Παρά τη λανθασμένη μεταφορά των λεγομένων του όσον αφορά στη διενέργεια δημοψηφίσματος στη Δυτική Θράκη, οι νέες δηλώσεις Ερντογάν δικαιολογημένα προκαλούν προβληματισμό και ανησυχία. Κι αν για την προηγούμενη δήλωση του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν υπήρχε η εξήγηση ότι απευθυνόταν σε εσωτερικό ακροατήριο και δεν είχε ως [κύριο] στόχο την αμφισβήτηση του υφισταμένου καθεστώτος στο Αιγαίο, πώς πρέπει κανείς να ερμηνεύσει τη δήλωση περί τουρκικού ενδιαφέροντος (droit de regard, στη γλώσσα της διπλωματίας) -ή μήπως και δικαιώματος παρέμβασης;- σε μια τεράστια περιοχή που ξεκινά από τα Βαλκάνια και φθάνει ως τη Σιβηρία; Εν προκειμένω, πάντως, υπάρχει και μια εσωτερική διάσταση καθώς ο κ. Ερντογάν συνεχίζει τα πολιτικά του ανοίγματα προς το εθνικιστικό ΜΗΡ, σε μια προσπάθεια χειραγώγησής του και εξασφάλισης της απαραίτητης πολιτικής στήριξης για τη συνταγματική αλλαγή και τη μετατροπή του πολιτεύματος σε ενισχυμένη προεδρική δημοκρατία.
Το δε μείγμα παντουρανισμού και νεο-οθωμανισμού με το Ισλάμ ως συνεκτικό παράγοντα είναι πνευματικό τέκνο του Τουργκούτ Οζάλ, πρωθυπουργού και μετέπειτα προέδρου της Τουρκίας (1983-1993). Στις δηλώσεις Ερντογάν μπορεί κανείς να διακρίνει και ψήγματα ρωσικής επιρροής, καθώς ο Πρόεδρος Πούτιν, τον οποίο σύμφωνα με δήλωσή του θαυμάζει ο κ. Ερντογάν, έχει υιοθετήσει το ομώνυμο δόγμα που αναφέρεται, μεταξύ άλλων, και στο δικαίωμα προστασίας των ρωσικών μειονοτήτων στον πρώην σοβιετικό χώρο. Τα κίνητρα Ερντογάν ενδεχομένως περιλαμβάνουν και τη δύσκολα κρυπτόμενη διάθεση της Άγκυρας να διεκδικήσει ρόλο και επιρροή στην περιοχή της Μοσούλης ή ακόμη και στο πλαίσιο ενός σεναρίου παγίωσης του εδαφικού κατακερματισμού της Συρίας ως αποτέλεσμα της αδυναμίας εύρεσης μιας διπλωματικής λύσης που θα διατηρεί την εδαφική ενότητα της χώρας αυτής.
Αναρωτιέται κανείς αν είναι ο -συνήθως επικίνδυνος- συνδυασμός αλαζονείας και ανασφάλειας που οδηγεί την ηγεσία μιας χώρας όπως η σημερινή Τουρκία, χειμαζόμενης από εσωτερική πολιτική αστάθεια, με ισχυρότατη κοινωνική πόλωση, οικονομία που ακόμη χαρακτηρίζεται από θετικούς ρυθμούς ανάπτυξης αλλά με πιθανές «φούσκες», δύσκολες σχέσεις με αρκετούς εκ των γειτόνων της και υπό τη δαμόκλειο σπάθη του Κουρδικού, να επαναφέρει στο προσκήνιο τόσο φιλόδοξους στόχους για τη δημιουργία μιας ζώνης επιρροής που θα καλύπτει σημαντικό τμήμα της Ευρασίας; Και αν πρόκειται για το επίσημο νέο δόγμα της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής, οι δηλώσεις θα συνοδευτούν ενδεχομένως από συγκεκριμένες ενέργειες σε βάθος χρόνου; Υψηλής σπουδαιότητας ερωτήματα, για τα οποία είναι προφανώς πολύ νωρίς για να δοθεί κάποια απάντηση.
Όποια και αν είναι τα κίνητρα, η υπόνοια αμφισβήτησης και η διεκδίκηση δικαιώματος παρέμβασης σε τόσες πολλές περιοχές μάλλον λειτουργεί συσπειρωτικά για αρκετά από τα θιγόμενα κράτη και πείθει και τους πλέον δύσπιστους παρατηρητές ότι η Τουρκία του κ. Ερντογάν δύσκολα μπορεί να χαρακτηριστεί ως δύναμη σταθερότητας στην ευρύτερη περιοχή. Δεν προοιωνίζει δε τίποτε καλό για τη διαπραγμάτευση κρίσιμων ζητημάτων στο Κυπριακό ή και για το μέλλον των ελληνοτουρκικών σχέσεων. Η Ελλάδα δεν έχει λόγο να εμπλακεί σε μια ανταλλαγή δηλώσεων, αλλά το ζήτημα θα πρέπει να ενταχθεί στην ατζέντα μελλοντικών διαβουλεύσεων με χώρες που συμμερίζονται τις ελληνικές ανησυχίες.
Εν τέλει δε, όσον αφορά στο μέλλον των ελληνοτουρκικών σχέσεων ισχύει απόλυτα η ρήση του Αμερικανού προέδρου Θήοντορ Ρούζβελτ [1901-1908]: «Να μιλάς ήρεμα, αλλά να κουβαλάς και ένα χοντρό ραβδί».