Είδα: Τη «Δίκη του Κ.» σε σκηνοθεσία Θωμά Μοσχόπουλου

Έχουμε και λέμε• ένα ιστορικό, μα αυτοδιαχειριζόμενο θέατρο. Ένας θίασος νεότερων ή «άγνωστων» ηθοποιών. Κι ένα μη θεατρικό έργο, κρυπτικό έως δύσπεπτο. Κι όμως, παρά τα δεδομένα εμπόδια και τον, εξ ορισμού, υψηλό βαθμό δυσκολίας, στο άθροισμά τους όλα αυτά κορυφώνονται στην (τουλάχιστον έως τώρα) παράσταση της σεζόν.
|
Open Image Modal
tospirto.net

Έχουμε και λέμε• ένα ιστορικό, μα αυτοδιαχειριζόμενο θέατρο. Ένας θίασος νεότερων ή «άγνωστων» ηθοποιών. Κι ένα μη θεατρικό έργο, κρυπτικό έως δύσπεπτο. Κι όμως, παρά τα δεδομένα εμπόδια και τον, εξ ορισμού, υψηλό βαθμό δυσκολίας, στο άθροισμά τους όλα αυτά κορυφώνονται στην (τουλάχιστον έως τώρα) παράσταση της σεζόν. Ο Θωμάς Μοσχόπουλος καταπιάνεται με το διασημότερο και πυκνότερο σε νοήματα έργο του Κάφκα και αξιοποιώντας κάθε διαθέσιμη δυνατότητα παραδίδει ένα εντελές ανέβασμα• παρότι η αναζήτηση του τέλειου στο θέατρο μπορεί να αποβεί έως και παραλυτική.

Απεναντίας, στην περίπτωση της «Δίκης του Κ.» μπορούμε να μιλάμε για ένα μηχανισμό που δεν χάνει κανένα χτύπο από το βιβλίο-σταθμό του 20ου αιώνα και συνάμα αποτελεί ένα θρίαμβο θεατρικότητας. Ξεκινώντας από τη διασκευή του έργου και τη διαχείριση της υπερεαλιστικής γραφής του- που σημειωτέον προσφέρει ανεξάντλητες δυνατότητες ερμηνείας- ο Μοσχόπουλος παραδίδει «ολόκληρη» την ιστορία παραλόγου και υπαρξιακού εφιάλτη του Γιόζεφ Κ. Από τη στιγμή που, μια συνηθισμένη μέρα θα ξυπνήσει και στο κατώφλι του σπιτιού του θα στέκουν οι δεσμοφύλακες μιας απροσδιόριστης Ανακριτικής Επιτροπής απειλώντας τον με σύλληψη• με το βάρος της ενοχής μιας άγνωστης κατηγορίας και με απολύτως καμία αιτιολόγηση της απειλής τους. Μόνο μ' ένα πελώριο «γιατί» - να χάσκει πάνω από το κεφάλι του Γιόζεφ Κ. - και να τον οδηγεί σε μιαν απόφαση ανυπακοής• «θα εξαντλήσω και την παραμικρή δύναμη που μου έχει απομείνει» λέει, ξεκινώντας τον αγώνα ενάντια στην «τεράστια ενοχή» που πλέκεται γύρω του σαν ιστός αράχνης.

Η ανερυθρίαστη διαφθορά και η γραφειοκρατική τρέλα -που μέχρι τότε αγνοούσε - αποκαλύπτεται μπροστά στα έκπληκτα μάτια του Γιόζεφ Κ., κατάσταση που, μοιραία, θα γίνει προϊόν της προσωπικής του τρέλας και κατάρρευσης. Εκ πρώτης όψεως, «Η Δίκη» του Φραντς Κάφκα ανατέμνει τον παραλογισμό της εξουσίας, το απρόσωπο σύστημα που αντιμετωπίζει εκδικητικά το σώμα της κοινωνίας και την ανημποριά του ατόμου να διεκδικήσει τα δικαιώματα του βρισκόμενο στο έλεος ενός καθεστώτος. Την ίδια ώρα ωστόσο, ο Κάφκα επεξεργάζεται σε βάθος την απελπισία του ανθρώπου που σέρνει πίσω του μια ανώνυμη ενοχή καθώς και το σημείο που καταγράφεται το περίφημο «τέλος της λογικής». «Γερμένοι, ταπεινωμένοι άνθρωποι» λέει ο συγγραφέας στο δεύτερο μέρος της παράστασης, αποτυπώνοντας τόσο απόλυτα τα οικεία μας μοτίβα ώστε θα ήταν παράλειψη αν αυτή η φράση δεν τροφοδοτούσε, με κάποιο τρόπο, την παράσταση.

Και πράγματι, η αλήθεια της βρίσκεται ακριβώς εκεί, πάνω στη σκηνή. Στα σκηνικά της Ευαγγελίας Θεριανού που γέρνουν κι αυτά, κοιτάζοντας τον κόσμο λοξά και σ' όλα τα ευρήματα και τα αφηγηματικά εργαλεία της σκηνοθεσίας: Στη χρήση της (ανέκφραστης) μάσκας που σχολιάζει το πρόσωπο της εξουσίας, στη διαλεκτική της παντομίμας και του κουκλοθέατρου (σε άψογο κινησιολογικό σχεδιασμό από τη Σοφία Πάσχου) που μεγεθύνει τη στρεβλή σχέση ανάμεσα στον εξουσιαστή και τον εξουσιαζόμενο, στο, θαυμάσια οργανωμένα, χορικό και στις ακριβείς συνεκφωνήσεις (σε διδασκαλία του Κορνήλιου Σελαμσή) που παραπέμπουν στις συλλογικές αυταπάτες• ακόμα και στη δυστοπική ατμόσφαιρα που ενισχύουν τα ασπρόμαυρα κοστούμια της Κλαιρ Μπρέισγουελ.

Ο Θωμάς Μοσχόπουλος, δηλαδή, αποθεώνει την εξόφθαλμη συνάφεια του έργου με τη σουρεαλιστική μας πραγματικότητα σ' ένα γκροτέσκο, ατμοσφαιρικό, εύρυθμο, ευφάνταστο θέαμα που όπως και το μανιφέστο του Κάφκα ακροβατεί ανάμεσα στο μαύρο και στο άσπρο, το κωμικό και το θλιβερό, το λογικό και το παράλογο.

Πολύτιμο, ίσως το πολυτιμότερο γρανάζι σ' αυτό το μηχανισμό, η ομάδα των πρωταγωνιστών που δικαιώνουν όχι μόνο το ρίσκο του σκηνοθέτη να στήσει την παράσταση πάνω τους αλλά δικαιώνουν πρωτίστως τους εαυτούς τους. Θ' αναγνωρίζουμε στο εξής πολλούς ηθοποιούς αυτής της διανομής. Καταρχάς, το Μιχάλη Συριόπουλο που, υιοθετώντας τεχνικές σταρ του βωβού κινηματογράφου, απογειώνει το ματαιωμένο Γιόζεφ Κ. Γύρω του, απολαυστικότατοι, με ενεργές τις κωμικές και τις, τραγικής ειρωνείας, ποιότητες οι Θάνος Λέκκας, Ειρήνη Μπούνταλη, Ελένη Βλάχου, Κίττυ Παϊταζόγλου, Σωκράτης Πατσίκας καθώς και οι Μάνος Γαλάνης, Παντελής Βασιλόπουλος, Μιχάλης Μιχαλακίδης, Φοίβος Συμεωνίδης που δρουν σε μικρότερης έκτασης αλλά μεγάλης σημασίας ρόλους.

Γιατί να το δω:

1. Γιατί είναι η ωραιότερη, έως τώρα, νέα παράσταση της σεζόν.

2. Γιατί αντικατοπτρίζει τον καφκικό κόσμο με θαυμαστή ακρίβεια, εσωτερικότητα και φαντασία στη χρήση των μέσων αφήγησης.

3. Γιατί ένα σύνολο νέων ηθοποιών αυτοσυστήνεται μέσα από ρεσιτάλ ερμηνειών.

Γιατί να μην το δω:

1. Ούτε ένας λόγος.

Διαβάστε περισσότερα για ό,τι συμβαίνει στις τέχνες στο www.tospirto.net