Όταν πριν από οκτώ χρόνια, ο Μπαράκ Ομπάμα εκλέχθηκε 44ος Πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών, ένα κύμα ενθουσιασμού κατέκλυσε το ελληνικό κοινό, θεωρώντας αυθαίρετα ότι μία νέα και ήπια προσέγγιση της εξωτερικής πολιτικής θα έχει θετικές συνέπειες για τις ελληνικές υποθέσεις. Τότε δεν είχε ξεσπάσει ακόμα η οικονομική κρίση κι έτσι τα προβλήματα περιορίζονταν στις τουρκικές προκλήσεις στο Αιγαίο, το Κυπριακό και το Μακεδονικό. Η λήξη της «πικρής» εμπειρίας της Προεδρίας Μπους καλλιέργησε μεγάλες προσδοκίες, αντίστοιχες με εκείνες της νίκης του Κάρτερ επί του Φορντ το 1976.
Ωστόσο, όπως ο Κάρτερ έτσι και ο Ομπάμα έδειξε εμπράκτως ότι η αμερικανική εξωτερική πολιτική υπηρετεί το εθνικό συμφέρον και χαρακτηρίζεται από συνέχεια ανεξαρτήτως προσώπων και κομμάτων. Το ίδιο συμβαίνει και τώρα. Μπορεί οι εκλογές του 2016 να ήταν «ιδιαίτερες» ή «πρωτοφανείς» λόγω της άκρως υψηλής πολιτικής έντασης, ωστόσο στα εξωτερικά δεν αναμένονται σπουδαίες αλλαγές.
Ο νικητής Τραμπ έχει εκφράσει μια εσωστρεφή διάθεση που σχετίζεται με την υπαναχώρηση από οικονομικές συμφωνίες όπως ο TPP. Παράλληλα, έχει δηλώσει ότι ευνοεί την ομαλοποίηση των σχέσεων με τη Ρωσία την οποία βλέπει ως σημαντικό παράγοντα για την ειρήνευση στη Συρία, διαφωνεί όμως με την ένταξη της Κίνας στον Διεθνή Οργανισμό Εμπορίου, διότι έτσι ανταγωνίζεται τις θέσεις εργασίας στην Αμερική. Ως προς το Ιράκ, έχει χαρακτηρίσει λάθος την αμερικανική εμπλοκή, διότι αποσταθεροποίησε την ευρύτερη περιοχή.
Παρά τα όσα γράφτηκαν την τελευταία περίοδο, ο Τραμπ δεν απέχει πολύ από τις καθιερωμένες τάσεις ούτε με την προσέγγιση του Ομπάμα. Ως προς την Ελλάδα -η οποία δεν βρισκόταν στην ατζέντα κανενός υποψηφίου- έχει πει ότι η ένταξη στην Ευρωζώνη ήταν λάθος και το Ευρώ είναι ένα νόμισμα που δεν επιτρέπει στη χώρα να εξέλθει ταχύτερα από την κρίση. Πρόκειται για μια άποψη αποδεκτή από πολλούς οικονομολόγους και τραπεζίτες, όπως για παράδειγμα ο Παναγιώτης Γεννηματάς, επίτιμος Αντιπρόεδρος της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων. Ο Γεννηματάς ήταν επιφυλακτικός για το Ευρώ από τα τέλη της δεκαετίας του 1990 και σήμερα πιστεύει ότι η Ελλάδα έχει εμπλακεί στον φαύλο κύκλο των υφεσιακών μέτρων επειδή δεν διαθέτει τα νομισματικά εργαλεία που θα βοηθήσουν να επέλθουν πλεονάσματα χωρίς υφεσιακά μέτρα.
Πέραν του Ευρώ, ο Τραμπ πιστεύει ότι η Ελλάδα είναι ένα «γερμανικό» πρόβλημα το οποίο δεν πρέπει να απασχολεί την Αμερική. Ωστόσο, έχει εκφράσει ανησυχίες για τις οικονομικές συνέπειες των προγραμμάτων του Ομπάμα, οι οποίες πρέπει να αναχαιτιστούν «για να μην γίνει η Αμερική... Ελλάδα.»
Στα υπόλοιπα θέματα οι Έλληνες δεν πρέπει να είναι αισιόδοξοι για περισσότερη βοήθεια από τον Ατλαντικό. Η Τουρκία ήταν και παραμένει ο πιο σημαντικός σύμμαχος των ΗΠΑ, που παρέχει σημαντική βοήθεια τόσο στο Ιράκ όσο και στο Αφγανιστάν. Στην Κύπρο, η λύση του προβλήματος έχει περάσει εδώ και χρόνια στην ευθύνη της ΕΕ με την πάγια πρωτοβουλία του ΟΗΕ. Εφόσον όμως ο τουρκικός παράγοντας έχει την αμερικανική υποστήριξη, οποιαδήποτε λύση προταθεί δεν θα απομακρύνεται ουσιαστικώς από το πνεύμα του σχεδίου Ανάν, που νομιμοποιούσε την εισβολή και τις εθνικές εκκαθαρίσεις του 1974.
Τέλος, ως προς το Μακεδονικό, οι ΗΠΑ δεν ενδιαφέρονται για τις ελληνικές ανησυχίες ούτε για τον αναθεωρητισμό των Σλαβομακεδόνων. Το ζήτημα θεωρείται επαγωγικό και σε μια τόσο ρευστή παγκόσμια κατάσταση ούτε ο Τραμπ, ούτε κανείς άλλος Πρόεδρος δεν θα ξόδευε πολιτικό κεφάλαιο για μία συμβολικού τύπου διαμάχη, εκτός εάν είχε κάτι πολύ σημαντικό να κερδίσει.
Συμπερασματικά, η επόμενη ημέρα θα έχει μεγάλο ενδιαφέρον επειδή ένας πλούσιος επιχειρηματίας εξελέγη Πρόεδρος των ΗΠΑ κι αναμένεται να φέρει σύντομα αλλαγές, τουλάχιστον στο ύφος της άσκησης πολιτικής. Οι Έλληνες όμως δεν δικαιολογούνται πια να αναζητούν από μηχανής θεούς, αλλά οφείλουν οι ίδιοι να ενωθούν και να αναζητήσουν το κοινό τους μέλλον, όπως ακριβώς θα κάνουν αργά ή γρήγορα και οι Αμερικανοί υπό τον Πρόεδρο Τραμπ, ακόμη κι εκείνοι που δεν τον ψήφισαν.