Ένα θέμα που απασχόλησε ιδιαίτερα την πολιτική ζωή της χώρας μέσα στο 2016 ήταν οι εξελίξεις στον πολύπαθο χώρο της Κεντροαριστεράς. Πρόκειται για έναν πολιτικό χώρο που έχει απασχολήσει ουκ ολίγο την εγχώρια πολιτική αρθρογραφία από την στιγμή που δέχτηκε το πρώτο ηχηρό εκλογικό χαστούκι στις εκλογές του 2012. Γιατί, όμως, επιμένουμε για 5η χρονιά να μιλάμε για την Κεντροαριστερά και για το μέλλον της;
Πρώτα από όλα, συνεχίζουμε να στεκόμαστε στην Κεντροαριστερά γιατί οι περισσότεροι Έλληνες αυτοπροσδιορίζονται ως Κεντροαριστεροί. Επίσης, μετά την ραγδαία απονομιμοποίηση του αφηγήματος που άρθρωσε ο ΣΥ.ΡΙΖ.Α. τον καιρό που βρισκόταν στην αντιπολίτευση και την προώθηση μιας σκληρής δημοσιονομικής πολιτικής χωρίς την ύπαρξη μίας αχτίδας φωτός στον ορίζοντα, οι εξελίξεις στην Κεντροαριστερά ενδέχεται να επηρεάσουν σημαντικά το πολιτικό σκηνικό μέσα στον νέο χρόνο.
Τα κόμματα των ομάδων
Στα εσωτερικά της ελληνικής Σοσιαλδημοκρατίας, η κυριότερη ασθένεια που αντιμετωπίζει ο χώρος δεν είναι άλλη από την ανούσια ομαδοποίηση. Η ομαδοποίηση αυτή, συστατικό στοιχείο του νεότευκτου ΠΑ.ΣΟ.Κ. στη δεκαετία του 1970, έχει οδηγήσει τον χώρο στην εμφανή ή λανθάνουσα διάσπαση. Κόμματα, κινήσεις, δεξαμενές σκέψης (think tanks) και ομάδες εντός των κομμάτων είναι προβλήματα μίας Κεντροαριστεράς που παράγει περισσότερα μεγαλοστελέχη από όσα μπορεί να αντέξει το μικρό της εκλογικό ποσοστό.
Πολλοί που ασχολούνται με την συγκεκριμένη πολιτική οικογένεια ενεργά, συνήθως, στέκονται πίσω από τις επιδιώξεις ενός και μόνο προσώπου, κατάσταση που μόνο λειτουργική δεν είναι. Ορισμένα αξιόλογα στελέχη έχουν πολλά να προσφέρουν σε επίπεδο συζητήσεων και διαμόρφωσης μίας σαφούς ιδεολογικής ταυτότητας ή μίας εναλλακτικής πρότασης για έξοδο από την Κρίση. Αναλώνονται, όμως, στην προσπάθεια προσωπικής δικαίωσης ή στην αναρρίχηση στα υψηλά κλιμάκια κομματικών μηχανισμών, που δεν έχουν σημαντική επιρροή στην ελληνική κοινωνία.
Όσο η ελληνική Κεντροαριστερά έχει πλεόνασμα επίδοξων ηγετών, τόσο θα βρίσκεται αντιμέτωπη με ένα έλλειμμα λαϊκής υποστήριξης. Αν κάποιοι ηγέτες του παρελθόντος εμμένουν στη θέληση να δικαιωθούν για τις επιλογές τους, ακόμα και αν οι εξελίξεις τους έχουν ήδη δικαιώσει ή κάποια μικρά σε απήχηση στελέχη δεν αγωνίζονται χωρίς την προϋπόθεση να τους δοθεί κάποιο αξίωμα, ο κόσμος θα γυρνά την πλάτη στον χώρο που δεν ψάχνει κάτι να του πει, αλλά κάποιον να του παρουσιάσει.
Το ΠΑ.ΣΟ.Κ. του μέλλοντος
Ταυτόχρονα, πολλά έχουν ειπωθεί και έχουν γραφτεί για τον ηγεμονικό παράγοντα ΠΑ.ΣΟ.Κ. στην Κεντροαριστερά. Το ΠΑ.ΣΟ.Κ., πιο επιτυχημένο από κάθε άλλο κόμμα στην Γ' Ελληνική Δημοκρατία και πιο δαιμονοποιημένο από όλα τα υπόλοιπα στη διάρκεια της Κρίσης, δε μπορεί να αγνοηθεί σε κάθε συζήτηση η οποία αφορά τον χώρο που το ίδιο διαμόρφωσε στην Ελλάδα. Σήμερα, το συγκεκριμένο κόμμα αντιμετωπίζεται ως ένα cult κόμμα, το οποίο συνδέθηκε με το κιτς της δεκαετίας του 1980 και με την κορύφωση του ιδιωτικού δανεισμού στα τέλη της δεκαετίας του '90 και στις αρχές της νέας χιλιετίας.
Η αντιμετώπιση του ΠΑ.ΣΟ.Κ., ως κόμμα μιας καταναλωτικής belle époque μόνο κακό μπορεί να κάνει στη συγκεκριμένη πολιτική παράταξη. Πολλά μέλη που παραμένουν ακόμα στο ΠΑ.ΣΟ.Κ. νιώθουν καλά με την αποτύπωση του Κινήματος με αυτό τον τρόπο στη συλλογική μνήμη. Η αλήθεια, όμως, είναι πως η ανάμνηση εύκολα μπορεί να καταλήξει σε μνημόσυνο. Αν τα μέλη του συγκεκριμένου κόμματος έχουν σκοπό την επιβίωσή του μπορούν να υπερασπιστούν σοβαρά τα πεπραγμένα του. Έχοντας καταφέρει να ανατρέψουν τον αφορισμό «κλέφτες» πριν το 2004, μπορούν να αντιμετωπίσουν την τωρινή κατάσταση ακόμη και αν βρίσκονται σε Κρίση.
Δεν είναι, όμως, λίγοι εκείνοι που πιστεύουν ότι το brand name ΠΑ.ΣΟ.Κ. έχει χρεοκοπήσει και δεν μπορεί να σηματοδοτήσει μία θετική εξέλιξη στον χώρο της Κεντροαριστεράς. Το ίδιο το ΠΑ.ΣΟ.Κ., άλλωστε, προχώρησε αρχικά σε μία εκλογική συνεργασία με τη Δημοκρατική Αριστερά και τις Κινήσεις Πολιτών για να μεταξελιχθεί σε έναν νέο πολιτικό φορέα, του οποίου το ιδρυτικό συνέδριο αναμένεται εντός του 2017. Ωστόσο, απλά και μόνο η αλλαγή του brand name δεν πρόκειται να σηματοδοτήσει κάτι καινούριο απαραίτητα. Όσο η ελληνική κοινωνία, βλέπει κάποια παλαιά στελέχη, χωρίς λαϊκή απήχηση πλέον, δεν πρόκειται να αγκαλιάσει το οποιοδήποτε εγχείρημα. Αλλά το σημαντικότερο είναι η διατύπωση ενός νέου ιδεολογικού αφηγήματος και μίας νέας προγραμματικής πρότασης που θα πείσει την κοινωνία, είτε αυτό το κόμμα λέγεται ΠΑ.ΣΟ.Κ., είτε όχι.
Λαϊκισμός και ετεροκαθορισμός
Στο χώρο της Κεντροαριστεράς υπάρχουν, επίσης, στελέχη και πολίτες που θεωρούν ως μεγαλύτερη ασθένεια της ελληνικής πολιτικής ζωής τον «λαϊκισμό». Έναν λαϊκισμό που έχει πολλαπλή νοηματοδότηση από αρνητική (Taguieff), μέχρι θετική (Laclau). Οι πολέμιοι του λαϊκισμού υιοθετούν τον όρο που εκφράστηκε από τον Taguieff και κάνει λόγο για την εξύμνηση του λαού και για την αντιπαράθεση με τις ελίτ. Οι ίδιοι, όμως, άνθρωποι δαιμονοποιούν τους λαϊκιστές, όπως κάνουν οι τελευταίοι με τις ελίτ, εξυμνώντας τους αντιλαϊκιστές. Είναι, πλέον, ολοφάνερο πως μία τέτοια προσπάθεια ιδεολογικής συγκρότησης δεν έχει απήχηση στην Κεντροαριστερά. Πέρα από το ότι ο λαϊκισμός και συνεπώς ο αντιλαϊκισμός δεν συνιστά ιδεολογία, είναι ανίκανος να οδηγήσει σε πολιτικό αποτέλεσμα, πέρα από μία ακαδημαϊκή συζήτηση, η οποία παρότι ενδιαφέρουσα και χρήσιμη καθίσταται αδιάφορη για τους περισσότερους.
Συγχρόνως, οι πολέμιοι του λαϊκισμού προβάλλουν συνήθως το πρόβλημα του ετεροκαθορισμού, όταν η Δημοκρατική Συμπαράταξη φαίνεται να στηρίζει κάποιες κυβερνητικές επιλογές. Θεωρούν, δηλαδή, ότι στην αδυναμία να διατυπώσει μία δική της άποψη, η Συμπαράταξη προσπαθεί να τηρήσει ίσες αποστάσεις απέναντι στην ΝΔ και τον ΣΥ.ΡΙΖ.Α. με αποτέλεσμα να ετεροκαθορίζεται. Αυτό, όμως, δεν είναι αρνητικό ή καλύτερα είναι απαραίτητο. Στην προεκλογική του ομιλία στο Σύνταγμα το 1981 ο Ανδρέας Παπανδρέου αναφέρει χαρακτηριστικά: «αντιπαρατάσσονται η Αλλαγή με τη συντήρηση, η εθνική ανεξαρτησία με την ξένη εξάρτηση, η ανάπτυξη με τον μαρασμό, η δημοκρατία με τον αυταρχισμό και το μονοκομματικό κράτος της Δεξιάς».
Το σημαντικότερο είναι η διατύπωση ενός νέου ιδεολογικού αφηγήματος και μίας νέας προγραμματικής πρότασης που θα πείσει την κοινωνία, είτε αυτό το κόμμα λέγεται ΠΑ.ΣΟ.Κ., είτε όχι.
Ακόμα, ο Κώστας Σημίτης στην Πάτρα το 1996 ανέφερε πως «θα πούμε επιχειρήματα για τη Νέα Δημοκρατία, έχουμε πολλά επιχειρήματα εναντίον της. Επιχειρήματα καταλυτικά. Ο λαός πρέπει να συγκρίνει τι κάναμε εμείς και τι έκαναν αυτοί, γιατί εμείς δημιουργήσαμε, ενώ αυτοί κατέστρεψαν». Ανατρέχοντας στα παραπάνω, θα διαπιστώσει κανείς πως ο ετεροκαθορισμός δεν είναι προβληματικός, αλλά απαραίτητος για τον κάθε πολιτικό χώρο που θέτει ένα διακύβευμα και καταδεικνύει τους πολιτικούς του αντιπάλους ως ανίκανους να το αντιμετωπίσουν.
Το αύριο της Κεντροαριστεράς
Ο χώρος της Κεντροαριστεράς μπορεί να ελπίζει σε ένα καλύτερο μέλλον υπό την προϋπόθεση να ανανεωθεί σε πρόσωπα και ιδέες, να απαντήσει στη δική του υπαρξιακή κρίση και να απαντήσει στα κρίσιμα ζητήματα της κοινωνίας, προωθώντας λύσεις με προοδευτικό πρόσημο στην Ελλάδα και την Ευρώπη. Δεν αρκεί στον χώρο της ελληνικής σοσιαλδημοκρατίας η δαιμονοποίηση της Δεξιάς ή της Αριστεράς του ΣΥ.ΡΙΖ.Α. για να έρθει στο προσκήνιο. Αν θέλει να ελπίζει, πρέπει να μη φοβηθεί με τον λαό, κατηγορώντας τον για ανευθυνότητα μέσα στην κρίση, αλλά να τον πλησιάσει και να του εξηγήσει με ποιον τρόπο και ποια βήματα θα μπορέσει να βγει από την Κρίση.
Η κατάσταση στην ελληνική πολιτική ευνοεί την ανάπτυξη της Κεντροαριστεράς, αν η τελευταία μπορέσει να προσεγγίσει το διόλου ευκαταφρόνητο ποσοστό του εκλογικού σώματος, το οποίο μέσα στην Κρίση άκουσε τις σειρήνες των ψεύτικων υποσχέσεων του Αλέξη Τσίπρα. Το μυστικό για την ελληνική Σοσιαλδημοκρατία είναι να στηριχθεί στους δύο πυλώνες που στηρίχθηκε και το ΠΑ.ΣΟ.Κ. Ο πρώτος αφορά την ικανοποίηση ενός μεγάλου κοινωνικού αιτήματος που φυσικά διαφέρει από το 1980 ή το 2000 και ο δεύτερος την ανανέωση του αντιδεξιού επιχειρήματος, απέναντι σε μία Νέα Δημοκρατία που διατηρεί στις τάξεις υπερσυντηρητικά στελέχη και σε έναν ΣΥ.ΡΙΖ.Α. που συγκυβερνά με το πιο υπερσυντηρητικό κόμμα μετά τη Χρυσή Αυγή.