και να λέμε εντός των ορίων του. Τυπικά το νόημα αυτό διήρκεσε μερικούς μήνες, στην πραγματικότητα όμως είναι ακόμα εκεί, χαραγμένο στο χώρο, στη «μνήμη» του μαρμάρου και κάτω από το τσιμέντο, έτοιμο να ενεργοποιηθεί ξανά. Η προτεραιότητα αυτή, ωστόσο, καλλιέργησε αμυντικά και εδαφικά αντανακλαστικά για την προστασία της συλλογικότητας, όπως σημειώνει ο Γιοβαννόπουλος στο «Δημοκρατία under construction». Και η αλήθεια είναι ότι η πλατεία δεν χτυπήθηκε καίρια όταν ψηφίστηκε το μεσοπρόθεσμο, αλλά μερικές εβδομάδες αργότερα, όταν ο Δήμος Αθηναίων επανέφερε βίαια το φυσικό χώρο στην προηγούμενη κανονικότητα. Όσο μειωνόταν ο φυσικός χώρος, τόσο έφθιναν και οι δράσεις της συνέλευσης. Και όσο έφθιναν οι δράσεις της συνέλευσης, τόσο απουσίαζε και ο λόγος που θα μπόλιαζε με νέα νοήματα το χώρο. Φαίνεται πως η έμφαση στο ποιοι είμαστε με βάση το πού είμαστε θόλωσε κάπως τα νερά και παραμελήθηκε η διάσταση του τι και πού γινόμαστε.