«Προτού ζωγραφίσω, σημειώνω σε μικρές φράσεις πώς μπορεί να δουλευτεί, αν για παράδειγμα θέλει μια πιο ζωντανή χρωματικότητα. Άλλοτε πάλι, είναι σημειώματα πιο προσωπικά, σαν ημερολόγια, ιστορίες έργων που έχω κάνει, όνειρα που έχω δει και πάνε παράλληλα με τα έργα». Σ’ αυτήν την «πρώτη γραφή» ο Χρόνης Μπότσογλου επιχειρεί να οργανώσει το χώρο του και να ρίξει τις πρώτες πινελιές που ανοίγουν το βλέμμα από το το παράθυρο του σπιτιού του στο Πετρί της Λέσβου. Εκεί, ο ζωγράφος περνά τα καλοκαίρια, μεταξύ της κορυφογραμμής του βουνού του Κλαπάδου και της αμμουδερής γραμμής της Εφταλούς. Σε ένα ύψωμα 400 μ. περίπου, το Πετρί απηχεί το βραχώδες του τοπίου και φιλοξενεί το εργαστήρι – παρατηρητήριο του δημιουργού.
Μέχρι τώρα γνωρίζαμε το έργο του Μπότσογλου ως ανθρωποκεντρικό μέσα από αναρίθμητες προσωπογραφίες, όπου απογυμνώνει το σώμα χωρίς εξωραϊσμούς, με αυτοσαρκασμό, μελαγχολία και απέραντη τρυφερότητα. «Πάντα έλεγα ότι όσο γερνώ, θα μπορέσω να κάνω τοπία. Προσπάθησα πολλές φορές κι έχω αρκετές απόπειρες, αλλά δεν μπορούσα να το κουμαντάρω. Δουλεύοντας, λοιπόν, τα καλοκαίρια στη Μυτιλήνη, προέκυψαν τα έργα τυχαία, σαν παιχνίδι. Στο τέλος, νομίζω, μου έγινε το χατίρι».
Θαυμάζει πολλούς έλληνες ζωγράφους για τον τρόπο που απέδωσαν το ελληνικό τοπίο∙ ανάμεσά τους, μου δείχνει ένα ημερολόγιο του Σπύρου Παπαλουκά, εξηγώντας ότι απ’ όλους μαθαίνεις. Ο ίδιος θεωρεί πιο σημαντικό τούτο κι αυτό είναι που επιχειρεί στη ζωγραφική του: «Δεν υπάρχει άμεση αντιστοιχία του τοπίου σε αυτά που κάνω. Υπάρχει μία αίσθηση του τοπίου. Οπότε, δε με απασχολεί να είναι ολόιδιο».
Συχνά, προβάλλει στα τελευταία έργα του, ένα ξεροδέντρι σε μια σκοτεινή μεριά, όπου τα κλαδιά του φωτίζονται με τρόπο αφύσικο. Εκεί, εξηγεί ο δάσκαλος: «μ’ ενδιαφέρει η κίνηση που κάνει το μάτι, καθώς σκαλώνει σε ορισμένα σημεία. Έτσι, υπάρχουν στη ζωγραφιά διάφορα φορτισμένα κέντρα, το μάτι δεν τα βλέπει όλα και καλά κάνει που δεν τα βλέπει».
Άλλοτε πάλι, το βλέμμα του Μπότσογλου ανοίγεται πέρα, καταγράφοντας τα χρώματα στον ορίζοντα: «το τοπίο αλλάζει όπως όλα τα τοπία πάντοτε, συνέχεια. Έχει να κάνει με το φως, έχει να κάνει με τον αέρα, έχει να κάνει με πολλά. Κάποιες μέρες όμως είναι εξαιρετικό. Μπορείς μάλιστα, για μόλις τρεις μέρες τον Αύγουστο, αν είναι καθαρός ο ουρανός και η ατμόσφαιρα να δεις το Άγιον Όρος να προβάλλει».
Με ασκητική επιμονή «επανέρχεται» στα έργα του, τα δουλεύει ξανά, καθώς «βλέποντας ένα πράγμα σου δημιουργεί διάφορες εκδοχές, το αναγνωρίζεις αλλιώς. Για να μπορέσεις να τα «δεις», πρέπει να τους αφιερώσεις χρόνο».
Ο Χρόνης Μπότσογλου συγκέντρωσε 110 έργα αυτής της σειράς (λάδια, ακουαρέλες και τέμπερες), γέννημα από τα οχτώ τελευταία καλοκαίρια στο Πετρί της Λέσβου. Η έκθεση «Χρόνης Μπότσογλου Απέναντι του βουνού» παρουσιάζεται στο Μέγαρο Εϋνάρδου του Μορφωτικού Ιδρύματος Εθνικής Τραπέζης, έως τις 3 Δεκεμβρίου.
Κάθε Σαββάτο στις 11.00 το πρωί και για περίπου δύο μήνες, ο ζωγράφος θα ξεναγεί προσωπικά το κοινό «βλέποντας το βλέμμα των άλλων επάνω στα έργα».