Το γεγονός της Γέννησης όπως περιγράφεται στο Ευαγγέλιο είναι ελάχιστα θεαματικό (Μτ 1, 18-25· Λκ 2, 1-21). Κανένα εντυπωσιακό σκηνικό, κανένας υπερφυσικός κρότος δεν συνοδεύει την παρουσία του Θεού. Σε αυτήν ακριβώς τη χαμηλόφωνη ηρεμία και στον απέριττο ρεαλισμό του γεγονότος, ανιχνεύεται το πνευματικό του βάθος, το οποίο συχνά παραμένει αθέατο μέσα στη θορυβώδη, πολύχρωμη και κυρίως καταναλωτική περίοδο των Xmas Holidays. Η θρησκευτική φαντασία θα περίμενε από τον Βασιλέα του ουρανού και της γης, τον Κύριο της ζωής και του θανάτου, να εισέλθει στην ιστορία φορτωμένος με τα διάσημα της υπερβατικής του εξουσίας, ώστε όλοι να υποταχθούν στη δόξα του. Οι βιβλικές διηγήσεις, όμως, δεν αφήνουν περιθώρια για ατομικές ή συλλογικές φαντασιώσεις εξουσίας, δύναμης και υπεροχής. Και αυτό γιατί στην προκειμένη περίπτωση δεν είναι ο άνθρωπος που ζωγραφίζει τον Θεό του, προβάλλοντας σ' αυτόν τις ανάγκες, τους φόβους και τις φιλοδοξίες του, αλλά είναι ο Θεός που αποκαλύπτεται όπως ακριβώς είναι: μια προσωπική ύπαρξη που απευθύνεται ελεύθερα σε ελεύθερους ανθρώπους για να στερεώσει μαζί τους μια σχέση αγάπης.
Αν ο Θεός ερχόταν πάνω σε πύρινα άρματα από τον ουρανό, κραδαίνοντας κεραυνούς και απειλές, ποιος θα τολμούσε να μην δεχθεί τη θεότητά του; Όμως, αυτή η αποδοχή δεν θα ήταν αποτέλεσμα ελεύθερης επιλογής και αγάπης αλλά υποταγής και φόβου. Η αντισυμβατικότητα που εδώ μπορεί να χαρακτηριστεί και αντιθρησκευτικότητα του γεγονότος της Γέννησης έγκειται σε αυτό που αποτελεί αφορμή δοξολογίας και ευγνωμοσύνης: ότι ο βιβλικός Θεός αντί να ζητά την πίστη του ανθρώπου, όπως συνήθως προτείνουν οι θρησκείες, εκδηλώνει τη δική του αγάπη, τη δική του πίστη και τον δικό του σεβασμό στον άνθρωπο, αποφασίζοντας να γίνει ένα με το δημιούργημα, να συναντηθεί μαζί του πρόσωπο με πρόσωπο, να περπατήσει, να συνομιλήσει, να πονέσει και να γευτεί τον θάνατο μαζί του.
Η γέννηση του Ιησού στη Βηθλεέμ και όχι στον τόπο καταγωγής του, τη Ναζαρέτ, αν και φαίνεται προϊόν ενός αστάθμητου παράγοντα, όπως ήταν η απογραφή, υποδηλώνει πως ο Λόγος αν και εισέρχεται στον χρόνο, αυτός ανήκει στην αιωνιότητα: πως ήρθε σαν ένας μετανάστης του ουρανού και σαν κοινωνικά απόβλητος και κατατρεγμένος μετανάστης έμελλε να πορευθεί σε ολόκληρο τον επίγειο βίο του. Το κρύο και το σκοτάδι που πλαισιώνουν απειλητικά τις πρώτες στιγμές του βρέφους υπογραμμίζουν την αντίθεση στη ζεστασιά της αυτοφανερούμενης θείας αγάπης και στο πυκνό σκοτάδι του κακού, της πνευματικής τυφλότητας και της άγνοιας που απειλούσε να καταπιεί την ανθρωπότητα. Η πιο κρύα και σκοτεινή στιγμή της νύχτας είναι ακριβώς λίγο προτού οι πρώτες ακτίνες του ήλιου αρχίσουν να διαπερνούν το σκοτάδι, προαναγγέλλοντας τη θεραπευτική θαλπωρή και το λαμπρό φως της μέρας που εξασφαλίζει τη διατήρηση της ζωής.
Αν κάποιος αναλογιστεί το ιστορικό και πνευματικό αδιέξοδο της εποχής, κατά την οποία συντελέστηκε η ενανθρώπηση, δεν είναι δύσκολο να κατανοήσει γιατί στο γεγονός της Βηθλεέμ υμνολογείται η ανατολή του «Ηλίου της δικαιοσύνης». Ο στάβλος που δίνει πρόσκαιρη στέγη στο βρέφος υπαινίσσεται πως η ένσαρκη αλήθεια είναι καταδικασμένη να περιπλανιέται δίχως προνόμια και ανέσεις στον κόσμο. Και ακόμη, ο ευτελής, ολόγυμνος από οποιοδήποτε στολίδι, χώρος της γέννησης αισθητοποιεί την «κένωση», δηλαδή το εκούσιο άδειασμα του Λόγου από την ουράνια δόξα, την εκούσια και απόλυτη ταπείνωση.
Αν ο Θεός ερχόταν πάνω σε πύρινα άρματα από τον ουρανό, κραδαίνοντας κεραυνούς και απειλές, ποιος θα τολμούσε να μην δεχθεί τη θεότητά του;
Οι πνευματικές πτυχές και συνέπειες του γεγονότος της Γέννησης γίνονται και πάλι σαφέστερες σε αντιδιαστολή προς τις συμβατικές θεωρητικές, νομικές και ηθικές θρησκευτικές επιταγές. Συχνά, οι θρησκείες (συμπεριλαμβανομένης και της θρησκειοποιημένης χριστιανοσύνης) στηρίζουν το διχαστικό τους κύρος στη διάκριση μεταξύ ιερού και βέβηλου, καλού και κακού, ηθικού και ανήθικου, που ορθώνουν και ενισχύουν εξουσιαστικές ιεραρχικές δομές. Με την ενσάρκωσή του ο Χριστός δεν εγκαινιάζει μια ακόμη μεταφυσική κοσμοθεωρία, δε νομιμοποιεί κανέναν εξουσιαστικό μηχανισμό και καμιά βία ακόμη και στο όνομά Του, ούτε εγκλωβίζει τη ζωή και τη συμπεριφορά του ανθρώπου σε ασπρόμαυρα σχήματα αξιόμισθων αρετών και αξιόποινων αμαρτημάτων.
Αντιθέτως, πραγματώνει την αποκατάσταση της τραυματισμένης, χαμένης ή και συκοφαντημένης -συχνά από την ίδια τη θρησκευτικότητα και τους θεσμικούς διαχειριστές της- σχέσης ανάμεσα στον Δημιουργό και τη δημιουργία. Πράγματι, η εικονιστική γλώσσα της Βίβλου περιγράφει τη Γέννηση του Χριστού ως κατεδάφιση του μεσότοιχου που μέχρι τότε χώριζε τα άνω με τα κάτω, τον ουρανό και τη γη, το επέκεινα και το ενθάδε, την αιωνιότητα και τη χρονικότητα, τον Θεό και τον άνθρωπο. Εντέλει, η ενανθρώπηση του Θεού σημαίνει την ανανεωμένη δυνατότητα του ανθρώπου να ανακαλύψει και να γίνει αυτό που είναι: ένας ζωντανός θεολογικός τόπος ή η επίγεια εικόνα του Θεού. Και ο άνθρωπος γίνεται αυτός που είναι ασκώντας ένα όχι ηθικό αλλά υπαρξιακό άθλημα ελευθερίας, το οποίο εν προκειμένω σημαίνει να συμμερίζεται ρεαλιστικά και μεταφορικά την άοπλη αθωότητα και την αφοπλιστική τρυφερότητα του νεογέννητου Ιησού· σημαίνει να επιλέγει συνειδητά την αγάπη.
Φωτογραφία: Giotto, Η Γέννηση (λεπτομέρεια). 14ος αι.