Πιλοτές: Η «αχίλλειος πτέρνα» των παλιών οικοδομών στους σεισμούς

Μεγάλη σεισμική επικινδυνότητα παρουσιάζουν βέβαια και τα παλιά λιθόκτιστα σπίτια σε ζώνες αυξημένης σεισμικότητας, των οποίων όμως η ενδεχόμενη κατάρρευση θα προκαλέσει πολύ μικρότερο αριθμό θυμάτων από αυτά μιας πολυκατοικίας με πιλοτή. Επομένως η οποιαδήποτε σεισμική ενίσχυση των παλιών οικοδομών για την οποία η Πολιτεία θα πρέπει να λάβει μέτρα είναι ανάγκη να ξεκινήσει από τα παλιά κτίρια με πιλοτή για τους εξής δύο λόγους: (α) Επειδή οι ενισχύσεις περιορίζονται στο ανοιχτό ισόγειο του κτιρίου, δεν υπάρχει ανάγκη προσωρινής μετεγκατάστασης των ενοίκων όπως θα απαιτείτο σε πολυκατοικίες χωρίς πιλοτή (β) Είναι πολύ οικονομικότερη από ενισχύσεις αντίστοιχων κτιρίων με κλειστά ισόγεια, επειδή μπορεί να περιοριστεί μόνο στο ελεύθερο ισόγειο και ενδεχομένως και στη θεμελίωση.
|
Open Image Modal
AFP via Getty Images

Οι πρόσφατοι σεισμοί στην Ιταλία αλλά και στα Ιόνια νησιά, την πιο σεισμογόνο περιοχή της χώρας μας, φέρνουν στο προσκήνιο το βασικό θέμα της σεισμικής ασφάλειας των οικοδομών μας. Έχουμε γράψει και στο παρελθόν, όταν τους Έλληνες ταλάνιζαν οι διάφορες «προγνώσεις» σεισμών, πως προστασία από τους σεισμούς παρέχουν μόνο οι σωστές αντισεισμικές κατασκευές. Με το παρόν άρθρο θέλουμε να επισημάνουμε ακόμα μια φορά (α) την αυξημένη σεισμική επικινδυνότητα που παρουσιάζουν τα παλαιότερα κτίρια με «μαλακό» ισόγειο, όπως είναι τα κτίρια με πιλοτή ή γενικότερα κτίρια με ισόγεια χωρίς τοίχους, (β) ότι ειδικά στα κτίρια αυτά ο κίνδυνος αυτός μπορεί εύκολα και με μικρή δαπάνη να μειωθεί, και (γ) την αδράνεια της πολιτείας και την άγνοια του κοινού ως προς το πρόβλημα αυτό. Στόχος μας είναι να ευαισθητοποιηθεί κάποια στιγμή η Πολιτεία και το κοινό ώστε να μη θρηνήσουμε θύματα από καταρρεύσεις τέτοιων κτιρίων, σε μελλοντικούς σεισμούς.

Θα ξεκινήσουμε τονίζοντας ότι τα καινούργια κτίρια, δηλ. αυτά που έχουν μελετηθεί με τους σύγχρονους Κανονισμούς, αλλά και σε μικρότερο βαθμό εκείνα που μελετήθηκαν με τον τροποποιημένο το 1984 παλιό Αντισεισμικό Κανονισμό, είτε έχουν πιλοτή είτε όχι, έχουν ικανοποιητική σεισμική ασφάλεια. Το πρόβλημα εντοπίζεται γενικά στα παλιότερα κτίρια με πιλοτή, δηλ. αυτά που μελετήθηκαν με τους παλιούς Κανονισμούς και μέχρι το 1984 που έγινε η πρώτη τροποποίηση του Αντισεισμικού μας Κανονισμού. Έχει αποδειχθεί, τόσο από τις πολλές καταρρεύσεις τέτοιων κτιρίων στους σεισμούς των τελευταίων δεκαετιών στη χώρα μας και διεθνώς, όσο και από συγκριτικές μελέτες, ότι τα κτίρια αυτά αποτελούν την πιο τρωτή κατηγορία κτιρίων οπλισμένου σκυροδέματος.

Για να γίνει αντιληπτό το μέγεθος του προβλήματος θα επισημάνουμε πως έχει υπολογιστεί ότι η σεισμική αντοχή των κτιρίων αυτών είναι πολλές φορές μικρότερη (3, 4 ή παραπάνω) από την αντοχή αντίστοιχων νέων κτιρίων. Μια τέτοια διαφορά, που στην πραγματικότητα είναι ακόμα μεγαλύτερη γιατί στους υπολογισμούς δεν λήφθηκε υπόψη η μείωση της αντοχής των παλιών κτιρίων λόγω διάβρωσης οπλισμού αλλά και κακοτεχνιών, πολύ συχνών την εποχή κατασκευής των, δεν είναι κοινωνικά αποδεκτή.

Μεγάλη σεισμική επικινδυνότητα παρουσιάζουν βέβαια και τα παλιά λιθόκτιστα σπίτια σε ζώνες αυξημένης σεισμικότητας, των οποίων όμως η ενδεχόμενη κατάρρευση θα προκαλέσει πολύ μικρότερο αριθμό θυμάτων από αυτά μιας πολυκατοικίας με πιλοτή. Επομένως η οποιαδήποτε σεισμική ενίσχυση των παλιών οικοδομών για την οποία η Πολιτεία θα πρέπει να λάβει μέτρα είναι ανάγκη να ξεκινήσει από τα παλιά κτίρια με πιλοτή για τους εξής δύο λόγους: (α) Επειδή οι ενισχύσεις περιορίζονται στο ανοιχτό ισόγειο του κτιρίου, δεν υπάρχει ανάγκη προσωρινής μετεγκατάστασης των ενοίκων όπως θα απαιτείτο σε πολυκατοικίες χωρίς πιλοτή (β) Είναι πολύ οικονομικότερη από ενισχύσεις αντίστοιχων κτιρίων με κλειστά ισόγεια, επειδή μπορεί να περιοριστεί μόνο στο ελεύθερο ισόγειο και ενδεχομένως και στη θεμελίωση. Επισημαίνουμε εδώ ότι οι ενισχύσεις αυτές, παρόλο που δεν πετυχαίνουν τα σημερινά επίπεδα ασφάλειας (αυτό θα απαιτούσε πολύ πιο εκτεταμένες επεμβάσεις), «θεραπεύουν» όμως την «αχίλλειο πτέρνα» της πιλοτής.

Οι ενισχύσεις αυτές μπορούν να γίνουν χωρίς οικονομική επιβάρυνση του Δημοσίου με κάλυψη της μικρής σχετικά δαπάνης από τους ιδιοκτήτες των οικοδομών. Αρκεί η Πολιτεία να λάβει μια σειρά διοικητικών και οικονομικών μέτρων, όπως π.χ. να ορίσει ένα χρονικό ορίζοντα για την ενίσχυση π.χ. 20ετίας, να ρυθμίσει νομοθετικά την αναγκαία πλειοψηφία για λήψη σχετικής απόφασης ιδιοκτητών πολυκατοικίας, να δώσει οικονομικά κίνητρα, να απλουστεύσει την έκδοση της σχετικής πολεοδομικής άδειας, να μειώσει το κόστος μελέτης με τη δημοσίευση τυποποιημένων λύσεων, κλπ. Ανάλογα μέτρα έχουν ληφθεί στο Λος Άντζελες, στο Σαν Φραντσίσκο και αλλού.

Κλείνοντας θα σημειώσουμε πως λεπτομερές σχετικό υπόμνημα είχε σταλεί το 2008 από τον ΟΑΣΠ στο ΥΠΕΧΩΔΕ (Α.Π.1329.18/7/2008) που δυστυχώς αρχειοθετήθηκε στον γνωστό κάλαθο! Ευχόμαστε να μη χρειαστεί μελλοντικά να γίνει επίκληση ανωτέρας βίας ή άγνοιας του σοβαρού αυτού προβλήματος από τους Υπευθύνους. Η αντισεισμική προστασία απαιτεί σοβαρή αντιμετώπιση με μακροπρόθεσμο σχεδιασμό και ενέργειες, χαρακτηριστικά που δυστυχώς λείπουν από τη χώρα μας. Αντ' αυτού, ο αρμόδιος Υπουργός ιδρύει ένα εντελώς άχρηστο νέο Ινστιτούτο σεισμικών ερευνών* για λόγους που ο ίδιος γνωρίζει αλλά και εμείς μαντεύουμε....

*Βλ. σχετικό άρθρο: (ΤΟ ΒΗΜΑ 13/10/2016) ή (ΤΑ ΝΕΑ-έντυπη έκδοση 20-10-2016)