Αποκρυσταλλώνοντας όσες εξελίξεις επηρέασαν την εξωτερική πολιτική του Ισραήλ το 2016, είναι σαφείς πλέον οι ενδείξεις ως προς το ποια θέματα θα απασχολήσουν τα ισραηλινά κέντρα αποφάσεων κατά τη διάρκεια της εξαιρετικά ενδιαφέρουσας χρονιάς που έρχεται.
Δυτική Όχθη και Παλαιστινιακό
Τον Ιούνιο του 2017 θα συμπληρωθούν πενήντα χρόνια από τον Πόλεμο των Έξι Ημερών και την κατάληψη της Ανατολικής Ιερουσαλήμ, της Δυτικής Όχθης και των Υψωμάτων του Γκολάν από τον ισραηλινό στρατό. Εκείνες οι έξι μέρες του Ιουνίου του 1967 σημάδεψαν την νεώτερη Ιστορία της Μέσης Ανατολής, τη φυσιογνωμία του ισραηλινού κράτους, αλλά και τη μακρά πορεία του άλυτου Παλαιστινιακού. Αν και η αρχική σκέψη της τότε πολιτικής ηγεσίας του Ισραήλ ήταν να επιστραφούν οι κατεχόμενες περιοχές με αντάλλαγμα την υπογραφή συνθηκών ειρήνης με τις γειτονικές αραβικές χώρες - αυτό συνέβη μόνο με την Αίγυπτο του Ανουάρ Σαντάτ και τη συνθήκη του Καμπ Ντέηβιντ.
Από την άλλη πλευρά, το ευρύ εποικιστικό πρόγραμμα που ανέπτυξε το Ισραήλ στη Δυτική Όχθη και στην Ανατολική Ιερουσαλήμ καθ' όλη τη διάρκεια των δεκαετιών που μεσολάβησαν, αποτέλεσε το κύριο αγκάθι όλων των ειρηνευτικών προσπαθειών επίλυσης της Αραβοϊσραηλινής διένεξης. Η πρόσφατη απόφαση 2334 του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ, την έγκριση της οποίας οι ΗΠΑ δεν εμπόδισαν, υπενθυμίζει στους εκφραστές των νέο-ρεβιζιονιστικών τάσεων της ισραηλινής εγχώριας πολιτικής σκηνής ότι η διεθνής κοινότητα επιμένει πως η αρχή «Δύο Έθνη - Δύο Κράτη» αποτελεί αδιαπραγμάτευτο πυλώνα επίλυσης του Παλαιστινιακού, με τελικό σκοπό τη δημιουργία ανεξάρτητου παλαιστινιακού κράτους, βάσει της οριογραμμής που ίσχυε πριν τον Πόλεμο του Ιουνίου του 1967.
Πενήντα χρόνια μετά, το Ισραήλ καλείται να αντιμετωπίσει ακόμα μια φορά τις συνέπειες μίας στρατιωτικής νίκης, τα αποτελέσματα της οποίας δείχνουν να μην μπορούν να τύχουν διεθνούς νομιμοποίησης - ούτε καν εκ μέρους της προστάτιδάς του, υπερδύναμης. Είναι γεγονός ότι το 2016 η κυβέρνηση Νετανιάχου κέρδισε πολλαπλούς διπλωματικούς πόντους: εξομάλυνση των σχέσεων με Τουρκία, στρατιωτική συνεργασία με τη Ρωσία σε ό,τι αφορά στην κατάσταση στη Συρία, διεύρυνση των σχέσεων με την αναδυόμενη οικονομικά Ινδία, ανανέωση των διαύλων επικοινωνίας με χώρες της Αφρικής, εμβάθυνση της συνεργασίας με Αίγυπτο και Ιορδανία στον τομέα της καταπολέμησης της τρομοκρατίας, διατήρηση του άξονα συνεργασίας με Ελλάδα και Κύπρο. Ωστόσο, η εποικιστική δραστηριότητα στην Δυτική Όχθη και η παγιοποίηση της στασιμότητας στην ειρηνευτική διαδικασία στο Παλαιστινιακό επιστρέφουν ως μπούμερανγκ στην ισραηλινή εξωτερική πολιτική, αμαυρώνοντας την όποια καλή εικόνα διαμόρφωσε η χώρα στην διεθνή διπλωματική σκηνή κατά τη διάρκεια της τελευταίας χρονιάς.
Σχέσεις Ισραήλ - ΗΠΑ
Είναι γεγονός ότι κατά το 2016, όπως και καθ' όλη την οκταετία της διακυβέρνησης Ομπάμα, οι σχέσεις Ισραήλ-ΗΠΑ δοκιμάσθηκαν. Οι επίμονες προσπάθειες του Αμερικανού Υπουργού Εξωτερικών Τζον Κέρι να αναβιώσει την ειρηνευτική διαδικασία των συμφωνιών του Όσλο μεταξύ του Ισραήλ και της Παλαιστινιακής Αρχής αντιμετώπισαν έντονες αντιδράσεις εκ μέρους των ισραηλινών κυβερνήσεων υπό τον Νετανιάχου. Η απόφαση της Αμερικής να εξομαλύνει τις σχέσεις της με το Ιράν προβλημάτισε έντονα τους Ισραηλινούς. Η αμφιταλάντευση της Ουάσινγκτον όσον αφορά στη στάση που θα έπρεπε να τηρηθεί έναντι του καθεστώτος Άσαντ και του Ισλαμικού Κράτους στη Συρία και αλλού, προκάλεσε αμηχανία στο Τελ Αβίβ, που έβλεπε την άλλοτε «σίγουρη σύμμαχο» Αμερική ιδιαίτερα συγκρατημένη να προβεί σε δυναμικές καταλυτικές ενέργειες. Οπωσδήποτε, το 2016 δεν ήταν μία καλή χρονιά για τις σχέσεις Ισραήλ-ΗΠΑ, παρά το ότι η αμερικανική στρατιωτική βοήθεια δε μειώθηκε. Η διακυβέρνηση Ομπάμα έδωσε πολλές φορές την εντύπωση ότι θα ήθελε να απεγκλωβισθεί από το βάρος της υπέρμετρης στήριξης του Ισραήλ σε περιφερειακό επίπεδο, επειδή ακριβώς το Ισραήλ έδειχνε να αξιώνει από τις ΗΠΑ να προσαρμοσθούν εκείνες στις δικές του επιλογές - παρά το αντίθετο.
Το συριακό κουβάρι και οι σχέσεις Ρωσίας-Ισραήλ
Εν τέλει, η ενδυνάμωση της παρουσίας της Ρωσίας στη Συρία δεν αποτέλεσε απαραίτητα έναν κακό οιωνό για τα ισραηλινά συμφέροντα στην περιοχή - όπως αρχικά πιθανολογείτο. Ρωσία και Ισραήλ κατάφεραν να βρουν κοινή γλώσσα στην διαχείριση της συριακής κρίσης, συμφωνώντας κυρίως σε από κοινού παραλείψεις. Το Ισραήλ κατάφερε να κρατηθεί μακριά από τη συριακή λάσπη, καθιστώντας παράλληλα σαφές ότι δεν πρόκειται να επιτρέψει τη μεταφορά οπλισμού από τη Συρία προς την φιλοϊρανική Χεζμπολλάχ στον Νότιο Λίβανο - γεγονός το οποίο μέχρι τώρα φαίνεται πως απεφεύχθη.
Από την άλλη πλευρά, και ενόσω διαρκεί ο πόλεμος στη Συρία, το Ισραήλ, δεν αποκλείει το ενδεχόμενο, εφόσον κληθεί, να προστατεύσει την κοινότητα των Δρούζων στην Νότιο Συρία, ή ακόμα και την ευρύτερη αγροτική περιοχή που εκτείνεται νοτιοδυτικά της Δαμασκού, που κατοικείται από ομιλητές της Αραμαϊκής γλώσσας. Να σημειωθεί ότι ήδη από τον Σεπτέμβριο του 2014, το ισραηλινό Υπουργείο Εσωτερικών προέβη στην επίσημη αναγνώριση της - μέχρι πρότινος άγνωστης- «Κοινότητας των Αραμαίων», θέλοντας μεταξύ άλλων να τονισθεί προς εχθρούς και φίλους ότι το Ισραήλ αποτελεί «το μόνο μέρος της Μέσης Ανατολής, όπου οι Χριστιανοί μπορούν να αισθάνονται απόλυτα ασφαλείς».
Προφανώς, η αναγνώριση της χριστιανικής κοινότητας των Αραμαίων εκ μέρους του Ισραήλ έχει ποικίλες παραμέτρους. Ειδικότερα όμως, και σε ό,τι αφορά τον συριακό εμφύλιο, με την επίσημη αναγνώριση της κοινότητας των Αραμαίων και με την τόνωση του ενδιαφέροντος της κοινής γνώμης για την ασφάλεια των Δρούζων της Συρίας - με τους οποίους οι πλήρως ενσωματωμένοι στην ισραηλινή κοινωνία Δρούζοι του Βορείου Ισραήλ συνδέονται με δεσμούς αίματος - τοποθετήθηκε πολύ προσεκτικά και συστηματικά το πρώτο λιθαράκι μίας επιχειρηματολογίας που κατά πάσα πιθανότητα θα είναι ικανή να αιτιολογήσει μια ισραηλινή στρατιωτική ανάμιξη στις νοτιοδυτικές επαρχίες της Συρίας. Αρκεί φυσικά κάτι τέτοιο να ζητηθεί και να κριθεί απαραίτητο, και δη όχι απαραίτητα μόνο από τις ΗΠΑ. Κατά τη διάρκεια του 2016, και ενόσω οι αγριότητες του συριακού εμφυλίου γίνονταν γνωστές, δημοσίως στο Ισραήλ ειπώθηκαν πολλά, που δεν απέκλειαν καθόλου το ενδεχόμενο μίας στρατιωτικής ανάμειξης στις νότιες επαρχίες της Συρίας, και δη με έντονο ανθρωπιστικό πρόσημο.
Σχέσεις Ισραήλ-Τουρκίας και ο άξονας Ελλάδας-Κύπρου-Ισραήλ
Μία ακόμα σημαντική εξέλιξη αποτέλεσε η αποκατάσταση των διπλωματικών σχέσεων Ισραήλ-Τουρκίας, ύστερα από 6 χρόνια ψυχρότητας. Αν και στην πραγματικότητα η διμερής συνεργασία στους τομείς της οικονομίας και της ανταλλαγής πληροφοριών για την αντιμετώπιση της ισλαμιστικής τρομοκρατίας δεν διεκόπη ποτέ, η αποκατάσταση του διπλωματικού διαύλου επικοινωνίας θέτει ξανά στο προσκήνιο τη συνεργασία των δύο χωρών σε ό,τι αφορά την ανοικτή συριακή πληγή, αλλά και το πώς θα διαχειριστούν τις ευκαιρίες που αναφύονται στον τομέα της ενέργειας στην Ανατολική Μεσόγειο. Η Τουρκία επιθυμεί να προσεταιρισθεί τον ισραηλινό παράγοντα στις ενεργειακές της επιδιώξεις, που συνδέονται άμεσα με εκείνες που αφορούν το μελλοντικό status quo στην Κύπρο.
Την ίδια στιγμή, το Ισραήλ προσπαθεί να διατηρήσει στάση ουδετερότητας στις διαφαινόμενες εξελίξεις στο Κυπριακό, θέλοντας να μην ψυχράνει τις σχέσεις του με την Ελλάδα και την Κυπριακή Δημοκρατία, δύο χώρες-μέλη της ΕΕ. Από την άλλη πλευρά όμως, η κυβέρνηση Νετανιάχου δεν μπορεί να αγνοήσει την διεισδυτικότητα του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν στη Γάζα. Όπως μάλιστα διαφάνηκε από πρόσφατη συνέντευξη του Τούρκου Προέδρου σε ισραηλινό τηλεοπτικό δίκτυο, η Τουρκία είναι διατεθειμένη να μεσολαβήσει προκειμένου οι σχέσεις Ισραήλ και Χαμάς να εξομαλυνθούν, τη στιγμή μάλιστα που το ζήτημα της διαδοχής του φθαρμένου πολιτικά Προέδρου της Παλαιστινιακής Αρχής, Μαχμούντ Αμπάς, καθίσταται ολοένα και περισσότερο επίκαιρο.
Απομένει να διαπιστωθεί εάν το Ισραήλ θα συνειδητοποιήσει ότι δεν θα ήταν σώφρον να παρασυρθεί υπέρμετρα στους αναθεωρητικούς σχεδιασμούς της Άγκυρας στη Μέση Ανατολή. Προφανώς Τουρκία και Ισραήλ έχουν να προασπίσουν ταυτόσημα συμφέροντα σε ό,τι αφορά το σχεδιασμό του μεταπολεμικού συριακού status quo. Ωστόσο, ο σχεδιασμός του περιφερειακού ενεργειακού χάρτη σε συνεργασία με τον ελληνικό παράγοντα και την ΕΕ αποτελεί εγγύηση για τη δημιουργία άρρηκτων δεσμών με την Ευρώπη, η οποία θα συνεχίζει να αποτελεί παράγοντα σταθερότητας, παρά τις όποιες ενδογενείς δυσκολίες αντιμετωπίζει σήμερα. Το ζητούμενο για την ισραηλινή πλευρά είναι να διαμορφώσει μία συμμαχία a la carte με την Τουρκία του Ερντογάν σε ό,τι αφορά τη Συρία και το πλέγμα των σχέσεων με τη Χαμάς και την Παλαιστινιακή Αρχή, χωρίς συγχρόνως να υποβαθμίζει την σημαντική και χρήσιμη σχέση συνεργασίας που ανέπτυξε την τελευταία 6ετία με την Ελλάδα, την Κύπρο (και κατ' επέκταση με την ΕΕ) στον τομέα της ενέργειας στην Ανατολική Μεσόγειο.
Εν αναμονή λοιπόν και της έκβασης των δικοινοτικών διαπραγματεύσεων για το Κυπριακό, το 2017 αναμένεται ιδιαίτερα διαφωτιστικό ως προς την ποιότητα του άξονα Ελλάδας-Κύπρου-Ισραήλ, αλλά και ως προς την διορατικότητα των πολιτικών ηγεσιών των χωρών αυτών.
Ο γρίφος Ντόναλντ Τραμπ
Ωστόσο, το μεγάλο ερωτηματικό που τίθεται στο παγκόσμιο πολιτικό σκηνικό του 2017 - και επ' αυτού σίγουρα θα γραφτούν πολλά κατά τη διάρκεια της νέας χρονιάς - είναι το εξής: Ποια θα είναι τελικά η εξωτερική πολιτική που θα εφαρμόσει ο νεοεκλεγείς Πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών Ντόναλντ Τραμπ.
Οι επιλογές των ΗΠΑ στη Μέση Ανατολή ανέκαθεν καθόριζαν την ισραηλινή εξωτερική πολιτική. Εφόσον πραγματοποιηθούν οι γενναιόδωρες προεκλογικές υποσχέσεις Τραμπ προς τις ήδη ενισχυμένες νέο-ρεβιζιονιστικές τάσεις της ισραηλινής πολιτικής σκηνής, τότε πράγματι θα αλλάξουν άρδην όλα όσα ξέραμε μέχρι σήμερα γύρω από τη διαχείριση του Παλαιστινιακού προβλήματος - και κατ' επέκτασιν, όλα όσα ξέραμε για την αμερικανική πολιτική στην περιοχή εν γένει.
Χωρίς καμία αμφιβολία, το 2017 αναμένεται να είναι μία εξαιρετικά ενδιαφέρουσα χρονιά, όσον αφορά την κατάσταση στη Μέση Ανατολή, αφού από τις 20 Ιανουαρίου και εντεύθεν, θα αρχίσουν να επιλύονται οι γρίφοι όλων όσων δήλωσε ο Ντόναλντ Τραμπ, λίγο πριν και λίγο μετά την εκλογή του.