Το εκκωφαντικό «ΟΧΙ» στον εκσυγχρονισμό δεν είναι βιώσιμο!

Οι μεταρρυθμίσεις, θα είναι η λυδία λίθος για οποιαδήποτε συμφωνία και μια ακόμα δοκιμασία για το αν η χώρα είναι σε θέση να εκσυγχρονίσει θεσμούς και δομές. Όμως σε συνθήκες ύφεσης συχνά σκληραίνουν οι στάσεις των κοινωνικών ομάδων και οργανώσεων συμφερόντων που προασπίζονται το status quo ή επιχειρούν να μετακυλήσουν τα βάρη της προσαρμογής σε άλλες. Και οι ήδη απελπισμένοι πολλαπλασιάζονται.
|
Open Image Modal
Bob Dass/Flickr

Η κατάσταση της οικονομίας το α΄ εξάμηνο του 2015 χειροτέρευσε καθώς η Χώρα εισήλθε σε ύφεση. Οι αιτίες είναι πολλές: Οι εκλογές πρώτα και, στη συνέχεια, οι παρατεταμένες διαπραγματεύσεις με τους θεσμούς (=τρόικα) εξασθένισαν περαιτέρω την εμπιστοσύνη στην οικονομική πολιτική, πράγμα που με τη σειρά του επηρέασε τελικά τις επενδυτικές αποφάσεις των επιχειρήσεων και, μετά από μια μικρή αναλαμπή τον Φεβρουάριο, τους καταναλωτές.

Έχω υποστηρίξει εξ' αρχής ότι έπρεπε να επιτευχθεί συμφωνία με τους εταίρους το συντομότερο δυνατό μετά τις εκλογές της 25ης Ιανουαρίου 2015 (φυσικά και νωρίτερα). Μια γρήγορη συμφωνία θα αποκαθιστούσε τη διεθνή αξιοπιστία της χώρας και την εκταμίευση διαφόρων τμημάτων της βοήθειας που πρόβλεπε η δανειακή σύμβαση, ενώ θα επέτρεπε στην κυβέρνηση να αξιοποιήσει τις νέες πρωτοβουλίες στην Ε.Ε.! Συνοπτικά, η συμφωνία που δεν επιτεύχθηκε, ήταν σημαντική για να αποφύγουμε τα χειρότερα σε βάθος χρόνου.

Δεν έχει γίνει σαφές ότι το τίμημα των καθυστερήσεων από το περασμένο καλοκαίρι δεν περιορίζεται μόνο στις απώλειες ΑΕΠ και σε στάσιμη απασχόληση, αλλά περιλαμβάνει και τη χειροτέρευση των προοπτικών της χώρας τα επόμενα 3-5 χρόνια! Οι καθυστερήσεις τροφοδοτούν την αντίληψη ότι η Ελλάδα είναι ένα αποτυχημένο κράτος, που δεν είναι σε θέση να εφαρμόσει διαρθρωτικές αλλαγές και θεσμικές βελτιώσεις που θα οδηγούσαν την οικονομία σε διατηρήσιμη ανάκαμψη. Σημειώστε ότι οι μεταρρυθμίσεις αποδίδουν σε βάθος χρόνου. Η Γερμανία π.χ. χρειάσθηκε χρόνια για να δει την περιβόητη "Agenda 2010" που υιοθέτησε η κυβέρνηση σοσιαλδημοκρατών και πρασίνων να αποδίδει.

Τελικά, δεν καταλήξαμε σε συμφωνία. Η κατάσταση επιδεινώθηκε μετά την απόφαση της κυβέρνησης να αποσυρθεί από τις διαπραγματεύσεις, να αφήσει να εκπνεύσει η προηγούμενη δανειακή σύμβαση και να ζητήσει δημοψήφισμα.

Ένα δημοψήφισμα κοστίζει. Υπολογίζεται ότι το κράτος δαπάνησε δεκάδες εκ. ευρώ για αυτό και μάλιστα σε μια στιγμή που έχει αυξανόμενες δυσκολίες να ανταποκριθεί στις κανονικές υποχρεώσεις του και αντλεί από τα τελευταία διαθέσιμα των ασφαλιστικών ταμείων και άλλων φορέων. Το κόστος αυτό μπορεί να γίνει αποδεκτό μόνον αν η διαδικασία είναι άψογη και το αποτέλεσμα ανοίγει δρόμους. Το χειρότερο όμως είναι ότι η αναγγελία του δημοψηφίσματος και το κλείσιμο των τραπεζών προκάλεσαν χάος στη δημόσια και ιδιωτική οικονομία και επιδείνωσαν τα αλληλοτροφοδοτούμενα προβλήματα των τραπεζών, του ιδιωτικού τομέα και του κράτους.

Περαιτέρω δημοσιονομικές επιπτώσεις στα έσοδα θα φανούν στη συνέχεια από την αναπόφευκτη υποχώρηση των οικονομικών δραστηριοτήτων. Η εξάρτηση της χώρας από δάνεια μεγαλώνει. H διασάλευση της εμπιστοσύνης που προκάλεσε το δημοψήφισμα θα τείνει να αποτρέψει νέες επενδύσεις στη χώρα τουλάχιστον για κάποιο διάστημα και θα κάνει δυσμενέστερες τις προοπτικές για ανάκαμψη.

Το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος ερμηνεύθηκε από την κυβέρνηση ως μια ηχηρή εντολή με στόχο να επιτευχθεί μια καλύτερη συμφωνία (βλ. δηλώσεις κ. Γ. Σακελλαρίδη). Όμως το αποτέλεσμα του νέου γύρου διαπραγματεύσεων δεν εξαρτάται τόσο από τους στόχους της ελληνικής πλευράς όσο από τις αντιδράσεις των εταίρων που επίσης σταθμίζουν τα συμφέροντά τους και την πραγματική διαπραγματευτική ισορροπία. Η διαπραγματευτική θέση της χώρας μας δεν ενισχύθηκε με τις τράπεζες κλειστές, την οικονομία σε ύφεση, τη δημόσια οικονομία σε ακαταστασία, την εμπιστοσύνη να έχει χαθεί (αν και όχι μόνο με ελληνική ευθύνη) και τα ΑΤΜ να αδειάζουν γρήγορα. Επίσης, οι εταίροι πρέπει να πεισθούν ότι οι ελληνικές κυβερνήσεις θα εφαρμόσουν με κάποια συνέπεια οποιαδήποτε συμφωνία δεχθούν, πράγμα ομολογουμένως δύσκολο μετά από όσα συνέβησαν τα τελευταία 5 χρόνια.

Οι μεταρρυθμίσεις, θα είναι η λυδία λίθος για οποιαδήποτε συμφωνία και μια ακόμα δοκιμασία για το αν η χώρα είναι σε θέση να εκσυγχρονίσει θεσμούς και δομές. Όμως σε συνθήκες ύφεσης συχνά σκληραίνουν οι στάσεις των κοινωνικών ομάδων και οργανώσεων συμφερόντων που προασπίζονται το status quo ή επιχειρούν να μετακυλήσουν τα βάρη της προσαρμογής σε άλλες. Και οι ήδη απελπισμένοι πολλαπλασιάζονται. Το μεταρρυθμιστικό έργο δεν θα είναι εύκολο.

Η έξοδος της Ελλάδας από την Ευρωζώνη, που δεν ανήκε στις προθέσεις της κυβέρνησης, μπορεί να γίνει αναπόφευκτη.