Οι νέοι σήμερα: Χιλιόμετρα, ασφυξία και άλλα τινά

Δηλώνει μια νέα κοπέλα, 24 ετών, απόφοιτος του Παντείου πανεπιστημίου στον τομέα της διαφήμισης ότι δουλεύει σε περιστασιακές δουλειές, αναγκαστικά μένει με τους γονείς της στον Πειραιά και δεν τολμά να στείλει βιογραφικό σε διαφημιστικές εταιρείες οι οποίες εδρεύουν στην πλειοψηφία τους στα βόρεια προάστια, καθώς το κόστος της μετάβασης δε μπορεί να το αντέξει. Μοιραία ταξίδεψε προς τα πίσω η σκέψη μου όταν ήμουν 26 ετών και μου προτάθηκε να αλλάξω τμήμα, σε μορφή προαγωγής, στην τράπεζα όπου τότε εργαζόμουν, με τη διαφορά ότι θα έπρεπε να μετατεθώ στο βορρά, ενόσω κατοικούσα στο νότο...της Αττικής.
|
Open Image Modal
sooc

Διαβάζοντας πρόσφατο δημοσίευμα σε μηνιαίο ένθετο περιοδικό εφημερίδας ευρύτατης κυκλοφορίας με συνεντεύξεις από νέους 20-29 ετών, προσπαθώντας να αφουγκραστώ τις ανησυχίες και τον τρόπο σκέψης τους, βρέθηκα μπροστά σε μια αποκάλυψη που από μόνη της ίσως δεν εντυπωσιάζει αλλά που προσωπικά με στεναχώρησε βαθιά.

Δηλώνει μια νέα κοπέλα, 24 ετών, απόφοιτος του Παντείου πανεπιστημίου στον τομέα της διαφήμισης, ότι δουλεύει σε περιστασιακές δουλειές, αναγκαστικά μένει με τους γονείς της στον Πειραιά και δεν τολμά να στείλει βιογραφικό σε διαφημιστικές εταιρείες οι οποίες εδρεύουν στην πλειοψηφία τους στα βόρεια προάστια, καθώς το κόστος της μετάβασης δε μπορεί να το αντέξει.

Μοιραία ταξίδεψε προς τα πίσω η σκέψη μου όταν ήμουν 26 ετών και μου προτάθηκε να αλλάξω τμήμα, σε μορφή προαγωγής, στην τράπεζα όπου τότε εργαζόμουν, με τη διαφορά ότι θα έπρεπε να μετατεθώ στον βορρά, ενόσω κατοικούσα στο νότο...της Αττικής. Θυμάμαι τη χαρά και τα χοροπηδητά μου με την ανακοίνωση της πρότασης. Θυμάμαι και τους ενδοιασμούς που είχαν οι προϊστάμενοι στο νέο τμήμα μόλις πληροφορήθηκαν για τον τόπο της κατοικίας μου και τις πιθανές αργοπορίες που η απόσταση θα προκαλούσε. Θυμάμαι ότι τους είπα «φέρτε με εδώ και θα είμαι η πρώτη υπάλληλος που θα έρχεται». Κι όλα αυτά συνέβησαν το 1998 πολλά χρόνια πριν κατασκευαστεί η Αττική Οδός. Με πανηγυρικό τρόπο το ανακοίνωσα στους δικούς μου. Το ζήτημα του κόστους της μετάβασης απλά δεν υπήρχε, παρά μόνο ζήτημα χρόνου. Το ζήτημα της βενζίνης δεν υπήρχε παρά μόνο το ζήτημα του χαμένου ύπνου (Ή κι αν ακόμη υπήρχε προβληματισμός οικονομικής φύσεως δεν ήταν σε καμιά περίπτωση ικανός να αποτελέσει τροχοπέδη στην πορεία προς την επίτευξη του στόχου, της προσωπικής εξέλιξης... όχι τότε).

Και διακρίνω πια, 18 χρόνια μετά, σήμερα το 2016, τους παράγοντες εκείνους που επηρεάζουν τις αποφάσεις ζωής ενός νέου ανθρώπου, το πόσο ασφυκτικά έχουν γίνει τα οικονομικά περιθώρια μιας οικογένειας η οποία φτάνει στο σημείο να επιλέξει να αφήσει το παιδί της να δουλεύει σε περιστασιακές εργασίες και να μην κυνηγάει τα όνειρά του, στον τομέα του, παρά να επιβαρυνθεί με επιπλέον πενήντα ή εκατό ευρώ το μήνα.

Ορμώμενη από μια αληθινή μαρτυρία που σε καμιά περίπτωση δεν αποτυπώνει την πραγματική δυστυχία, την πραγματική ένδεια στην οποία έχουν περιέλθει κάποιοι συμπολίτες μας (βλ. άστεγους), δηλώνει όμως μια σκληρή πραγματικότητα για όλους, πρωτίστως για τους νέους, που βρίσκονται αντιμέτωποι με μυριάδες πρακτικές, καθημερινές αγκυλώσεις , ακυρώσεις και δυσκολίες και δε μπορούν να κυνηγήσουν τα όνειρά τους.

Και η κατάθλιψη καραδοκεί.

Όπως τα εκατοντάδες παιδιά που κατάφεραν να μπουν σε πανεπιστημιακές σχολές της επιλογής τους, μακριά όμως από τον τόπο κατοικίας και καλούνται να ξαναδώσουν εξετάσεις ή να παρακολουθήσουν μαθήματα σε άλλη κατώτερη, ενδεχομένως, σίγουρα διαφορετική σχολή, καθώς οι οικογένειές τους δε μπορούν σε καμιά περίπτωση να υποστηρίξουν τη φοίτηση εκτός έδρας. Και είναι βαθύς πόνος αυτός, να έχεις λιώσει την καρέκλα σου, να έχεις μελετήσει, να έχεις κατακτήσει τον πρώτο από τους σημαντικούς στόχους της ζωής σου και να μην μπορείς να παρακολουθήσεις τα μαθήματα στη σχολή που θέλεις επειδή είναι μακριά. Στη χώρα σου μέσα, αλλά μακριά. Και είναι βαθύς πόνος αυτός, όταν ανακοινώνονται οι βάσεις για τις σχολές και πετυχαίνεις στη σχολή του αντικειμένου σου αλλά μακριά από το σπίτι και να βλέπεις το βλέμμα της μάνας σου που λαχταρούσε να σε επιβραβεύσει που μπήκες στη Νομική σχολή, να κατεβάζει τα μάτια και να ψιθυρίζει «μα γιατί στην Κομοτηνή...;» Λες και από τη σχολή της Κομοτηνής δε θα βγεις νομικός... Τέτοια είναι η απογοήτευση που πάει και σαρώνει κάθε χαρά από πολλές οικογένειες του τόπου μας.

Και η κατάθλιψη θεριεύει.

Πολλά ή λίγα χιλιόμετρα μακριά χωρίζουν τους νέους ανθρώπους από το μονοπάτι της εκπλήρωσης των στόχων τους στην Ελλάδα του 2016 .

Στην «...Ελλάδα που αντιστέκεται (ή μήπως όχι;), η Ελλάδα που επιμένει, κι όποιος (ή «όμως»;) δεν καταλαβαίνει, δεν ξέρει που πατά και πού πηγαίνει...»

Για να παραφράσω, κάπως, τους στίχους του Διονύση Σαββόπουλου από το Τσάμικο (δίσκος «Τραπεζάκια Έξω», 1983).

Και είναι κρίμα.