Την ώρα αυτή την ύστατη της κρίσης που βιώνει η Ελλάδα, από την οποία αισιοδοξώ ότι θα βγει όσο άτρωτη το επιτρέψουν οι «παρούσες περιστάσεις», θεωρώ ότι αξίζει να προβάλλονται και παραδείγματα θετικών και ελπιδοφόρων λειτουργιών υπεύθυνων ατόμων, τοπικών κοινωνιών αλλά και αυτού ακόμη του «ταλαιπώρου κράτους μας» του οποίου, για να επικαλεσθούμε (!) και τον σοφό και πάντα επίκαιρο Καβάφη, είναι «μεγάλ' η πτώχεια».
Η Ελλάδα της Σικίνου, λοιπόν, φαίνεται να διανθίζει με κάποιες αποχρώσεις δημιουργικής ιδιαιτερότητας το εν γένει γκρίζο τοπίο αυτού που εκπροσωπεί, στην πράξη αλλά και, εν πολλοίς όχι άδικα, στο ευρύτερο κοινωνικό φαντασιακό, η «οργανωμένη» (;) πολιτεία, κυρίως οι πράγματι ηρωικοί λειτουργοί της στον χώρο της εκπαίδευσης. Με θετικήν έκπληξη--όχι βέβαια και χωρίς βαθιά θλίψη για τον συνεχιζόμενο πληθυσμιακό μαρασμό του ζωτικού εκείνου μέρους της επικράτειας που, με αρχοντοχωριάτικην οίηση, οι κατοικούντες το υδροκεφαλικό πρωτεύον άστυ αποκαλούν «επαρχία», (διεκδικώντας έτσι μιαν άλλη πατέντα ιδεολογικού και κοινωνικοπολιτικού αυτοβαυκαλισμού διεθνούς πρωτοτυπίας)--έμαθα ότι το Γυμνάσιο-Λύκειο του νησιού από του χρόνου θα έχει έξι καθηγητές οι οποίοι θα διδάσκουν όλους κι όλους τρεις μαθητές, ένας εκ των οποίων θα είναι στην τρίτη τάξη του Λυκείου. Κατά το σχολικό έτος που μόλις έληξε η αναλογία καθηγητών-μαθητών ήταν ένας προς έναν. Αλλά του χρόνου μία οικογένεια θα μετακομίσει στην γειτονική Θήρα και μία καθηγήτρια, μητέρα μαθητών, θα μετατεθεί αλλού.
Οι λόγοι της θλίψης που ανέφερα είναι αυτονόητοι και σχετίζονται με πολλαπλά, βαθειά και χρόνια προβλήματα κοινωνικοπολιτικών δομών. Δεν θέλω να τα θίξω τώρα. Είναι άλλωστε πολύ γνωστά και συχνά πηγή άπειρων αφηρημένων μεμψιμοιριών--ενίοτε κραυγαλέων αυτάρεσκων ιδεολογικών άλλοθι. Θα εστιασθώ στην θετική έκπληξη. Την συνέχιση «με νύχια και με δόντια» της λειτουργίας του δευτεροβάθμιου σχολείου στο αποκομμένο γενικά από τις υπόλοιπες Κυκλάδες μικρό νησί των διακοσίων μόνιμων και λίγων επιπλέον θερινών κατοίκων. Οι καθηγητές, δύο από τους οποίους είχα την τύχη να γνωρίσω, επιτελούν πραγματικά ένα ηρωικό έργο, αναμετρώμενοι, φαντάζομαι, και με την αποκαρδιωτική απουσία μαθητών και την χειμερινήν ιδιαίτερα απομόνωση του τόπου.
Παράδειγμα προς επείγουσα μίμησιν, λοιπόν, η εκ μέρους της πολιτείας πρόνοια για τους ελάχιστους μαθητές του τόπου. Και άλλα μικρά νησιά (και όχι μόνον) αξίζουν αντίστοιχης μεταχείρισης. Είναι σημαντικός τρόπος να αποτραπεί, εν μέρει τουλάχιστον, η περαιτέρω πληθυσμιακή «αποψίλωση» των μη αστικών περιοχών. Στεγασμένο σε ένα σχετικά καινούριο, άρτια εξοπλισμένο (και με ηλεκτρονικούς υπολογιστές εδώ και πολλά χρόνια) και λειτουργικό κτήριο, απέναντι από το παλιό, νεοκλασσικό σχολείο του 1901 που πια έχει κλείσει, αλλά οι κάτοικοι όσο μπορούν φροντίζουν εθελοντικά, το σχολείο της Σικίνου (Δημοτικό και Γυμνάσιο-Λύκειο) λειτουργεί και σαν εστία συστηματικής και ουσιαστικής γνωριμίας των μαθητών με τον γενέθλιο τόπο, την ιστορία του αλλά και τις δυνατότητες του παρόντος του, την γεωγραφία του και τον φυσικό του πλούτο, πέρα από τάσεις φολκλορικής ωραιοποίησης. Γνωριμία που συνιστά τη μόνη, ίσως, ουσιαστικά δυνατή και άμεσα αποτελεσματική στην πράξη, πέρα από σοφολογιώτατες κοινωνικοφιλοσοφικές αναλύσεις και ναρκισσιστικές αποδομήσεις, αντίσταση στην δελεαστική μανία της πολιτισμικής παγκοσμιοποίησης.
Ήδη το 2003 το σχολείο δημοσίευσε μελέτη ομάδας μαθητών υπό τον τίτλο «Ο φυτικός κόσμος της Σικίνου» αλλά και σήμερα, όπως έμαθα από τους καθηγητές, υπό την επίβλεψή τους τα παιδιά καταπιάνονται με αντίστοιχες εργασίες. Η «Ελλάδα της Σικίνου» αντιστέκεται ενάντια στην παράλογη λογική των οικονομετρικών αναλύσεων και αλγορίθμων με υποδειγματικά παραγωγικό και εποικοδομητικό, όχι εύκολο, τρόπο. Το παράδειγμά της αξίζει να βρει μιμητές και να αποτελέσει πυξίδα χάραξης εκπαιδευτικής πολιτικής. Ιθύνοντες νόες ας το σκεφθούν σοβαρά.