Οι δηλώσεις της Τερέζα Μέι για το Brexit: Η πίτα και ο σκύλος

Ίσως η πιο ενδιαφέρουσα αποστροφή - μακροπρόθεσμα - της ομιλίας της κ. Μέι (και σίγουρα η πλέον πολιτική) ήταν στην αρχή της ομιλίας της, όταν θέλησε να ερμηνεύσει τις αιτίες της νίκης του Brexit στο δημοψήφισμα. Αναφέρθηκε, μεταξύ άλλων, σε κάποιους λόγους που έχουν να κάνουν ειδικά με την ιστορική εξέλιξη της χώρας: «πολλοί στη Βρετανία πάντα πίστευαν ότι η θέση του Ηνωμένου Βασιλείου στην Ευρωπαϊκή Ένωση ήταν εις βάρος της διεθνούς μας θέσης», «οι πολιτικές μας παραδόσεις είναι διαφορετικές: δεν έχουμε γραπτό σύνταγμα, η κοινοβουλευτική κυριαρχία είναι η βάση του συνταγματικού μας συστήματος». Άλλοι λόγοι ωστόσο μπορούν να αναχθούν σε μια ιδεολογική απόρριψη του ευρωπαϊκού εγχειρήματος συνολικά.
|
Open Image Modal

Η πολυαναμενόμενη ομιλία της Βρετανής πρωθυπουργού στις 17 Ιανουαρίου για τις θέσεις του Ηνωμένου Βασιλείου εν όψει των διαπραγματεύσεων για το Brexit είναι διαφωτιστική παρότι δεν περιείχε πολλά νέα στοιχεία. Ας προσπαθήσουμε να τα δούμε σε πρώτη φάση τους στόχους της Βρετανίας και σε δεύτερη φάση της πολιτικές επιπτώσεις των στόχων αυτών.

Α. Τι επιδιώκει η Βρετανία;

Η κ. Μέι έθεσε 12 αρχές οι σημαντικότερες των οποίων είναι οι παρακάτω:

1. Η τελική συμφωνία θα εγκριθεί από τα δύο σώματα του Βρετανικού Κοινοβουλίου πριν τεθεί σε ισχύ. Τούτο ήταν σχεδόν αυτονόητο για νομικούς αλλά ιδίως πολιτικούς λόγους. Όλοι συνομολογούν ότι το δημοψήφισμα συνεπάγεται πολιτικό αποτέλεσμα αλλά δεν ενέχει νομικές συνέπειες. Η συμφωνία για την αποχώρηση της Βρετανίας από την Ε.Ε. είναι μια διεθνής συνθήκη και η έγκρισή της από το κυρίαρχο κοινοβούλιο θα της δώσει την απαραίτητη νομοθετική ένδυση. Η κ. Μέι δεν εξήγησε τι θα συμβεί στην περίπτωση που μια από τις δύο Βουλές (πιθανότερο η Βουλή των Λόρδων όπου το Συντηρητικό Κόμμα δεν διαθέτει την πλειοψηφία) καταψηφίσει τη συμφωνία αποχώρησης. Είναι προφανές ότι σε εσωτερικό επίπεδο θα προκληθεί κυβερνητική κρίση που ενδεχομένως να λυθεί με νέες εκλογές.

Τούτο όμως θα έχει επιπτώσεις και για την ΕΕ εφόσον η συμφωνία θα παραμείνει σε εκκρεμότητα και, συνεπώς, η Βρετανία θα παραμένει στην Ένωση έστω και χωρίς να το θέλει. Η μόνη διέξοδος σε μια τέτοια περίπτωση για την ΕΕ θα είναι μόνο η διάταξη του άρθρου 50 παρ. 3 της Συνθήκης της Ε.Ε. που προβλέπει ότι «η εφαρμογή των Συνθηκών θα τερματισθεί [...] από την ημερομηνία ισχύος της συμφωνίας αποχώρησης ή, ελλείψει αυτού, δύο χρόνια μετά την γνωστοποίηση που αναφέρεται στην παράγραφο 2, εκτός και αν το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, σε συμφωνία με το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος, ομόφωνα αποφασίσει να παρατείνει αυτήν την περίοδο».

Εφόσον παραταθεί το θεσμικό αδιέξοδο στην Βρετανία, η Ένωση θα μπορεί απλώς να περιμένει την παρέλευση των 2 ετών από την κοινοποίηση (εφόσον η κοινοποίηση γίνει τον Μάρτιο του 2017 όπως είχε αναφέρει η κ. Μέι στο παρελθόν, η διετία συμπληρώνεται τον Μάρτιο του 2019) για να υλοποιηθεί η αυτόματη αποχώρηση. Προσωπικά δεν πιστεύω ότι το σενάριο αυτό είναι πιθανό, όχι μόνο γιατί η Βουλή των Κοινοτήτων πολύ δύσκολα θα ακυρώσει στην πράξη τη λογική συνέπεια του δημοψηφίσματος αλλά και γιατί αυτή η βίαιη ρήξη της θεσμικής σχέσης ΗΒ-ΕΕ θα ακυρώσει και την συμφωνία αποχώρησης με τις τυχόν μεταβατικές διατάξεις που θα περιλαμβάνει με καταστροφικές συνέπειες για επιχειρήσεις και πολίτες.

2. Η κυρία Μέι ανέλυσε τις «κόκκινες γραμμές» της Βρετανίας στις διαπραγματεύσεις. Οι θέσεις αυτές ήταν γνωστές εν πολλοίς από την εποχή του δημοψηφίσματος:

  • Έλεγχο και περιορισμούς στη μετανάστευση Ευρωπαίων πολιτών στη Βρετανία,
  • κατάργηση της δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου της Ένωσης,
  • δικαίωμα σύναψης εμπορικών συμφωνιών με όλο τον κόσμο.

Αυτές οι γραμμές συνεπάγονται, όπως εξήγησε, ότι το Ηνωμένο Βασίλειο δεν μπορεί να μετέχει στην Ενιαία Αγορά που απαιτεί τον σεβασμό των τεσσάρων βασικών ελευθεριών - κίνησης πολιτών, κεφαλαίων, υπηρεσιών και αγαθών - αλλά ούτε στην τελωνειακή ένωση, αφού η κ. Μέι διευκρίνησε ότι θέλει να μπορούν να επιβάλλουν τελωνειακούς δασμούς. Πρότεινε τη σύναψη μιας «νέας, τολμηρής συνολικής συμφωνίας ελεύθερου εμπορίου» που θα επιτρέπει την «όσο πιο ελεύθερη διακίνηση αγαθών και υπηρεσιών» μεταξύ των δύο πλευρών και θα παρέχει στις επιχειρήσεις «την μέγιστη ελευθερία να εμπορεύονται και να λειτουργούν στις ευρωπαϊκές αγορές» προς αμοιβαίο όφελος. Η θέση αυτή υπαγορεύεται εν πολλοίς από - και ικανοποιεί πλήρως -τη σκληρή αντιευρωπαϊκή μερίδα του Συντηρητικού κόμματος και ευρύτερα της χώρας (είναι ενδεικτικό ότι μετά τις δηλώσεις Μέι, ο νέος ηγέτης του UKIP δήλωσε ότι η ομιλία της κ. Μέι θα μπορούσε να έχει γίνει από το κόμμα του). Ωστόσο, αφήνει πολλά αναπάντητα ερωτήματα που θα δυσκολέψουν τις διαπραγματεύσεις.

Η κ. Μέι δείχνει να προσβλέπει σε ένα μοντέλο σχέσεως παρόμοιο με αυτό που έχει συνάψει ο Καναδάς με την ΕΕ (τη λεγόμενη CETA- Comprehensive Economic and Trade Agreement). Θυμίζουμε ότι η συμφωνία αυτή έχει υπογραφεί αλλά δεν έχει τεθεί πλήρως σε ισχύ εφόσον απαιτείται - για ορισμένες ρυθμίσεις της- η κύρωση από τα εθνικά (και σε κάποιες περιπτώσεις και τα περιφερειακά) κοινοβούλια των κρατών μελών της ΕΕ. Η συμφωνία με τον Καναδά, επιπλέον, περιλαμβάνει σχεδόν πλήρη απελευθέρωση της διακίνησης των αγαθών αλλά περιορισμένη μόνο ελευθερία στη διακίνηση των υπηρεσιών (όπου βρίσκεται το κύριο βρετανικό ενδιαφέρον). Δεν πρέπει δε να ξεχνούμε ότι η διαπραγμάτευση της ευρω-καναδικής συμφωνίας διήρκεσε 7 χρόνια (και ο Καναδάς δεν είναι Ηνωμένο Βασίλειο, έχει πολύ λιγότερο σύνθετες σχέσεις με την ΕΕ από ό, τι η Βρετανία) ενώ το κείμενο της συμφωνίας με τα παραρτήματα ξεπερνά τις 1600 σελίδες.

Τέλος, η επικύρωση μιας τέτοιας συμφωνίας από τα εθνικά κοινοβούλια πιθανώς να οδηγήσει σε περαιτέρω καθυστερήσεις ή/και να γίνει αντικείμενο εκμετάλλευσης για εθνικούς/τοπικούς λόγους. Ας θυμηθούμε ότι η συμφωνία με τον Καναδά παρ' ολίγο να εκτροχιασθεί από το περιφερειακό κοινοβούλιο της Βαλονίας. Τέλος, κάθε διεθνής εμπορική συμφωνία περιλαμβάνει ένα δικαστικό ή δικαιοδοτικό όργανο που επιλύει τυχόν διαφορές μεταξύ των μερών. Η επιμονή της κ. Μέι να μην δέχεται κάποιο υπερεθνικό όργανο επίλυσης διαφορών θα δυσχεράνει περαιτέρω μια τέτοια συμφωνία.

3. Υπογράμμισε ότι θα επιδιώξει μακρές (ή τουλάχιστον επαρκείς) μεταβατικές περιόδους ώστε να μην επιβαρυνθούν οι επιχειρήσεις και να μην απειληθεί η σταθερότητα της οικονομίας. Τούτο είναι σχεδόν αυτονόητο πλέον, δεδομένου ότι το πλαίσιο των μελλοντικών σχέσεων της Βρετανίας με την ΕΕ όπως το έθεσε η κ. Μέι δεν θα υλοποιηθεί εύκολα και ιδίως γρήγορα. Επιπλέον - αυτό δεν το είπε αλλά ενδεχομένως το σκέπτεται - μια μακρά μεταβατική περίοδος (κατά την οποία η Βρετανία θα έχει αποχωρήσει αλλά οι ευρω-βρετανικές σχέσεις θα διέπονται ακόμα από την ενωσιακή νομοθεσία) μπορεί να διευκολύνει την επανένταξη της χώρας στην ΕΕ σε 5-6 χρόνια με άλλη πολιτική πλειοψηφία και μετά, πιθανώς, από ένα δεύτερο δημοψήφισμα.

4. Πιστή στην βρετανική διπλωματική στρατηγική του «μπαστουνιού και του καρότου» περιέλαβε στην ομιλία της μια νότα απειλής προς την ΕΕ υπογραμμίζοντας ότι δεν θα ήταν προς όφελος της Ευρώπης να λάβει μια τιμωρητική στάση έναντι της Βρετανίας γιατί τούτο θα συνιστούσε «καταστροφικό αυτοτραυματισμό» στην Ευρώπη. Η Βρετανία θα μπορούσε, σε τέτοια περίπτωση να αλλάξει την «βάση του οικονομικού μοντέλου της χώρας» (διάβαζε να μειώσει τη φορολογία των επιχειρήσεων, μετατρέποντας τη Βρετανία σε σημαία ευκαιρίας) και να θέσει εμπόδια στην κυκλοφορία των αγαθών και υπηρεσιών.

5. Τέλος, η κ. Μέι επιβεβαίωσε ότι θα προσπαθήσει να επιλυθεί το συντομότερο δυνατό το ζήτημα των λεγόμενων «κεκτημένων δικαιωμάτων», με άλλα λόγια των δικαιωμάτων Βρετανών που κατοικούν σε κράτος μέλος της ΕΕ και Ευρωπαίων που κατοικούν στη Βρετανία.

Β: Μια πολιτική ανάλυση

Αν θέλουμε να συνοψίσουμε με δύο προτάσεις τις βρετανικές (αρχικές τουλάχιστον) θέσεις, όπως τις παρουσίασε η κ. Μέι, θα μπορούσαμε να τις θέσουμε ως εξής: η Βρετανία θέλει και την πίτα σωστή (όχι μετανάστευση, όχι δικαστικό έλεγχο, όχι θεσμικούς περιορισμούς, όχι συμβολή στον προϋπολογισμό της ΕΕ) και τον σκύλο χορτάτο (ελευθερία κυκλοφορίας υπηρεσιών και αγαθών, φίλοι και συνεργάτες στις διεθνείς σχέσεις, τομεακή συνεργασία σε θέματα ασφάλειας, αστυνομικής συνεργασίας και αλλού). Είναι δύσκολο να σκεφτεί κανείς για ποιο λόγο θα δέχονταν οι Ευρωπαίοι μια τέτοια προνομιακή σχέση (που στην ουσία θυμίζει «λεόντεια συμφωνία» στην οποία η Βρετανία δεν θα είχε κανένα θεσμικό περιορισμό και μόνο πλεονεκτήματα) που αν μη τι άλλο θα μπορούσε να γίνει παράδειγμα για άλλα δυσαρεστημένα ή προβληματικά κράτη μέλη της ΕΕ.

Ο διαπραγματευτής της Ε.Ε. Μισέλ Μπαρνιέ έχει ξεκαθαρίσει σε αρκετές περιπτώσεις (ιδίως στην συνέντευξη τύπου του στις 6/12) τις βασικές αρχές της Ένωσης στις διαπραγματεύσεις:

  • ένα κράτος μη μέλος δεν έχει ισότιμη αντιμετώπιση με ένα κράτος μέλος,
  • οι τέσσερις ελευθερίες είναι αδιαπραγμάτευτες,
  • η ΕΕ δεν θέλει η Βρετανία να επιλέξει και να λάβει μόνο ό, τι την ενδιαφέρει για τις μελλοντικές σχέσεις (no cherry-picking όπως το περιέγραψε)
  • οι διαπραγματεύσεις για την αποχώρηση να ολοκληρωθούν μέσα σε ένα 18μηνο
  • και, ιδίως, οι διαπραγματεύσεις για τις μελλοντικές σχέσεις θα γίνουν μετά τις διαπραγματεύσεις για την αποχώρηση (ενώ η κ. Μέι υπογράμμισε ότι θέλει να διεξάγονται παράλληλα)

Είναι δύσκολο να δει κανείς πώς οι δύο πλευρές θα βρουν κοινό τόπο για να ξεκινήσουν διαπραγματεύσεις. Μια συμφωνία όπως αυτή που περιέγραψε η κ. Μέι δεν είναι ιδιαίτερα ελκυστική ούτε επείγουσα για την ΕΕ που θα επιμείνει στο δικό της χρονοδιάγραμμα (γρήγορες διαπραγματεύσεις αποχώρησης και σύντομη μεταβατική περίοδος). Το ότι η κ. Μέι απορρίπτει εξ αρχής μια στενή θεσμική σχέση περιέργως διευκολύνει τις διαπραγματεύσεις για την αποχώρηση: είναι προφανές ότι θα υπάρξει γρήγορη λύση για τους Βρετανούς πολίτες που είναι εγκατεστημένοι στην ΕΕ και τους Ευρωπαίους στην Βρετανία (κάτι που και η ΕΕ επιθυμεί). Επίσης δεν θα χρειαστούν δύσκολες μεταβατικές διαδικασίες. Εφόσον Brexit σημαίνει Brexit δεν θα υπάρξει ανάγκη phasing-in νέων πολιτικών προσαρμοσμένων στη νέα σχέση αλλά μόνο phasing-out (πώς σταδιακά θα αποχωρήσει η Βρετανία από τις διάφορες πολιτικές). Τα ακανθώδη σημεία σχετίζονται με τους υπολογισμούς για τις οικονομικές υποχρεώσεις της Βρετανίας προς την ΕΕ (η κ. Μέι δήλωσε ότι η εποχή των μεγάλων συνεισφορών του Η.Β. στην ΕΕ έχει παρέλθει) και οι μελλοντικές σχέσεις που όμως θα συζητηθούν ξεχωριστά - τουλάχιστον για την ΕΕ.

Συμπερασματικά, η κ. Μέι ξεκαθάρισε τι ΔΕΝ θέλει και λιγότερο σαφώς τι θέλει. Είναι φανερό ότι θέλει ένα σκληρό ή αν μη τι άλλο καθαρό Brexit και είναι έτοιμη να δεχθεί τις επιπτώσεις των πολιτικών αυτών επιλογών της (όπως δήλωσε άλλωστε "no deal for Britain is better than a bad deal"). Επίσης είναι φανερό ότι η ίδια και η κυβέρνησή της επέλεξε να μιλήσει εξ ονόματος του 52% που ψήφισε Brexit - είτε γιατί άρχισε να το πιστεύει η ίδια, είτε γιατί θεωρεί ότι τη συμφέρει πολιτικά στις επερχόμενες εκλογές είτε, τέλος, γιατί αυτή πλέον είναι η θέση της πλειοψηφίας του κόμματός της. Είναι μια πολιτική θέση είτε μας βρίσκει σύμφωνους είτε όχι αν και κατά πάσα πιθανότητα εις βάρος των μακροπρόθεσμων οικονομικών συμφερόντων της χώρας της. Η αποχώρηση από την μεγαλύτερη ενιαία αγορά δεν μπορεί να υποκατασταθεί από μια απλή συμφωνία ελευθέρων συναλλαγών, όσο βαθιά και να είναι αυτή. Η κ. Μέι και ίσως και η ίδια η χώρα φαίνεται ότι έχουν την εντύπωση ότι η Βρετανία μόνη της θα είναι αρκετά ελκυστικός εταίρος για τις μεγάλες οικονομίες και ότι θα μπορεί να ανοιχθεί ελεύθερα στον κόσμο έχοντας ξεφορτωθεί το βαρίδι της Ενιαίας Αγοράς. Δεν είναι βέβαιο ότι τούτο ισχύει: η Βρετανία είναι βεβαίως μια μεγάλη ακόμα οικονομική δύναμη και το Σίτυ θα παραμείνει σημαντικός διεθνής παίκτης. Σε ένα παγκοσμιοποιημένο περιβάλλον ωστόσο, η θέση της χώρας σήμερα είναι τελείως διαφορετική όχι μόνο από την εποχή της Αυτοκρατορίας, ακόμα και από την εποχή που διαπραγματεύτηκε την ένταξή της στην ΕΟΚ, στις αρχές της δεκαετίας του 70.

Ίσως η πιο ενδιαφέρουσα αποστροφή - μακροπρόθεσμα - της ομιλίας της κ. Μέι (και σίγουρα η πλέον πολιτική) ήταν στην αρχή της ομιλίας της, όταν θέλησε να ερμηνεύσει τις αιτίες της νίκης του Brexit στο δημοψήφισμα. Αναφέρθηκε, μεταξύ άλλων, σε κάποιους λόγους που έχουν να κάνουν ειδικά με τη ιστορική εξέλιξη της χώρας: «πολλοί στη Βρετανία πάντα πίστευαν ότι η θέση του Ηνωμένου Βασιλείου στην Ευρωπαϊκή Ένωση ήταν εις βάρος της διεθνούς μας θέσης», «οι πολιτικές μας παραδόσεις είναι διαφορετικές: ... δεν έχουμε γραπτό σύνταγμα, η κοινοβουλευτική κυριαρχία είναι η βάση του συνταγματικού μας συστήματος». Άλλοι λόγοι ωστόσο μπορούν να αναχθούν σε μια ιδεολογική απόρριψη του ευρωπαϊκού εγχειρήματος συνολικά.

Όταν η κ. Μέι δηλώνει ότι «ισχυροί υπερεθνικοί θεσμοί όπως αυτοί που δημιούργησε η Ευρωπαϊκή Ένωση δύσκολα μπορούν να συνυπάρξουν με τον τρόπο ζωής μας και την πολιτική μας ιστορία», ότι «είναι στενά δεμένοι με μια δημοκρατική διακυβέρνηση που λογοθετεί στους πολίτες» ή ότι «η ΕΕ δεν παρέχει αρκετή ευελιξία» δεν μιλά μόνο για τη χώρα της - θέτει ευθέως μια γενική, εξαιρετικά γκωλική θα έλεγε κανείς, θέση: δεν μπορεί να υπάρξει διεθνής δημοκρατία. Το δημοκρατικό σύστημα για την κ. Μει είναι, εξ ορισμού περιορισμένο στο εθνικό πλαίσιο. Έννοιες που αποτελούν τη βάση της ευρωπαϊκής πολιτικής ενοποίησης όπως πολυεπίπεδη διακυβέρνηση, κοινή και καταμερισμένη κυριαρχία, διεθνής δημοκρατία, συλλογική λογοδοσία δεν υπάρχουν για τη Βρετανία για την οποία η δημοκρατία και η λογοδοσία δεν μπορούν να ασκηθούν παρά μόνο από τα εθνικά κράτη.

Η οικονομική συνεργασία είναι χρήσιμη και πρέπει να επιδιώκεται. αλλά στο βαθμό που δεν επηρεάζει την εθνική κυριαρχία. Στην ανάλυση αυτή, η κ. Μέι συμβαδίζει με άλλες πολιτικές δυνάμεις που ζητούν επαναφορά των εξουσιών στο εθνικό πλαίσιο. Το γαλλικό Εθνικό Μέτωπο αλλά και το Κίνημα των 5 Αστέρων είναι δύο μόνο από τα πολλά κόμματα που δεν θα είχαν πρόβλημα να προσυπογράψουν αυτή την ανάγνωση της δημοκρατίας. Στο σημείο αυτό η κ. Μέι κάνει πραγματική εξυπηρέτηση στο ευρωπαϊκό εγχείρημα, προκαλώντας το και αμφισβητώντας τον αρχικό και βασικό λόγο της δημιουργίας της Ευρώπης.

Η ΕΕ και τα κράτη μέλη της πρέπει να μπορέσουν να απαντήσουν σε αυτό το ουσιαστικό υπαρξιακό ερώτημα: μπορούμε ως Ευρώπη να διαμορφώσουμε συνθήκες υπερεθνικής δημοκρατίας που θα συνυπάρχει αρμονικά με τις εθνικές δημοκρατίες στο πλαίσιο μιας νέας, συμπληρωματικής πολιτικής κοινότητας; Μόνο ένα τέτοιο νέο, μάλλον ανανεωμένο πολιτικό αφήγημα θα αποτρέψει άλλα «-έιτ» και θα διαψεύσει την υποτιμητική ακύρωση του ευρωπαϊκού αφηγήματος από την κ. Μέι.