Είμαι εργαζόμενος/εργοδότης. Τι δικαιώματα και υποχρεώσεις έχω;

Πέραν των όσων έχουν αναφερθεί ανωτέρω, ο εργαζόμενος δικαιούται σε περίπτωση καταγγελίας της σύμβασης από πλευράς εργοδότη και αποζημίωσης απόλυσης, με εξαίρεση την περίπτωση στην οποία απολυθεί εντός του 1ου έτους από την ημερομηνία έναρξης της συμβάσεως, χρόνος που θεωρείται δοκιμαστική περίοδος. Το ποσό που δικαιούται εξαρτάται από το αν ο εργαζόμενος είναι μισθωτός ή ημερομίσθιος αλλά και από τη διάρκεια απασχόλησής του μέχρι την καταγγελία της σύμβασης εργασίας.Αξίζει να αναφερθεί επίσης, σε περίπτωση που ο εργαζόμενος είναι μισθωτός, ο εργοδότης δύναται να καταγγείλει τη σύμβαση προειδοποιώντας τον εργαζόμενο σε διάστημα ανάλογο της χρονικής διάρκειας της απασχόλησής του.
|
Open Image Modal

Με την πάροδο των ετών, κατέστη απαραίτητη η νομοθέτηση των κανόνων που διέπουν τις σχέσεις μεταξύ εργαζομένων και εργοδοτών. Κάτι τέτοιο ήταν απαραίτητο λόγω της συστηματοποίησης της εργασίας και ως εκ τούτου σε αυτά τα πλαίσια θεσπίστηκαν τόσο παγκοσμίως όσο και στην Ελλάδα οι γενικότεροι κανόνες που διέπουν τις εργασιακές σχέσεις.

Στην Ελλάδα, ειδικά σήμερα όπου λόγω της κρίσης και της γενικότερης ύφεσης μεταβάλλονται συνεχώς τόσο οι εργασιακές σχέσεις όσο και τα νομοθετήματα που άπτονται αυτών κυρίως λόγω της συμβατικής υποχρέωσης που υφίσταται με τους εταίρους της χώρας με τους δανειστές της, θα επιχειρήσουμε μία προσπάθεια μίας γενικότερης προσέγγισης των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των εργαζομένων και των εργοδοτών.

Καταρχάς να αποσαφηνίσουμε τον όρο της έννοιας «εργασία» και «εξαρτημένη εργασία». Εργασία, θεωρείται κάθε απασχόληση του ανθρώπου η οποία αποβλέπει στην εκπλήρωση ενός συγκεκριμένου σκοπού.

Εξειδικεύοντας λοιπόν, εξαρτημένη εργασία θεωρείται η απασχόληση ενός ανθρώπου (εργαζομένου), από κάποιο άλλο πρόσωπο (φυσικό ή νομικό) για την εκπλήρωση του σκοπού του εν λόγω προσώπου/επιχείρησης (εργοδότη), έναντι κάποιας προσυμφωνημένης αμοιβής (μισθός) εντός συγκεκριμένου ωραρίου.

Σε αυτά τα πλαίσια, θα προσπαθήσουμε να σκιαγραφήσουμε έναν χρηστικό οδηγό τόσο για τους εργαζόμενους όσο και για τους εργοδότες προκειμένου να μπορούν να έχουν συγκεντρωμένες όλες τις αναγκαίες πληροφορίες που χρειάζονται, εφόσον υφίστανται εργασιακές σχέσεις.

Υποχρεώσεις εργαζομένου

Ξεκινώντας λοιπόν, έχοντας ως βάση το παραπάνω πλαίσιο, στις συμβατικές υποχρεώσεις του εργαζομένου, περιλαμβάνονται:

  • Η υποχρεωτική του παρουσία στην επιχείρηση ή όπου έχει συμφωνηθεί εντός του προσυμφωνηθέντος ωραρίου,
  • Η ανάληψη καθηκόντων του στα πλαίσια της εργασιακής σχέσης,
  • Η ευπρεπής παρουσία του,
  • Η ευπρεπής συμπεριφορά του προς οποιονδήποτε σχετίζεται με την επιχείρηση.

Δικαιώματα εργαζομένου

Αντιθέτως, ο εργαζόμενος, στα πλαίσια της εργασιακής σχέσης δικαιούται:

  • Τη λήψη του ανταλλάγματος (αμοιβή/μισθός) για τις υπηρεσίες του προς τον εργοδότη εντός των συμφωνηθέντων ημερομηνιών, όπως έχουν οριστεί από τη μεταξύ τους σύμβαση.
  • Η απασχόλησή του να είναι βάσει του αντικειμένου στο οποίο έχει εξειδικευθεί και με βάση την ειδικότητα του οποίου προσλήφθηκε.
  • Να απουσιάζει από την εργασία του, λαμβάνοντας τις άδειες που δικαιούται, είτε άνευ είτε μετά αποδοχών, βάσει του νομοθετικού ή κανονιστικού πλαισίου, το οποίο ορίζεται από τις εκάστοτε Συλλογικές Συμβάσεις Εργασίας.

Συλλογικές Συμβάσεις Εργασίας

Οι συλλογικές συμβάσεις εργασίας υπογράφονται από τις εργοδοτικές οργανώσεις και τις συνδικαλιστικές οργανώσεις των εργαζομένων.

Η βασικότερη συλλογική σύμβαση εργασίας είναι η Εθνική Γενική Συλλογική Σύμβαση Εργασίας (ΕΓΣΣΕ) και υπογράφεται μεταξύ της ΓΣΕΕ και των εργοδοτικών οργανώσεων και καθορίζει τους ελάχιστους όρους εργασίας, μισθών και ημερομισθίων στον ιδιωτικό τομέα. Σε καμία περίπτωση οι αποδοχές ενός εργαζομένου δεν μπορούν να είναι κατώτερες της ΕΓΣΣΕ.

Πλην της ΕΓΣΣΕ, για ειδικότερους κλάδους, επαγγέλματα ή επιχειρήσεις είναι δυνατή η σύναψη Κλαδικών, Ομοιοεπαγγελματικών ή Επιχειρησιακών Συμβάσεων μεταξύ των συνδικαλιστικών οργανώσεων και εργοδοτικών οργανώσεων, οι οποίες είναι ευνοϊκότερες ως προς τους μισθολογικούς και μη μισθολογικούς όρους (π.χ. ημέρες δικαιούμενων αδειών) ως προς την ΕΓΣΣΕ.

Τι προβλέπει η ΕΓΣΣΕ σχετικά με τους μισθολογικούς και μη μισθολογικούς όρους;

Τι δικαιούται ο εργαζόμενος μισθολογικά;

Μετά την ψήφιση του 2ου Μνημονίου, γνωστότερου και ως «Μεσοπρόθεσμου Πλαισίου Δημοσιονομικής Στρατηγικής 2013-2016» με τον Ν.4093/2012 και ειδικότερα με την Υποπαράγραφο ΙΑ11, θεσπίστηκε νέο σύστημα καθορισμού νόμιμου κατωτάτου μισθού υπαλλήλων και ημερομισθίων εργατοτεχνιτών, το οποίο θα είναι σε ισχύ μέχρι τη λήξη της περιόδου οικονομικής προσαρμογής.

Με βάση το Νόμο προβλέπονται οι ακόλουθοι κατώτατοι μισθοί:

(α) Για τους υπάλληλους άνω των 25 ετών ο κατώτατος μισθός ορίζεται 586,08 ευρώ και για τους εργατοτεχνίτες άνω των 25 ετών το κατώτατο ημερομίσθιο ορίζεται σε 26,18 ευρώ.

(β) Για τους υπάλληλους κάτω των 25 ετών ο κατώτατος μισθός ορίζεται 510,95 ευρώ και για τους εργατοτεχνίτες κάτω των 25 ετών το κατώτατο ημερομίσθιο ορίζεται σε 22,83 ευρώ.

(γ) i) Ο κατά τα άνω κατώτατος μισθός των υπαλλήλων άνω των 25 ετών προσαυξάνεται με ποσοστό 10% για κάθε τριετία προϋπηρεσίας και έως τρεις τριετίες και συνολικά 30% για προϋπηρεσία 9 ετών και άνω και το κατώτατο ημερομίσθιο των εργατοτεχνιτών άνω των 25 ετών προσαυξάνεται με ποσοστό 5% για κάθε τριετία προϋπηρεσίας και έως έξι τριετίες και συνολικά 30% για προϋπηρεσία 18 ετών και άνω.

ii) Ο κατά τα άνω κατώτατος μισθός των υπαλλήλων κάτω των 25 ετών προσαυξάνεται με ποσοστό 10% για μία τριετία προϋπηρεσίας και για προϋπηρεσία 3 ετών και άνω και το κατώτατο ημερομίσθιο των εργατοτεχνιτών κάτω των 25 ετών προσαυξάνεται με ποσοστό 5% για κάθε τριετία προϋπηρεσίας και έως δύο τριετίες και συνολικά 10% για προϋπηρεσία 6 και άνω ετών.

δ) Οι ως άνω προσαυξήσεις προϋπηρεσίας καταβάλλονται σε εργαζόμενο με προϋπηρεσία σε οποιονδήποτε εργοδότη και με οποιαδήποτε ειδικότητα, για μεν τους εργατοτεχνίτες μετά τη συμπλήρωση του 18ου έτους της ηλικίας τους, για δε τους υπαλλήλους μετά τη συμπλήρωση του 19ου έτους της ηλικίας τους και ισχύουν για την συμπληρωθείσα υπηρεσία την 14.2.2012.

ε) Πέραν της μηνιαίας τακτικής προσαύξησης λόγω προϋπηρεσίας καμία άλλη προσαύξηση δεν περιλαμβάνεται στο νομοθετικώς καθορισμένο κατώτατο μισθό και ημερομίσθιο.

στ) Έως ότου η ανεργία διαμορφωθεί σε ποσοστό κάτω του 10% αναστέλλεται η προσαύξηση του νομοθετικώς καθορισμένου νόμιμου κατώτατου μισθού και ημερομισθίου για προϋπηρεσία, που συμπληρώνεται μετά την 14.2.2012.

ζ) Ατομικές συμβάσεις εργασίας και συλλογικές συμβάσεις εργασίας κάθε είδους δεν επιτρέπεται να ορίζουν μηνιαίες τακτικές αποδοχές ή ημερομίσθιο πλήρους απασχόλησης κατώτερο από το νομοθετικώς καθορισμένο κατώτατο μισθό και ημερομίσθιο.

Από τα παραπάνω λαμβάνοντας υπόψη ότι βάσει της ΕΓΣΣΕ εξακολουθεί να υφίσταται υποχρέωση του εργοδότη να καταβάλλει και επίδομα γάμου της τάξης του 10% στους εργαζόμενους οι οποίοι είναι έγγαμοι, διαμορφώνονται αναλόγως ως ακολούθως οι κατωτέρω μισθολογικοί πίνακες:

Open Image Modal
Open Image Modal
Open Image Modal
Open Image Modal

Με βάση τα παραπάνω, και με όσα έχουν αναφερθεί ως τώρα, θα πρέπει να σημειωθεί ότι καμία μισθολογική συμφωνία δε θα πρέπει να υπολείπεται των ανωτέρω αποδοχών. Αντιθέτως, ευνόητο είναι ότι υπάρχει η δυνατότητα, η μισθολογική συμφωνία να είναι ανώτερη των εν λόγω αποδοχών. Η κατάρτιση σύμβασης με όρους ευνοϊκότερους των κατώτερων μισθών όπως ορίζονται με την ΕΓΣΣΕ, είναι γνωστότερη και ως ατομική σύμβαση.

Αξίζει τέλος, σχετικά με τους μισθολογικούς όρους, να σημειωθεί ότι σε περίπτωση που υφίσταται Κλαδική, Ομοιοεπαγγελματική, ή Επιχειρησιακή Σύμβαση σε ισχύ η οποία προβλέπει ευνοϊκότερους των ανωτέρω όρων της ΕΓΣΣΕ, να εφαρμόζεται αυτή, αντί της ΕΓΣΣΕ.

Μπορεί ο εργοδότης να μειώσει το μισθό;

Μονομερής μείωση μισθού προβλέπεται στις ακόλουθες περιπτώσεις:

Α) Όταν ο εργοδότης επικαλείται μείωση τζίρου με στοιχεία που θα προσκομίσει στην οικεία επιθεώρηση εργασίας και αφού προγενέστερα ενημερώσει τον εργαζόμενο και

Β) Σε περίπτωση που υπήρχε ευνοϊκότερη Κλαδική Σύμβαση η οποία έληξε και δεν ανανεώθηκε. Σε αυτή την περίπτωση, οι επιπλέον αποδοχές και τα επιδόματα που προέβλεπε η ευνοϊκότερη σύμβαση παύουν να ισχύουν, ενώ ο μισθός καθορίζεται στα όρια της ΕΓΣΣΕ ακόμη και αν ο βασικός τους μισθός βάση της Κλαδικής Σύμβασης ήταν ευνοϊκότερος.

Τι άδειες, δώρα και επιδόματα δικαιούται ο εργαζόμενος;

Βάσει του Α.Ν. 539/1945, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 6 του Ν. 3144/2003 και το άρθρο 1 του Ν.3302/2004 καθορίζονται τα θέματα λήψης ετήσιας άδειας με αποδοχές στους μισθωτούς του ιδιωτικού τομέα.

Κανονική άδεια: Με βάση τους ανωτέρω νόμους προβλέπεται ότι όλοι οι εργαζόµενοι οι οποίοι συνδέονται µε σύµβαση ή σχέση εργασίας ορισµένου ή αορίστου χρόνου, δικαιούνται να λάβουν ετήσια άδεια µε αποδοχές από την έναρξη της απασχόλησής τους σε συγκεκριµένη υπόχρεη επιχείρηση. Η άδεια αυτή χορηγείται από τον εργοδότη αναλογικώς (ποσοστό) µε βάση το χρονικό διάστηµα που απασχολήθηκε ο εργαζόµενος στον εργοδότη αυτό. Η αναλογία της χορηγούµενης αδείας υπολογίζεται βάσει ετήσιας άδειας 20 εργάσιµων ηµερών επί πενθηµέρου εβδοµαδιαίας εργασίας και 24 εργάσιµων ηµερών, επί εξαηµέρου, η οποία αντιστοιχεί σε 12 µήνες συνεχούς απασχόλησης κατά το πρώτο ημερολογιακό έτος. (έως 31/12)

Κατά το δεύτερο ημερολογιακό έτος και αφού συμπληρωθεί δωδεκάμηνη εργασία, οι εργαζόμενοι δικαιούνται 21 εργάσιμες ημέρες επί πενθηµέρου εβδοµαδιαίας εργασίας και 25 εργάσιµων ηµερών, επί εξαηµέρου εβδομαδιαίας εργασίας.

Κατά το τρίτο και για τα επόμενα έτη, ο εργαζόμενος δικαιούται από την 1η Ιανουαρίου κάθε έτους την κανονική του άδεια με αποδοχές, ήτοι 22 εργάσιμες ημέρες επί πενθηµέρου εβδοµαδιαίας εργασίας και 26 εργάσιµων ηµερών, επί εξαηµέρου εβδομαδιαίας εργασίας.

Μετά τη συμπλήρωση 10 ετών στον ίδιο εργοδότη ή 12 σε οποιοδήποτε εργοδότη ο εργαζόμενος δικαιούται άδεια 25 εργασίμων ημερών επί πενθηµέρου εβδοµαδιαίας εργασίας και 30 εργάσιµων ηµερών, επί εξαηµέρου εβδομαδιαίας εργασίας.

Μετά τη συμπλήρωση 25 ετών σε οποιοδήποτε εργοδότη ο εργαζόμενος δικαιούται μία επιπλέον ημέρα πλέον των 25 και 30 εργασίμων ημερών για πενθήμερη ή εξαήμερη εβδομαδιαία εργασία αντίστοιχα.

Η άδεια επιτρέπεται σε περισσότερες από 2 περιόδους, από τις οποίες η μία πρέπει να είναι τουλάχιστον 10 εργασίμων ημερών επί πενθημέρου απασχόλησης και 12 εργασίμων ημερών επί εξαημέρου απασχόλησης, εκτός αν το ζητήσει διαφορετικά για τη μία εκ των 2 περιόδων ο εργαζόμενος και πάντα με τη συναίνεση του εργοδότη.

Αποδοχές αδείας: Ο εργαζόμενος δικαιούται στη διάρκεια της αδείας του τις αποδοχές που θα έπαιρνε αν εργαζόταν κανονικά στην επιχείρηση.

Επίδομα αδείας: Ο εργαζόμενος δικαιούται λήψης επιδόματος αδείας το οποίο προκαταβάλλεται στον εργαζόμενο κατά την έναρξη της αδείας του και είναι ίσο με τις αποδοχές των ημερών αδείας με ανώτατο το ½ του μισθού για τους μισθωτούς και των 13 ημερομισθίων για τους ημερομίσθιους.

Αποζημίωση αδείας: Σε περίπτωση που ο εργοδότης δε χορηγήσει έως το τέλος του έτους την ετήσια άδεια που δικαιούται ο εργαζόμενος, οφείλει να καταβάλλει τις αποδοχές αδείας του εργαζομένου προσαυξημένες κατά 100%.

Εξυπακούεται ότι σε περίπτωση οικειοθελούς αποχώρησης του εργαζομένου ή απολύσεώς του, ο εργοδότης υποχρεούται να καταβάλλει στον εργαζόμενο ως αποζημίωση των αριθμό των υπολειπομένων ημερών που δικαιούτο ο εργαζόμενος ως την αποχώρησή του.

Δώρα Πάσχα/Χριστουγέννων: Ο εργαζόμενος στον ιδιωτικό τομέα δικαιούται λήψης Δώρων Πάσχα και Χριστουγέννων. Ο υπολογισμός αυτών γίνεται με αναλογία ημερών, λαμβάνοντας υπόψη το διάστημα 1/1-30/4 για το Δώρο Πάσχα και 1/5-31/12 για το Δώρο Χριστουγέννων αντίστοιχα.

Είναι προφανές ότι σε περίπτωση που ο εργαζόμενος είναι απασχολούμενος καθ' όλα τα ανωτέρω διαστήματα δικαιούται λήψης ολόκληρων των προαναφερθέντων δώρων.

Λοιπές άδειες: Πλην των ανωτέρω δικαιούμενων αδειών, ο εργαζόμενος δικαιούται λήψης και μίας σειράς άλλων αδειών, οι οποίες δεν έχουν τον τακτικό χαρακτήρα της κανονικής αδείας. Αυτές επιγραμματικά είναι:

  • Άδεια γάμου: 5 ημέρες μετά αποδοχών σε 5ήμερο σύστημα απασχόλησης και 6 ημέρες σε 6ήμερο σύστημα απασχόλησης.
  • Άδεια γέννησης τέκνου: 2 ημέρες μετά αποδοχών.
  • Άδεια τοκετού και λοχείας: Είναι διάρκειας 56 ημερών (πριν τον τοκετό) και 63 ημερών (μετά τον τοκετό) αντίστοιχα από την ημερομηνία τοκετού. Επιδοτείται για 15 ημέρες (σε περίπτωση απασχόλησης μικρότερης του έτους) ή 30 ημέρες (σε περίπτωση απασχόλησης μεγαλύτερης του ενός έτους) από τον εργοδότη και από το ΙΚΑ και μετά την πάροδο των ανωτέρω ημερών επιδοτείται μόνον από το ΙΚΑ. Σε περίπτωση που η εργαζόμενη αμείβεται με αποδοχές μεγαλύτερες των κατωτάτων βάσει ΕΓΣΣΕ η διαφορά μεταξύ των κατωτάτων και των συμφωνηθέντων αποδοχών επιδοτείται από τον ΟΑΕΔ με ειδική αίτηση στο φορέα από τον εργαζόμενο.
  • Άδεια θηλασμού και φροντίδας τέκνων: Άφιξη 1 ώρα αργότερα ή αποχώρηση 1 ώρα νωρίτερα από την εργασία των εργαζόμενων μητέρων για διάστημα 30 μηνών. Ο εν λόγω χρόνος είναι δυνατόν να τροποποιηθεί με αίτηση του εργαζομένου προς τον εργοδότη (π.χ. 2 ώρες ημερησίως για τους πρώτους 12 μήνες και 1 ώρα για 6 επιπλέον μήνες). Εφόσον δε γίνει χρήση από τη μητέρα (ακόμα και αν δεν εργάζεται) το μειωμένο ωράριο μπορεί να το ζητήσει και ο πατέρας.
  • Ειδική άδεια προστασίας μητρότητας: Χορηγείται στις εργαζόμενες μητέρες μετά τη λήξη της άδειας τοκετού και λοχείας και είναι διάρκειας έως 6 μηνών. Επιδοτείται από τον ΟΑΕΔ.
  • Γονική άδεια ανατροφής τέκνου: Χορηγείται μέχρι συμπληρώσεως ηλικίας των 6 ετών για το τέκνο και είναι άνευ αποδοχών κατόπιν σχετικής αίτησης στον εργοδότη.
  • Ειδική άδεια για μονογονεϊκές οικογένειες: Είναι διάρκειας 6 ημερών ή 8 ημερών σε περίπτωση ύπαρξης 3 τέκνων ή περισσοτέρων και χορηγείται ετησίως κατόπιν αίτησης στον εργοδότη. Δεν πρέπει να συμπίπτει χρονικά με την αρχή ή το τέλος της κανονικής άδειας. Προκειμένου να χορηγηθεί η άδεια, τα τέκνα δεν πρέπει να είναι μεγαλύτερα των 12 ετών.
  • Άδεια για ασθένεια μελών οικογενείας: Είναι διάρκειας 6 ημερών (για ένα τέκνο), 8 ημερών (για 2 τέκνα) ή 14 ημερών (για 3 τέκνα και άνω), είναι άνευ αποδοχών και χορηγείται κατόπιν αιτήσεως στον εργοδότη με την προϋπόθεση ότι τα τέκνα δεν είναι μεγαλύτερα των 16 ετών ή εφόσον είναι μεγαλύτερα των 16 χορηγείται εφόσον χρήζουν ιδιαίτερης φροντίδας λόγω βαριάς ασθένειας ή αναπηρίας. Χορηγείται επίσης για ασθένεια άλλων μελών οικογενείας όπως ανύπαντρα αδέρφια, γονείς, σύζυγο κλπ.
  • Άδεια σχολικών επιδόσεων τέκνων: Είναι διάρκειας έως 4 ημερών, μετά αποδοχών και χορηγείται σε έναν εκ των 2 γονέων για τέκνα έως 16 ετών. Χορηγείται πάντοτε τμηματικά και ποτέ για περισσότερο από 1 εργάσιμη ημέρα κάθε φορά.
  • Άδεια για μετάγγιση αίματος/αιμοκάθαρση: Είναι διάρκειας 22 εργασίμων ημερών ή 10 εργασίμων ημερών ετησίως για τα τέκνα έως 16 ετών που χρήζουν μετάγγισης αίματος ή αιμοκάθαρσης, είναι μετά αποδοχών και χορηγείται κατόπιν αιτήσεως στον εργοδότη, εφόσον προηγουμένως του έχει γνωστοποιηθεί προηγουμένως η ανάγκη λήψης της εν λόγω αδείας.
  • Άδεια λόγω AIDS: Είναι διάρκειας ενός μήνα/έτος και είναι μετά αποδοχών.
  • Άδεια λόγω θανάτου συγγενούς: Είναι διάρκειας 2 ημερών και είναι μετά αποδοχών. Χορηγείται σε περίπτωση θανάτου συζύγου, τέκνων, γονέων και αδελφών εξ αίματος ή εξ αγχιστείας.
  • Άδεια σπουδών: Είναι διάρκειας 30 εργασίμων ημερών για μαθητές ή φοιτητές και 10 εργασίμων ημερών για μεταπτυχιακούς σπουδαστές. Είναι άνευ αποδοχών και χορηγείται κατόπιν προσκόμισης στον εργοδότη σχετικής βεβαίωσης που να πιστοποιεί τη συμμετοχή των σπουδαστών στις εξετάσεις. Για τους μαθητές/φοιτητές χορηγείται καθ' όλη τη διάρκεια της φοίτησης και για 2 επιπλέον έτη, ενώ για τους μεταπτυχιακούς σπουδαστές είναι μόνον για 2 έτη.
  • Εκλογική άδεια: Είναι μετά αποδοχών και χορηγείται για την άσκηση του εκλογικού δικαιώματος. Ο αριθμός των ημερών εξαρτάται από την απόσταση ως εξής:

Για τους εργαζόμενους με 5θήμερο:

Α) 200-400χλμ, μία εργάσιμη ημέρα

Β) 401χλμ και άνω, 2 εργάσιμες ημέρες

Γ) Για νησιά, έως 3 ημέρες

Για τους εργαζόμενους με 6ήμερο:

Α) 100-200χλμ, μία εργάσιμη ημέρα

Β) 201-400χλμ, 2 εργάσιμες ημέρες

Γ) 401χλμ και άνω, 3 εργάσιμες ημέρες

Γ) Για νησιά, έως 3 ημέρες.

  • Άδεια αναπήρων: Είναι διάρκειας 6 εργασίμων ημερών και χορηγείται σε αναπήρους με ποσοστό αναπηρίας μεγαλύτερο του 50%, οι οποίοι υπάγονται στις διατάξεις του άρθ.1 παρ.1 περ. β΄ εδ. α' του Ν. 2643/98.

Απόλυση. Τι δικαιούται ο εργαζόμενος;

Πέραν των όσων έχουν αναφερθεί ανωτέρω, ο εργαζόμενος δικαιούται σε περίπτωση καταγγελίας της σύμβασης από πλευράς εργοδότη και αποζημίωσης απόλυσης, με εξαίρεση την περίπτωση στην οποία απολυθεί εντός του 1ου έτους από την ημερομηνία έναρξης της συμβάσεως, χρόνος που θεωρείται δοκιμαστική περίοδος. Το ποσό που δικαιούται εξαρτάται από το αν ο εργαζόμενος είναι μισθωτός ή ημερομίσθιος αλλά και από τη διάρκεια απασχόλησής του μέχρι την καταγγελία της σύμβασης εργασίας.

Αξίζει να αναφερθεί επίσης, σε περίπτωση που ο εργαζόμενος είναι μισθωτός, ο εργοδότης δύναται να καταγγείλει τη σύμβαση προειδοποιώντας τον εργαζόμενο σε διάστημα ανάλογο της χρονικής διάρκειας της απασχόλησής του. (βλ. κάτωθι)

Τα ποσά αποζημιώσεων και προειδοποιήσεων για τους μισθωτούς ορίζονται με βάση τους παρακάτω πίνακες:

Open Image Modal
Open Image Modal

Αντίστοιχα, για τους ημερομισθίους για τους οποίους όπως αναφέραμε δεν υφίσταται θέμα προειδοποίησης για την καταγγελία της σύμβασης, παρατίθεται ο παρακάτω πίνακας αποζημιώσεων:

Open Image Modal

Σε κάθε περίπτωση, είτε αναφερόμαστε σε μισθωτούς είτε σε ημερομισθίους τα ανωτέρω ποσά προσαυξάνονται κατά το 1/6 για τον υπολογισμό της αποζημίωσης απόλυσης.

Για την καταβολή της αποζημίωσης, ο εργοδότης δύναται να καταβάλλει το ποσό σε διμηνιαίες δόσεις, εφόσον αυτή υπερβαίνει τους 2 μισθούς. Η πρώτη δόση καταβάλλεται κατά την ημερομηνία λήξης της σύμβασης λόγω της καταγγελίας και δε μπορεί να υπολείπεται των 2 μισθών έκαστη, πλην της τελευταίας δόσης.

Μπορεί η απόλυση να θεωρηθεί άκυρη ή καταχρηστική;

Η νομολογία περί άκυρης ή καταχρηστικής απολύσεως είναι αρκετά πλούσια.

Παρ' όλα αυτά ενδεικτικά, αναφέρεται πρωτίστως ότι άκυρη είναι μία απόλυση εφόσον δεν καταβληθεί η αποζημίωση απόλυσης.

Αντίστοιχα, άκυρη μπορεί να χαρακτηριστεί μία απόλυση εφόσον κριθεί καταχρηστική.

Περιπτώσεις καταχρηστικής απόλυσης υφίστανται (ενδεικτικά) στις εξής περιπτώσεις:

  • Όταν υπερβαίνονται τα όρια της καλής πίστης ή χρηστών ηθών, π.χ. για λόγους εκδίκησης.
  • Όταν ο εργαζόμενος διεκδικεί δικαστικά τις αξιώσεις του (π.χ. οφειλόμενες αμοιβές).
  • Όταν ο εργοδότης έχει παράνομες απαιτήσεις.
  • Τέλος, άκυρη θεωρείται μία απόλυση εφόσον απαγορεύεται ρητώς από τη νομοθεσία.

Τέτοιες περιπτώσεις (ενδεικτικά) είναι:

  • Απόλυση εγκύου. Απαγορεύεται η απόλυση τόσο κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης όσο και για διάστημα 18 μηνών μετά τον τοκετό ή για χρόνο μεγαλύτερο του διαστήματος αυτού εφόσον προκύψει ασθένεια που οφείλεται στον τοκετό τόσο για τον υπάρχων εργοδότη όσο και για τους επόμενους εργοδότες μέχρι συμπληρώσεως του χρόνου αυτού, εκτός αν συντρέχει σπουδαίος λόγος για καταγγελία.
  • Εργαζόμενοι σε άδεια. Απαγορεύεται η απόλυση μισθωτού που έγινε κατά τη διάρκεια της κανονικής του άδειας.
  • Απόλυση στρατευμένου. Δεν αποτελεί λόγο καταγγελία σύμβασης η στράτευση του εργαζομένου.
  • Απόλυση συνδικαλιστικών στελεχών. Απαγορεύεται η απόλυσή τους χωρίς απόφαση αρμόδιας επιτροπής.
  • Απόλυση ΑμΕΑ. Απαγορεύται η απόλυσή τους χωρίς απόφαση αρμόδιας επιτροπής.

Από τα παραπάνω προκύπτει ότι η εργασιακή σχέση προβλέπει μία σειρά υποχρεώσεων και δικαιωμάτων που απορρέουν απ' αυτή τόσο για τους εργαζόμενους όσο και για τους εργοδότες. Σε περίπτωση που υφίστανται διαφορές, που άπτονται της εργασιακής σχέσης, αρμόδια προς επίλυση όργανα είναι πρωτίστως τα κατά τόπους γραφεία Επιθεώρησης Εργασίας, τα οποία έχουν και συμβουλευτικό χαρακτήρα. Σε περίπτωση μη επίλυσης των εργασιακών διαφορών το λόγο παίρνουν τα Δικαστήρια, όπου εκεί κρίνονται μεταξύ άλλων θέματα ακυρότητας ή μη της καταγγελίας της σύμβασης, θέματα υπερημερίας κ.ο.κ.