Οι άνθρωποι που συναντάμε στο διάβα μας κρύβουν ιστορίες που ακούραστα θα μπορούσαν να γίνουν οι πιο λαμπρές ταινίες όλων των εποχών χωρίς το παραμικρό ίχνος ψέμματος. Κάποιοι ίσως να περηφανεύονται για τον πλούτο, τα παλάτια και τα χρήματα που πέτυχαν να κάμουν στη ζωή τους, άλλοι έγιναν διάσημοι για την τέχνη ή την επιστήμη που υπηρέτησαν. Είναι όμως κάποια λιγοστά και ανυπότακτα πνεύματα, που διάλεξαν να ζήσουν μέσα στην περιπέτεια, σα να τόχε γραμμένο η μοίρα και να τους έσπρωχνε στον πιο ριψοκίνδυνο δρόμο.
Ήρωες της ιστορίας δυο εντελώς διαφορετικοί χαρακτήρες, ο Μανώλης Περίδης και ο Γιώργος Μανιάτης. Βρέθηκαν και οι δυο στη Λεγεώνα των Ξένων στις αρχές του '60 στην Αλγερία. Κι ενώ ο Μανώλης καμαρώνει για τον μισθοφορικό στρατό και όπως χαρακτηριστικά μας λέει: «από εκεί μέσα έβγαιναν άνθρωποι»!
Από την άλλη ο Μανιάτης, σιχάθηκε τη Λεγεώνα και τα έργα της, έτσι το 1961 πραγματοποίησε μια απίστευτη απόδραση, περπάτησε 21 ημέρες μέσα στην έρημο, ενώ εκείνη στιγμή ο δεκανέας Περίδης ήταν στα τάγματα που τον κυνηγούσαν κι αν τον έπιαναν ήταν σίγουρο ότι θα τον εκτελούσαν!
Ο πρώτος γεννήθηκε στο Μεσοχώρι της Καρπάθου, τον Απρίλη του 1922, σε μια εποχή που τα Δωδεκάνησα ήταν επαρχία της Ιταλίας, ενώ ο δεύτερος το 1939 στη Μεσσήνη. Ο Μανώλης Περίδης παρακολούθησε λίγες τάξεις του δημοτικού σχολείου, όμως αυτός ο κοντούλης αριστερόχειρας πιτσιρίκος από τότε φαινόταν πως είναι διαόλου κάλτσα! Από μικρός είχε στο αίμα το μικρόβιο, να βγαίνει μπροστά και να μην λογαριάζει, ούτε να σκιάζεται τίποτε και να κυνηγά την περιπέτεια σα το πιο ξεχωριστό λαγόσκυλο ψάχνει το θήραμα του.
Σήμερα είναι γνωστός για τα αστεία του, για τα «λευκά» του ψέμματα, όπως συνηθίζει ο ίδιος να επαναλαμβάνει. Πρόκειται για ένα σωρό δικές του φανταστικές ιστορίες, που ενώ δεν έχουν απολύτως καμιά αληθοφάνεια, ωστόσο είναι τόσο έξυπνα δομημένες, που όταν τις ακούς δεν μπορεί να μη συμφωνήσεις.
Είναι γνωστός με το παρατσούκλι «Μουσσολίνι» κι αυτό γιατί ο Ιταλός Μπριγκαντιέρης, ο αστυνομικός διοικητής στο Μεσοχώρι, κάθε φορά που τον έβλεπε να βάζει σημάδι πέτρες νικούσε τους συμμαθητές του κι έτσι μικρόσωμο τον παρομοίαζε με τον φασίστα ηγέτη των Ιταλών, που σε εκείνα τα χρόνια, τη δεκαετία του '30, ήταν εξαιρετικά δημοφιλής, κάθε τόσο του φώναζε:
- Forza Mussolini! Cosi ti voglio Mussolini!
Ο Μανώλης Περίδης, είναι τέταρτος γιος του Πέτρου και της Βιργινίας, το γένος Αλεξίου, ο πατέρας της φαμίλιας ήταν μετανάστης, δοκίμασε δυο φορές την τύχη του στα ορυχεία (τις μίνες) της Αμερικής, επέστρεψε και ταξίδεψε στην Περσία στο κυνήγι του μεροκάματου, όπως και πολλοί Καρπάθοι, έφτασε στο Μαρόκο. Μάλιστα πήρε σχεδόν όλη την οικογένεια μαζί του, άφησε στο νησί τον Μανωλάκη κι άλλο ένα παιδί που ήταν ακόμη μωρό, όμως τους έπιασε ο πόλεμος, έτσι αναγκάστηκαν να περιμένουν μέχρι το τέλος του για να ταξιδέψουν στην πόλη Φέζ και να βρεθούν όλοι μαζί.
Ήταν το 1947, σε ηλικία 24 χρονών ο Μανώλης πρωτόφυγε από το Μεσοχώρι της Καρπάθου και τότε γνώρισε τον πατέρα του που είχε να τον δει 20 χρόνια!
Στην Φες θα κάμει διάφορες δουλειές, θα περάσει από κατασκευές δρόμων, με τον μεγάλο του αδελφό εργολάβο, αλλά και από διάφορα εστιατόρια με τελευταίο το Atlas, στην περίφημη κόκκινη πόλη, το Marakkesh!
Όμως ο Μανώλης Περίδης είχε το νου του στην περιπέτεια, ήθελε να γνωρίσει τον κόσμο και να ζήσει μια πιο ελεύθερη μποέμ ζωή. Έτσι με παρέα έναν Ρουμάνο φίλο ξεκίνησαν ένα μεγάλο ταξίδι προς το άγνωστο. Μάζεψαν τα πράγματα τους, πήραν και μια σκηνή και ξεκίνησαν να γνωρίσουν την Ισπανία. Μαδρίτη, Βαρκελώνη, Αλμερία, Σάντα Λουσία, οι δυο φίλοι περπατούσαν και διάλεγαν μια όμορφη γωνιά και έστηναν το τσαντίρι τους. Την επόμενη μέρα έκαναν ότο-στοπ και όσο περνούσαν μήνες εκείνοι ανέβαιναν για τη Γαλλία. Μάλιστα πέρασαν και από το παραθαλάσσιο χωριό του George Getarye, του διάσημου Λάμπρου Βορλόου (1915-1997), ενός διάσημου Έλληνα από την Αλεξάνδρεια που άλλαξε το όνομα του τον Β΄Παγκόσμιο πόλεμο για να γλυτώσει από τα Γερμανικά! Ο Γκέταρυ έγινε Γάλλος το 1950, εκτός από τραγουδιστής ήταν επίσης χορευτής, ηθοποιός και σπουδαίος κομπέρ, ειδικεύτηκε στα μιούζικαλ και έκανε μεγάλη καριέρα στη Γαλλία, αλλά και τις Η.Π.Α., μάλιστα έπαιξε στις διάσημες ταινίες Le cavalier noir (1945) και An American in Paris, στο πλευρό του Gene Kelly.
Κάποτε οι δυο φίλοι έφτασαν στα σύνορα της Γαλλίας και εκεί οι δρόμοι τους χωρίστηκαν, ένα περαστικό αυτοκίνητο είχε μόνο μια θέση και έτσι ο Μανώλης βρέθηκε στο Μπορντώ. Εκεί δούλεψε κοντά στους 6 μήνες στα χωράφια, μια δουλειά που γνώριζε από το νησί του, όμως η διαφήμιση για την Λεγεώνα των Ξένων και οι Λεγεωνάριοι που συναντούσε σε ένα μπαρ, του πήραν τα μυαλά.
Δεν υπήρχε κανένας από την οικογένεια του που να πολέμησε και εκείνος έψαχνε μια καινούρια ζωή κι έτσι όπως ήταν από παιδί, ένας ατίθασος, δεν έχασε την ευκαιρία.
Το 1959 ταξίδεψε στη Μασσαλία και υπέγραψε το συμβόλαιο για την 5ετη θητεία, έτσι πέρασε στον μισθοφορικό στρατό, από εκεί ταξίδεψε για το Sidi Bel Abbes της Αλγερίας, μια πόλη που ιδρύθηκε το 1843 από λεγεωνάριους, εκεί ξεκίνησε τη σκληρή εξάμηνη εκπαίδευση.
Η «Λεγεώνα των Ξένων»
Ο ξακουστός για την πειθαρχία και την αυστηρότητα του Γαλλικός μισθοφορικός στρατός ιδρύθηκε στις 10 Μαρτίου 1831 από τον βασιλιά της Γαλλίας, Λουδοβίκο Φίλιππο, με διάταγμα του άλλοτε στρατάρχη του Βοναπάρτη, υπουργού των Στρατιωτικών, Ζαν Σουλτ. Η πρώτη πολεμική αποστολή της λεγεώνας έγινε την επόμενη χρονιά, Απρίλιο του 1832, στην τοποθεσία Μεζόν Καρέ της Αλγερίας.
Από την πρώτη δεκαετία της στρατιωτικής δράσης απέκτησε το έμβλημά της: "Ηοnneur et Fidelite" (Τιμή και Πίστη) και είχε τη φήμη ενός εξαιρετικά σκληρού και κλειστού στρατιωτικού σώματος, μάζευε κάθε καρυδιάς καρύδι, όλους εκείνους που είχαν λόγους να κρυφτούν από προσώπου γης και ήθελαν να αλλάξουν ακόμη και την ταυτότητα τους.
Το 1835 οι λεγεωνάριοι στάλθηκαν στην Ισπανία για να πολεμήσουν στο πλευρό της Βασίλισσας Ισαβέλας εναντίον των Βάσκων οπαδών του διεκδικητή του θρόνου Ντον Κάρλος. Ο πόλεμος εκείνος κράτησε μέχρι το 1839 και στη διάρκειά του η Λεγεώνα είχε μεγάλες απώλειες. Από τους 5.000 λεγεωνάριους, που είχαν ξεκινήσει, απέμειναν μόνο 500!
Ο κανόνας ήταν απλός: οποισδήποτε μη Γάλλος, με ύψος άνω του 1.55 και ηλικίας 18 έως 40 ετών, μπορούσε καταρχήν να γίνει δεκτός και στη συνέχεια να περάσει διάφορες ψυχοτεχνικές εξετάσεις, συνήθως οι μισοί υποψήφιοι τα κατάφερναν και από την πρώτη στιγμή γύριζαν σελίδα και ξεκινούσαν μια νέα ζωή!
Μετά το τέλος του 2ου παγκοσμίου πολέμου δεκάδες χιλιάδες μέλη των SS, Γερμανοί και Ευρωπαίοι εθελοντές, όλοι παθιασμένοι με τον στρατό, βρήκαν καταφύγιο στη Λεγεώνα από τις διώξεις, τις εκτελέσεις, κυρίως ξέφυγαν από μια ζωή που δεν είχε όπλα και στολές! Αφού μετά από τον μεγάλο πόλεμο δεν τους επέτρεπε να ακολουθήσουν στρατιωτική καριέρα στη χώρα τους.
Στα μέσα της δεκαετία του '50 τουλάχιστον 50% της λεγεώνας ήταν Γερμανοί, Αυστριακοί, Σκανδιναβοί και Σουηδοί, οι υπόλοιποι ήταν λατινικά και σλαβικά φύλα, συμπεριλαμβανομένων και των Γάλλων. Οι Έλληνες ήταν ένα μικρό ποσοστό, ενδεικτικά στον 4ο λόχο, που βρέθηκε ο Μανώλης Περίδης, στους περίπου 800 λεγεωνάριους, όπως ο ίδιος θυμάται, υπήρχαν μόνο 14 Έλληνες, συνολικά βρέθηκαν στην Αλγερία περίπου 60 Έλληνες εθελοντές. Από την 1 Νοεμβρίου 1954 η λεγεώνα των Ξένων συγκεντρώθηκε στην Αλγερία με σκοπό να καταπνίξει την Αλγερινή επανάσταση που άνοιγε φτερά.
Πρώτη εικόνα για τους νεοσύλεκτους λεγεωνάριους ένα ιδιαίτερο σύμβολο στην είσοδο του επιτελείου. Πρόκειται για ένα μνημείο αφιερωμένο στον λόχο 62 ανδρών που σκοτώθηκαν 30 Απριλίου 1863, σε μια σκληρή αναμέτρηση με 2.000 άντρες στο Καμερόνε του Μεξικού, κατά τη διάρκεια του δεύτερου Γαλλο-Μεξικανικού πολέμου. Όλα ξεκίνησα το 1861, όταν ο πρόεδρος του Μεξικού Benito Juarez προχώρησε σε στάση πληρωμών στις 3 μεγάλες δανείστριες δυνάμεις, τη Γαλλία, την Ισπανία και την Μεγάλη Βρετανία!
Ο «Μουσολίνι» δεκανέας
Ο Μανώλης Περίδης μιλούσε ήδη ιταλικά, γαλλικά αραβικά, ακόμη και τη μαροκινή διάλεκτο την έμαθε πολύ εύκολα! Με τον δαιμόνιο χαρακτήρα, τα αστεία και το χαμόγελο στα γρήγορα κατέκτησε τη λεγεώνα! Ζητούσαν κουρέα και εμφανιζόταν ο Μανώλης, έψαχναν μάγειρα ή ηλεκτρολόγο και σήκωνε το χέρι του! Έτσι ο μικρόσωμος Δωδεκανήσιος κατάφερε να κερδίσει τη συμπάθεια ακόμη και του θηριώδη Γερμανού ανθυπολοχαγού που ήταν ο εκπαιδευτής και ο επικεφαλής της ομάδας.
Γρήγορα πέρασε την προπαίδευση και έγινε δεκανέας σε μια από τις διμοιρίες του τάγματος, εκείνη που είχε την εποπτεία και τη συντήρηση των μηχανοκίνητων μέσων.
Ένα τουφέκι, ένα περίστροφο, αφού πια ήταν δεκανέας, 32 σφαίρες και 6 χειροβομίδες, αυτός ήταν ο εξοπλισμός του λεγεωνάριου, με την 11μελή ομάδα εκτελούσαν σχεδόν κάθε μέρα εξαντλητικές περιπολίες και αναζητούσαν πυρήνες των Αλγερινών επαναστατών.
Ο Μανώλης Περίδης δεν ξεχνά το μεγάλο βιβλίο με τα 7.000 ονόματα καταζητούμενων, μελών του FLN, των Αλγερινών ανταρτών που πάλευαν να ελευθερώσουν τη χώρα τους από τους Γάλλους κατακτητές. Περπατούσαν, περπατούσαν ασταμάτητα στην έρημο, η κούραση στον τροπικό του Καρκίνου ρουφούσε κάθε χυμό από το σώμα, την ημέρα η ζέστη ήταν αφόρητη, οι Λεγεωνάριοι φορούσαν μόνο το κοντό παντελονάκι και δεν άντεχαν ούτε το πέτσινο δέρμα τους, ενώ τη νύχτα, στη σκοπιά, σκέπαζαν το κορμί του με ότι ρούχο είχαν και πάλι τουρτούριζαν! Δίπλα τους τεράστιοι πεινασμένοι σκορπιοί έστηναν χορό, περίμεναν το επόμενο θύμα τους.
Οι συνθήκες ήταν απερίγραπτες, ήταν στρατιώτες που έπρεπε να σβήσουν κάθε άρνηση στους ανωτέρους τους! Μοναδική συντροφιά τα παγωμένα όπλα, τα βαριά τσιγάρα και το αλκοόλ.
Όσο περιγράφει τις χαλαρές στιγμές της λεγεώνας ο «Μουσολίνι» χαμογελά, όταν όμως φτάνουμε στις πολεμικές επιχειρήσεις κατεβάζει το κεφάλι, δεν είναι εύκολο να μοιραστεί ιστορίες με τόσο θανατικό, οι στιγμές που πνίγηκαν στο αίμα δεν μοιράζονται.
Η λεγεώνα δεν έκανε διακοπές στην Αλγερία, πάλευαν να καταπνίξουν την επανάσταση, αυτό γινόταν με όπλα κι αυτά με την σειρά τους γεννούσαν χιλιάδες νεκρούς. Ο Μανώλης εξομολογείται πως στάθηκε τυχερός, αφού τουλάχιστον 4 φορές γλύτωσε κυριολεκτικά από του Χάρου τα δόντια!
Όταν έπεφταν οι Αλγερινοί αντάρτες πάνω στην ομάδα ή οι λεγεωνάριοι έκαναν μια από τις επιθέσεις τους, δεν υπήρχε διαπραγμάτευση, κάποιοι θα ξεψυχούσαν πάνω στη μάχη κι ο Μανώλης κατάφερε να βγει ζωντανός και χωρίς τραυματισμούς.
Θυμάται κάποια φορά βρέθηκε σε ένα προχωρημένο φυλάκιο, οι αντάρτες χτύπησαν στα ξαφνικά και από ένα ύψωμα πέρασαν όλμους μέσα στην τραπεζαρία, έτσι κατάφεραν να τραυματίσουν στο στομάχι έναν λεγεωνάριο.
Η ομάδα αναστατώθηκε, για να προφυλαχθούν έτρεξαν και μαζεύτηκαν σε ένα διπλανό κτήριο, λίγο αργότερα εμφανίστηκε μέσα στα αίματα ο χτυπημένος συνάδελφός τους με τα έντερα και τα εσωτερικά του όργανα μέσα στο κράνος του! Μετά από ιατρική φροντίδα ο λεγεωνάριος σώθηκε!
Το παράδειγμα είναι χαρακτηριστικό, όπως και το σύνθημα στους τοίχους του στρατοπέδου στο Σίντι Μπελ Αμπές: «λεγεωνάριοι, είστε στρατιώτες για να πεθάνετε και σας στέλνουν εκεί που οι άνθρωποι πεθαίνουν»!
FLN, Εθνικό Απελευθερωτικό μέτωπο Αλγερίας, National Liberation Front
Το FLN ιδρύθηκε το 1954, η ιδεολογία του FLN πηγάζει από την ανάγκη αλγερινού εθνικισμού, είναι ένα κίνημα που εντάσσεται στο πλαίσιο του ευρύτερου εθνικισμού των Αράβων.
Ουσιαστικά έχουμε να κάνουμε με την αδήριτη ανάγκη για την πολιτική και κοινωνική αυτοδιαχείριση και νομιμοποίηση της χώρας, δε γινόταν αλλιώς, η ιστορία ξεκινά με τον επαναστατικό πόλεμο κατά της Γαλλίας.
Το Ισλάμ, είναι η θρησκεία που ορίζεται ως το βασικό θεμέλιο της εθνικής συνείδησης, κύριο χαρακτηριστικό του η δημιουργία υποτακτικών, τυφλών υπηκόων, και είναι ο πιο κρίσιμος παράγοντας για το δέσιμο της Αλγερίας σε μια ταυτότητα μακριά από εκείνην που ήθελε τη χώρα ως «Γαλλική Αλγερία».
Ενδεικτικά, στις αρχές της δεκαετίας του 1960, οι Γάλλοι της Αλγερίας αντιστοιχούσαν σε 10,3% σε σύνολο 9.430.000 πληθυσμού.
Όσο για τις σοσιαλιστικές θέσεις του Απελευθερωτικού μετώπου κυρίως είχαν να κάνουν με την αντίθεση στην άκρατη εκμετάλλευση του λαού από τους έποικους αποικιοκράτες. Την 1η Νοεμβρίου 1954 το FLN ξεκίνησε τον πόλεμο της Αλγερίας, η ένοπλη πτέρυγα του FLN κατά τη διάρκεια του πολέμου ονομάστηκε Εθνικός Απελευθερωτικός Στρατός (ALN).
Από γαλλικές πηγές εκτιμάται ότι τουλάχιστον 70.000 Μουσουλμάνων πολιτών σκοτώθηκαν ή απήχθησαν και σκοτώθηκαν από το FLN, κατά τη διάρκεια του πολέμου της Αλγερίας. Στα παραδείγματα των χτυπημάτων του FLN, οι Γάλλοι μιλούν για τη σφαγή Οράν το 1962 και τη μάχη στην Philippeville. Έπίσης υπολογίζεται ότι περίπου 4.300 άνθρωποι σκοτώθηκαν στη Γαλλία από το FLN. Ενώ 30,000-150,000 μουσουλμάνοι φίλοι των Γάλλων, σκοτώθηκαν στην Αλγερία από το FLN, σε αντίποινα μετά τον πόλεμο.
Γάλλοι ιστορικοί υποστηρίζουν ότι τα θύματα του πολέμου και από τις δυο πλευρές φτάνουν τις 400.000, ωστόσο οι Αλγερινοί δίνουν διαφορετικό αριθμό, μόνο τα δικά τους θύματα από τους αποικιοκράτες ξεπερνούν το 1.500.000, με τα περισσότερα να είναι άμαχοι!
Τον πιο βάρβαρο ρόλο στην ιστορία αναμφισβήτητα κρατά η παραστρατική οργάνωση OAS (Organisation de l'armée secrète - Οργάνωση Μυστικός Στρατός, δημιουργία Γάλλων εθνικιστών, 11/1961) που υποστήριζε την «Γαλλική Αλγερία». Οι Γάλλοι έποικοι αποκαλούσαν τους εαυτούς τους «αντι-τρομοκράτες» και «αγωνιστές», με τις άγρια δολοφονικές πράξεις τους στην ουσία πυροδότησαν την απόλυτη ρήξη μεταξύ των «μαυροπόδαρων» Γάλλων εποίκων (Pieds-Noirs, οι περισσότεροι ήταν γεννημένοι στην Αλγερία και δεν είχαν ταξιδέψει στη Γαλλία) και των ντόπιων Αλγερινών και οδήγησε μια ώρα νωρίτερα στην ανεξαρτησία της χώρας.
Τον Σεπτέμβριο του 1962, με τη συνθήκη του Evian, δόθηκε στην Αλγερία η ανεξαρτησία της και η λεγεώνα των ξένων εγκατέλειψε το Σίντι Μπελ Αμπές. Στις 24 Οκτωβρίου 1962 το τελευταίο απόσπασμα των Ξένων εγκατέλειψε το Σίντι Μπελ Αμπές, πριν την αποχώρηση έκαψαν τη σημαία που είχαν φέρει από το Τουγιέν Κουάνγκ της Ινδοκίνας το 1885. Στη συνέχεια μετέφεραν όλα τα ιστορικά λείψανα, όπως η τέφρα του «πατέρα» της λεγεώνας στρατηγού Ρολλέ και το ξύλινο χέρι του λοχαγού Ζάν Ντανζού, ακόμη και όλες τις πέτρες από το μνημείο για την ιστορική μάχη του Καμερόνε στο Μεξικό.
Μανώλης Περίδης στο Μεσοχώρι Καρπάθου
Το «τιμημένο» λευκό καπέλο και ο αντάρτης λιποτάχτης
Ο Μανώλης Περίδης στις 15 Απριλίου 1963 αποστρατεύτηκε από τη Λεγεώνα των Ξένων, ταξίδεψε στην Γαλλία και έζησε περίπου έναν χρόνο στη Μασσαλία, στη συνέχεια επέστρεψε στην Αθήνα και συνέχισε τη μποέμ ζωή για λίγους μήνες. Το 1965, έπειτα από σχεδόν 20 χρόνια, επέστρεψε στο νησί και το χωριό του, το Μεσοχώρι. Λίγο αργότερα παντρεύτηκε και το μεγαλύτερο ταξίδι του ήταν μέχρι τη γειτονική Ρόδο, όπου και δούλεψε σε αρκετά από τα μεγάλα ξενοδοχεία. Σήμερα ζει στο χωριό του, στο Μεσοχώρι της Καρπάθου, με κάθε ευκαιρία αφηγείται μια από τις κατασκευασμένες ιστορίες του, με τους φίλους να αναρωτιούνται, άραγε μας λέει αλήθεια ή πρόκειται για χωρατά και χοντρά ψέμματα;
Για τη Λεγεώνα των Ξένων ο Μανώλης έχει μόνο καλά λόγια, δεν άλλαξε όνομα ή υπηκοότητα, παρέμεινε Έλληνας, γνήσιο πνεύμα της Δωδεκανήσου, δεν έγινε Γάλλος, ενώ είχε αυτή τη δυνατότητα. Θυμάται τον «αχάριστο», όπως τον χαρακτηρίζει, Λεγεωνάριο Γιώργο Μανιάτη, τον Έλληνα κομμάντο, που κατάφερε να αποδράσει από το Σίντι Μπελ Αμπές και το 1965 εργάστηκε ως δημοσιογράφος, στην εφ. Ελευθερία, έδωσε και αρκετές συνεντεύξεις στο ραδιόφωνο, περιγράφοντας τη δυστυχία που προκάλεσε η βαρβαρότητα της Λεγεώνα των Ξένων στην Αλγερία!
Ποιος ήταν αυτός ο Μανιάτης που τα έβαλε με τη Λεγεώνα των Ξένων και την νίκησε;
«Το 1957 κατατάχτηκα στην Λεγεώνα των Ξένων. Δικαιολογούμαι, γιατί ήμουν έφηβος... Και φασίστας. Και άρρωστα χριστιανός. Το 1961 λιποτάχτησα από τη Λεγεώνα των Ξένων. Και πάλι δικαιολογούμαι, γιατί δεν ήμουν πια έφηβος. Μήτε φασίστας. Μήτε άρρωστα χριστιανός....». Γιώργος Μανιάτης.
Σίντι Μπέλ Αμπές, καλοκαίρι 1958, Γιώργος Μανιάτης
Ο Γιώργος Μανιάτης γεννήθηκε στη Μεσσήνη το 1939, πρωτογιός της οικογένειας, στη συνέχεια ακολούθησαν ακόμη οκτώ αδέλφια, το 1945 η οικογένεια Μανιάτη θα μετακομίσει μόνιμα στην Αθήνα. Σε ηλικία 17 ετών, απόφοιτος Γ' Γυμνασίου, ο Γιώργος ήταν ένας απίστευτα δυνατός νέος με ατίθασο πνεύμα, θα ξενιτευτεί στο Βέλγιο και για ένα μικρό διάστημα δουλεύει στα ανθρακωρυχεία Waterschei. Τον Δεκέμβρη 1957 θα υπογράψει στη Μασσαλία την πενταετή θητεία του στη Λεγεώνα των Ξένων και από τότε μέχρι τις αρχές του 1961 ήταν οπλίτης της Λεγεώνας.
Από την πρώτη στιγμή γνωρίζει την πειθαρχία της Λεγεώνας, αντιλαμβάνεται το λάθος, η συμμετοχή του σε έναν μισθοφορικό στρατό έγινε μέσα σε μια εφηβική παρόρμηση, ήταν ακόμη παιδί και ένα σωρό παραμύθια των μισθοφόρων τον έπεισαν και τον έκαναν να φορέσει τη στολή. Από την πρώτη στιγμή αντιστέκεται, μάλιστα ζήτησε να γίνει μουσουλμάνος για να καταλάβει τους Αλγερινούς, όμως εκείνοι του αρνήθηκαν.
Από την πρώτη μέρα στο Σίντι Μπελ Αμπές γεννήθηκε η ανάγκη να καταγράψει την εμπειρία του σε ένα ημερολόγιο, ένα βιβλίο, που ακόμη και σήμερα είναι ζωντανό! Εκείνο θέτει όλα τα ζητήματα, έκανε ερωτήσεις και ζητούσε με επιμονή τις απαντήσεις και ο Μανιάτης το υπηρέτησε πιστά, γέμισε τις διψασμένες λευκές σελίδες του. Δεν θα ήταν υπερβολή αν λέγαμε ότι αυτό το βιβλίο τον κράτησε στη ζωή.
Στις 7 Γενάρη 1961, λίγους μήνες πριν συμπληρώσει την πενταετία και πάρει το απολυτήριο, δεν άντεξε την ανείπωτη βια της Λεγεώνας, λιποτάκτησε μαζί με τον Ιταλό Λεγεωνάριο Marco Zanchetta. Οι λιποτάκτες περπάτησαν 21 μέρες στη Σαχάρα δίχως φαγητό, χωρίς νερό! Θα φτάσουν στο σημείο να σέρνονται στην έρημο και να ξεδιψούν με τα ούρα τους!
Τελικά θα τα καταφέρνουν, η σωτηρία ήταν στα χέρια των Τουαερέγκ στη γειτονική Λιβύη κι εκεί τα προβλήματα δεν είναι λίγα. Θεωρήθηκαν κατάσκοποι και ο Μανιάτης έμεινε 2 μήνες φυλακή στην Τρίπολη, όσο για τη Λεγεώνα καταδικάστηκε ερήμην από το γαλλικό στρατοδικείο σε 10 χρόνια κάθειρξη. Τα επόμενα χρόνια γράφει με πάθος, δημοσιογραφεί και παρακολουθεί από κοντά τις πολιτικές εξελίξεις της χώρας μας.
Το 1963 συμμετέχει στην ίδρυση της νεολαίας Λαμπράκη. Συνδέεται με τον Β. Βασιλικό, τον Στ. Τσίρκα, τον Διον. Φωτόπουλο, συνεχίζει να πρωτοπορεί με την γραφή του. Το 1964 κερδίζει το πρώτο βραβείο ποίησης με θέμα την Ειρήνη.
Από την πρώτη μέρα της δικτατορίας θα κυνηγηθεί και ο Μανιάτης προσποιούμενος τον αδελφό του, τον Βαγγέλη και θα πετύχει να ξεφύγει από τα χέρια της ασφάλειας! Θα ταξιδέψει και θα ζήσει παράνομα στο Παρίσι αφού εκρεμούσε η καταδίκη της Λεγεώνας. Μαζί με τον Πάμπλο συμμετέχει στην ίδρυση της οργάνωσης «Αντίσταση» και στην έκδοση εφημερίδας. Το 1968 φτιάχνει την οργάνωση «Ευρετήριο» και το 1970 ταξιδεύει στην Αμερική.
Μέχρι σήμερα έχει γράψει περισσότερα από 10 βιβλία και εκατοντάδες άρθρα στηλιτεύοντας την κοινωνία, τους χαρακτήρες, τα πρότυπα, τους Θεούς, τα ανθρώπινα όρια και τους κατασκευασμένους κανόνες.
Ο Γιώργος Μανιάτης εξακολουθεί να ζει στην Αθήνα, δεν έχασε το απίστευτο χάρισμα του, να βλέπει μπροστά, να ξεχωρίζει τα φάλσα είδωλα-πρότυπα της κοινωνίας και με τον δομημένο λόγο του, να μας κάνει κοινωνούς σε θέσεις που ίσως καταδικάζαμε!
Η γραφή του Μανιάτη από το πρώτο κιόλας βιβλίο του, το ημερολόγιο στην Αλγερία 1957-196, μοιάζει με υγρό, με το νερό, που έχει απόλυτη ανάγκη το ανθρώπινο σώμα. Απογειώνει την φαντασία, πλάθει και ανεβάζει εικόνες στα μάτια του αναγνώστη, μεταφέρει τα στιγμιότυπα σαν να χρησιμοποιεί μια κρυφή κινηματογραφική κάμερα και να καταγράφει σε ένα μαγικό φιλμ!
Στο πιο κάτω απόσπασμα, ένα γράμμα που κατάφερε να φτάσει στον αδελφό του, δίνει την εκπαίδευση των Λεγεωνάριων:
Ο συγγραφέας Βασίλης Βασιλικός το 1963 θα γράψει στον Ταχυδρόμο μια κριτική για το μοναδικό βιβλίο-ντοκουμέντο του Μανιάτη:
«...Αν το βιβλίο του Ηλία Βενέζη "Νούμερο" είναι το χρονικό της προσφυγιάς, το βιβλίο του Μανιάτη είναι το χρονικό της μετανάστευσης! Μες στην καυτή κι αιματοβαμμένη Αλγερία, ο Μανιάτης αρματωμένος μέχρι τα μπούνια, αρνιέται να σκοτώσει. Κι είναι αυτή η αντίσταση του στον οργανωμένο φόνο, ότι δίνει στο ημερολόγιο του την διάσταση του σύγχρονου υπαρξιακού ήρωα..."
Δεν κάνω απολύτως καμιά προσπάθεια να συστήσω το βιβλίο, αφού πολλά χρόνια τώρα είναι εξαντλημένο και δυστυχώς δεν υπάρχει στα βιβλιοπωλεία. Οι περιπτώσεις του Μανώλη Περίδη και του Γιώργου Μανιάτη, των δυο τόσο διαφορετικών Ελλήνων εθελοντών στην Λεγεώνα των Ξένων, είναι μάθημα για την ιστορία των μισθοφορικών στρατών, το ρόλο και την δράση τους.
Ειδικότερα η περίπτωση της ταλαιπωρημένης Αλγερίας μπορεί να μελετήθηκε από πολλούς ιστορικούς, όμως με τον χρόνο μάλλον ξεχάστηκε. Πως ορίζονται οι τρομοκράτες; Ποιοι είναι οι αντι-τρομοκράτες; Σήμερα ποιος είναι ο ρόλος των μισθοφορικών στρατών;
Ο Μανιάτης ξεκαθαρίζει, «μαθαίναμε τι θέλουν οι Γάλλοι, τι ζητούσαν, τι απαιτούσαν οι μαυροπόδαροι (Pieds-Noirs), όμως δεν γνωρίζαμε τι ήθελαν οι ντόπιοι, δεν άφηναν τη φωνή τους να ακουστεί, τους έλεγαν τρομοκράτες γιατί ήθελαν τη χώρα τους!»
Κάθε φορά που θα ξεχνάμε το παρελθόν και θα κρατάμε ό,τι μας βολεύει από την ιστορία θα έρχεται η καθημερινότητα, εκείνη κρύβει απίστευτες και τις περισσότερες φορές τις πιο δυσάρεστες εκπλήξεις.