Ψίθυροι. Διστακτικές φωνές που σταδιακά μετατρέπονται σε κραυγή που αντηχεί σε κάθε σπίτι. Την ακούει όμως κανείς;
Βαδίζουμε, αισίως, στην έβδομη χρονιά της μεγάλης ελληνικής κρίσης. Μιας κρίσης που ξεκίνησε ως δημοσιονομική, μετετράπη σε κρίση χρέους, έλαβε διαστάσεις ανθρωπιστικές και πλέον τείνει να μετατραπεί σε εθνική.
Εθνική, για δύο λόγους. Ο πρώτος είναι πολλαπλά και βαθιά αναλυμένος, πολυσυζητημένος και κοινός: Όταν μια χώρα χάνει τον έλεγχο των οικονομικών της, χάνει και μέρος της εθνικής της κυριαρχίας. Της ελεύθερης βούλησης του πράττειν και λαμβάνειν αποφάσεις αφ' εαυτής για τα του οίκου της. Πώς θα μπορούσε να γίνει άλλωστε διαφορετικά, όταν για την ίδια σου την επιβίωση εξαρτάσαι από δάνειες δυνάμεις;
Υπάρχει όμως και μια άλλη έκφανση της εθνικής διάστασης των επιπτώσεων της κρίσης. Μια διάσταση που ήδη κάνει αισθητή την ύπαρξή της στην ίδια την ελληνική κοινωνία. Αρχικά ως ψίθυρος και τώρα ως κραυγή που ακούει στην χιλιοειπωμένη φράση: Οι νέοι φεύγουν!
Φεύγουν από τη χώρα που δαπάνησε εκατομμύρια για να τους μορφώσει, να τους καταστήσει μετόχους της ελληνικής παιδείας και να τους δώσει τα εφόδια να λάβουν τη θέση που τους αξίζει σε μια εγχώρια αγορά εργασίας, που πολύ απλά, δεν υπάρχει. Η κρίση άφησε ένα μεγάλο κενό στην καρδιά της οικονομικής μας παραγωγής. Ένα κενό υπερβολικά μεγάλο για να το διαχειριστούμε ως κοινωνία. Και επειδή όπως όλοι ξέρουμε, τα κενά υπάρχουν για να καλύπτονται, αυτό που αφήνει η κατάρρευση της ελληνικής οικονομικής δραστηριότητας το καλύπτει η αγορά εργασίας του ευρωπαϊκού Βορρά. Εκεί που κατά εκατοντάδες χιλιάδες πλέον οι νέοι έλληνες επιστήμονες αναζητούν και βρίσκουν τη νέα τους βάση για να ξεκινήσουν την επαγγελματική τους σταδιοδρομία. Μια πορεία αβέβαιη και δύσκολη, αλλά τουλάχιστον σε ένα περιβάλλον που μπορεί να τους προσφέρει τα στοιχειώδη που κάθε επιστημονικά καταρτισμένος νέος χρειάζεται: Σταθερότητα, ασφάλεια και αξιοκρατία. Έννοιες που από την Ελλάδα αυτής της δεκαετίας είναι δυσεύρετες αν όχι άγνωστες.
Η μετανάστευση του 21ου αιώνα δεν έχει πολλά κοινά με αυτή που γνώρισε η πατρίδα μας τον 19ο και τον 20ό. Οι νέες τεχνολογίες και ο εκμηδενισμός των αποστάσεων λόγω των αεροπορικών συνδέσεων και του διαδικτύου καθιστούν τη φυγή των νέων εύκολη. Γι' αυτό και σε τόσο σύντομο χρονικό διάστημα, τόσες πολλές χιλιάδες επιστημόνων έχουν εγκαταλείψει τη χώρα.
Άτομα στην πλέον παραγωγική τους ηλικία, με υψηλές δεξιότητες που κατα βάση αποκτήθηκαν από το ελληνικό Εκπαιδευτικό σύστημα, με βαθιά εξειδίκευση και υψηλή μόρφωση, μετατρέπονται σε περιζήτητο κεφάλαιο για τις επιχειρήσεις των ευρωπαϊκών οικονομιών που δεν αντιμετωπίζουν τα προβλήματα που ταλανίζουν τη δική μας.
Γερμανία, Σουηδία, Ηνωμένο Βασίλειο, Ολλανδία και άλλες χώρες του ευρωπαϊκού Βορρά, έχοντας ως στοιχείο της οικονομικής τους ανάπτυξης την επένδυση στην καινοτομία και τον άνθρωπο, εκμεταλλεύονται το «δώρο» που τους κάνει η Ελλάδα, δίνοντάς τους ό,τι καλύτερο διαθέτει: Το επιστημονικό της κεφάλαιο. Αυτή η αιμορραγία από τα σπλάχνα της ελληνικής κοινωνίας είναι μια βραδυφλεγής βόμβα που όσο ο χρόνος περνά, όλο και πιο εμφανή θα κάνει την παρουσία της στα ίδια τα θεμέλια της εθνικής προσπάθειας για ανάκαμψη από την χρονίζουσα κρίση.
Τα δημοσιονομικά μεγέθη αργά ή γρήγορα σταθεροποιούνται. Το ουσιαστικό πρόβλημα στο οποίο θα πρέπει να αρχίσουμε να στρέφουμε την προσοχή μας οι Έλληνες, είναι η αποστέρηση της οικονομίας από μία γενιά που θα μπορούσε να γίνει η κινητήριος δύναμη για την επανεκκίνηση της. Αν δεν υπάρξει ο κατάλληλος σχεδιασμός άμεσα, η βλάβη που θα προξενηθεί θα είναι ανεπανόρθωτη και τις συνέπειές της θα τις αντιμετωπίζει η χώρα και η οικονομία της για πολλές δεκαετίες στο μέλλον.